Πριν από τον Μπομπ Ντίλαν, υπήρχε η Κόνι Κονβέρς. Μετά εξαφανίστηκε από προσώπου γης
Υπάρχει μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την πρωτοπόρο τραγουδίστρια-τραγουδοποιό που εξαφανίστηκε αιφνιδίως όταν ήταν 50 ετών.
Η Κόνι Κονβέρς (Connie Converse) ήταν πρωτοπόρος σε αυτό που έγινε γνωστό ως η εποχή των τραγουδοποιών, κάνοντας μουσική στην αυγή ενός κινήματος που είχε τις ρίζες του στη folk σκηνή του Greenwich Village στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Αλλά τα τραγούδια της, που δημιουργήθηκαν μια δεκαετία νωρίτερα, ήταν πρώιμα. Δεν έπιασαν τόπο. Και όταν ο ήλιος ανέτειλε με τη μορφή του νεαρού Μπομπ Ντίλαν, εκείνη είχε ήδη φύγει. Όχι, δεν συνταξιοδοτήθηκε. Είχε εξαφανιστεί, κυριολεκτικά, από τη Νέα Υόρκη, όπως τελικά θα εξαφανιζόταν από τον κόσμο, μαζί με τη μουσική και την κληρονομιά της.
Μόλις το 2004, όταν ένας φοιτητής του N.Y.U. άκουσε μια λαθραία ηχογράφηση της Κονβέρς από το 1954 στο WNYC, η μουσική της άρχισε να λαμβάνει την προσοχή και τον σεβασμό που της είχε στερηθεί πριν από 50 χρόνια.
Ο φοιτητής, Dan Dzula, και ο φίλος του, David Herman, μαγεύτηκαν από αυτό που άκουσαν. Έσκαψαν περισσότερες αρχειακές ηχογραφήσεις και συνέθεσαν το 2009 το άλμπουμ «How Sad, How Lovely», μια συλλογή τραγουδιών που ακούγονται σαν να έχουν γραφτεί σήμερα. Έχει μεταδοθεί πάνω από 16 εκατομμύρια φορές στο Spotify.
«Ήταν ο θηλυκός Μπομπ Ντίλαν»
Νέοι μουσικοί όπως η Angel Olsen και η Greta Kline αναφέρουν πλέον την Κονβέρς ως επιρροή, και μουσικά σχήματα από τους Big Thief μέχρι τη Laurie Anderson και την τραγουδίστρια της όπερας Julia Bullock έχουν διασκευάσει τα τραγούδια της.
«Ήταν ο θηλυκός Bob Dylan» λέει η Ellen Stekert, τραγουδίστρια και μελετητής της λαϊκής μουσικής και συλλέκτρια τραγουδιών. «Ήταν ακόμη καλύτερη από εκείνον, ως στιχουργός και συνθέτης, αλλά δεν είχε την εξυπνάδα του στη σόουμπιζ και δεν την ενδιέφερε να γράφει τραγούδια διαμαρτυρίας».
Εβδομήντα πέντε χρόνια πριν, η Κονβέρς ήταν άλλη μια νεαρή καλλιτέχνιδα που προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα στην πόλη, τραγουδώντας σε δείπνα και ιδιωτικά σαλόνια και περνώντας με ένα καπέλο μετά τις παραστάσεις της για «ό,τι έχετε ευχαρίστηση».
Ήξερε ότι τα τραγούδια της δεν ταίριαζαν με τη γλυκανάλατη ποπ της εποχής
«Αυτού του είδους οι καταστάσεις πάντα με πιέζουν σαν το ραντεβού με τον οδοντίατρο» έγραψε στον αδελφό της πριν από μια ακρόαση στη μουσική εκδοτική εταιρεία του Frank Loesser, όπου προέβλεψε τι θα έλεγαν τα στελέχη για τα τραγούδια της: «Υπέροχα, αλλά όχι εμπορικά».
Τον Ιανουάριο του 1961, τον ίδιο μήνα που έφτασε ο Ντίλαν από τις μεσοδυτικές πολιτείες, η Κονβέρς έφυγε από τη Νέα Υόρκη για το Αν Άρμπορ του Μισισιπή, όπου επανεφευρέθηκε ως εκδότρια, μελετήτρια και ακτιβίστρια.
Το 1974, μια εβδομάδα μετά τα 50α γενέθλιά της, εξαφανίστηκε και δεν την ξαναείδε κανείς.
Η Κονβέρς έζησε στη Νέα Υόρκη από το 1945 έως το 1960, και παρόλο που ήταν έντονα κλειστός χαρακτήρας, διατηρούσε ημερολόγιο, λευκώματα και ογκώδη αλληλογραφία που άφησε πίσω της αφού έφυγε οριστικά, προσφέροντας στοιχεία για το πώς ήταν το κεφάλαιο της ζωής της στο Μανχάταν.
Ακολουθούν μερικές από τις γειτονιές, τους χώρους και τις τοποθεσίες της πόλης που προσέφεραν στη μουσικό το σκηνικό για τη σύντομη αλλά πρωτοποριακή πορεία της ως τραγουδοποιός.
Δεκαετία του 1940: Οι μποέμ του Upper West Side / Riverside Park
Το 1944, αφού εγκατέλειψε το Mount Holyoke College στη Μασαχουσέτη, η Κονβέρς μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Η πρώτη της δουλειά ήταν στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Σχέσεων Ειρηνικού, όπου εξέδιδε και έγραφε άρθρα σχετικά με τις διεθνείς υποθέσεις. «Με εντυπωσιάζει το εύρος των θεμάτων που κάλυπτε» δήλωσε ο σύγχρονος μελετητής των διεθνών σχέσεων Michael R. Anderson, ο οποίος χαρακτηρίζει το συγγραφικό της έργο και τα ρεπορτάζ της «αξιοσημείωτα».
Μερικοί από τους στενότερους φίλους της Κονβέρς ζούσαν και σύχναζαν γύρω από τον μποέμικο θύλακα που ήταν γνωστός ως Lincoln Arcade, ένα κτήριο στο Broadway μεταξύ της δυτικής 65ης και 66ης οδού. Με τη φήμη του καταφυγίου για καλλιτέχνες που αγωνίζονταν, είχε φιλοξενήσει τους ζωγράφους Robert Henri, Thomas Hart Benton και George Bellows, ο τελευταίος από τους οποίους είχε ζήσει εκεί με τον θεατρικό συγγραφέα Eugene O’Neill.
Δείτε το βίντεο με την ιστορία της ζωής της
Αυτές είναι σωστές παρέες
Η παρέα ήταν μια ομάδα που έπινε πολύ, με συνήθεια να μένει ξύπνια στις αυλές μέχρι αργά τη νύχτα. Ένα επιζών μέλος αυτής της ομάδας, ο Edwin Bock, είπε ότι η Κονβέρς συχνά χτυπούσε μια γραφομηχανή, σε απόσταση από τους υπόλοιπους, και ότι μερικές φορές έκανε πράγματα που τον σοκάριζαν, όπως το να βγαίνει από το μπροστινό παράθυρο πολύ μετά τα μεσάνυχτα και να στέκεται σε ένα περβάζι, αρκετούς ορόφους πάνω από το δρόμο.
Η Κονβέρς έχασε τη δουλειά της όταν το Lincoln Arcade μπήκε στο στόχαστρο της αντικομμουνιστικής Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων. Κάποια στιγμή στα τέλη του 1950, μετακόμισε στο West Village και ξεκίνησε μια νέα φάση της ζωής της ως φιλόδοξη συνθέτρια και ερμηνεύτρια.
Αγόρασε ένα κασετόφωνο Crestwood 404 και άρχισε να κάνει demo με την ίδια να τραγουδάει νέα τραγούδια καθώς τα έγραφε. Ζούσε μόνη της σε ένα διαμέρισμα-στούντιο στην οδό Grove 23, όπου έγραψε σχεδόν όλο τον κατάλογο των «κιθαριστικών τραγουδιών» της (συμπεριλαμβανομένων όλων όσων περιέχονται στο «How Sad, How Lovely»).
Στην «αριστερή όχθη του Μανχάταν»
Το Village εκείνη την εποχή «ήταν η αριστερή όχθη του Μανχάταν» λέει ο συγγραφέας Gay Talese, και είχε «μυρωδιές από το μέλλον μέσα του» όσον αφορά την ανεκτικότητά του, όσον αφορά τις επιλογές του τρόπου ζωής. Ο Nicholas Pileggi, συγγραφέας και παραγωγός, πρότεινε ότι δεδομένης της γειτονιάς η μοναχική Κονβέρς δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να συχνάζει στο Chumley’s, ένα πρώην speakeasy.
Ο νεοσύστατος εκδοτικός οίκος βιβλίων Grove Press βρισκόταν επίσης στο ίδιο τετράγωνο, και ήταν κοντά στο The Nut Club στην πλατεία Sheridan, όπου συχνά έπαιζαν μουσικοί της τζαζ, καθώς και στο πιο αξιοσέβαστο Village Vanguard.
Η πρώτη και μοναδική της τηλεοπτική εμφάνιση ήταν το 1954, στο «The Morning Show» του CBS (με οικοδεσπότη εκείνη τη χρονιά τον Walter Cronkite), αν και το πώς εξασφάλισε η Κονβέρς την εμφάνιση, ποια κομμάτια έπαιξε και για ποια θέματα μίλησε μπορεί να μη γίνει ποτέ γνωστό (οι εκπομπές εκείνη την εποχή μεταδίδονταν ζωντανά- δεν υπάρχει αρχειακό υλικό).
Επειδή η εκπομπή ήταν σκηνοθετημένη σε ένα στούντιο πάνω από την κεντρική αίθουσα του Grand Central και προβαλλόταν ζωντανά σε μια μεγάλη οθόνη στην αίθουσα, όλοι όσοι περνούσαν από το σταθμό εκείνο το πρωί θα μπορούσαν να κοιτάξουν ψηλά και να παρακολουθήσουν τη μοναδική επαφή της νεαρής μουσικού με την επιτυχία.
Η ζωή στο Χάρλεμ
Η Κονβέρς ήταν εξαιρετικά δεμένη με τον μικρότερο αδελφό της, τον Φιλ. Όταν την επισκέφθηκε στην πόλη για πρώτη φορά, η Κονβέρς περιέγραψε την επανένωση στο ημερολόγιό της που κρατούσε ακανόνιστα και άτακτα, σημειώνοντας ότι οι δυο τους «συναντήθηκαν σαν άγνωστοι στο Grand Central και βούτηξαν στις αναμνήσεις πάνω από ένα γεύμα με στρείδια».
Το 1955, η Κονβέρς εγκαταστάθηκε στη διεύθυνση 605 West 138th Street, στο Χάρλεμ, αρκετά τετράγωνα μακριά από το Strivers’ Row. Εκεί, μοιραζόταν ένα διαμέρισμα τριών υπνοδωματίων με τον μεγαλύτερο αδελφό της, Πολ, τη σύζυγό του, Χάιλα, και το βρέφος τους, Μπρους, μια κατάσταση που η ίδια αποκάλεσε «μέτρο εξοικονόμησης κόστους».
Το νέο διαμέρισμα διέθετε ένα όρθιο πιάνο, το οποίο η Κονβέρς χρησιμοποίησε για να συνθέσει μια όπερα (η οποία πλέον έχει χαθεί), μια σειρά μελοποιήσεων ποιημάτων συγγραφέων όπως ο Dylan Thomas, ο E.E. Cummings και η Edna St. Vincent Millay, καθώς και έναν κύκλο τραγουδιών βασισμένο στον μύθο της Κασσάνδρας, η οποία, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, είχε το χάρισμα της προφητείας, αλλά στη συνέχεια ήταν καταραμένη να μην γίνει ποτέ πιστευτή.
Ως φανατική θεατρόφιλη, η Κονβέρς παρακολούθησε το 1956 την αναβίωση του «The Iceman Cometh» από τον Jose Quintero, η οποία έκανε τον Jason Robards αστέρι και εγκαινίασε ουσιαστικά το κίνημα του Off-Broadway.
«Ανέφερα ότι τον περασμένο μήνα είδα την παράσταση «The Iceman Cometh»;» έγραψε στον Φιλ και τη σύζυγό του, Τζιν, εκείνον τον Οκτώβριο. «Περίπου τεσσεράμισι ώρες άκομψου O’Neill, αλλά μόνο τα τελευταία 15 λεπτά με βρήκαν να στριφογυρίζω στη θέση μου».
Ακούστε ένα τραγούδι της
The Blue Angel
Σε αυτό το πάλαι ποτέ νυχτερινό κέντρο στην East 55th Street, μοναδικό εκείνη την εποχή για το γεγονός ότι ήταν απελευθερωμένο από τους φυλετικούς διακρίσεις, η Κονβέρς γνώρισε την τραγουδίστρια καμπαρέ Annette Warren, η οποία εκδήλωσε ενδιαφέρον να διασκευάσει τα τραγούδια της και η οποία θα έκανε τουλάχιστον δύο από αυτά, το «The Playboy of The Western World» και το «The Witch and the Wizard», βασικά κομμάτια του σόου της για τις επόμενες δεκαετίες.
1960: Αντίο, Νέα Υόρκη / National Recording Studios
Τα National Recording Studios, στην 730 Fifth Avenue μεταξύ των West 56th και 57th Streets, είχαν ανοίξει μόλις ένα χρόνο όταν η Κονβέρς εμφανίστηκε τον Φεβρουάριο του 1960 για να ηχογραφήσει ένα άλμπουμ. Ήταν μια σόλο συνεδρία που, επειδή έκανε μόνο μία ή δύο λήψεις για κάθε μελωδία, διήρκεσε μόνο λίγες ώρες. Η ηχογράφηση ήταν μια φήμη μέχρι το 2014, όταν αποκαλύφθηκε στο υπόγειο του Φιλ. Ένας διαφημιστής που ήταν θαυμαστής της μουσικής της Κονβέρς είχε προμηθευτεί την ηχογράφηση για εκείνη δωρεάν. Αυτό το άλμπουμ, το μοναδικό που έκανε, παραμένει ακυκλοφόρητο.
Η Κονβέρς έκλεισε τον κύκλο της περιπλανώμενης ύπαρξής της στο Μανχάταν μετακομίζοντας πίσω στο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει: Στο Upper West Side. Αυτή τη φορά, έζησε σε ένα πέτρινο σπίτι στη West 88th Street, μισό τετράγωνο από το Central Park. Αυτή ήταν η τελευταία γνωστή της διεύθυνση στη Νέα Υόρκη- το 1961 είχε φύγει.
Η μουσική της, που ως επί το πλείστον δημιουργήθηκε σε απομόνωση ή σε μικρές συγκεντρώσεις, είχε σχεδόν χαθεί, αν δεν υπήρχαν οι προσπάθειες του αδελφού της Φιλ, ο οποίος αρχειοθέτησε ό,τι μπορούσε- του David Garland, ο οποίος έπαιξε τη μουσική της στο WNYC το 2004 και το 2009- και των Dan Dzula και David Herman, των φοιτητών που, δεκαετίες αργότερα, σύστησαν το έργο της σε μια νέα γενιά.
«Την πρώτη φορά που έπαιξα ένα τραγούδι της Κόνι Κονβέρς για μια φίλη μου, κάθισε σιωπηλά και έκλαψε» είπε ο Dzula. «Από εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι η μαγεία της Κόνι θα έφτανε τουλάχιστον σε μερικούς ακόμα ανθρώπους με έναν βαθιά προσωπικό και ιδιαίτερο τρόπο.
Και πρόσθεσε: «Θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα ξεσπούσε έτσι όταν πρωτοβγάλαμε τον δίσκο; Απολύτως όχι. Αλλά επίσης, ναι, κάπως έτσι το φανταζόμουν».
*Το άρθρο στους New York Times έγραψε ο Howard Fishman, συγγραφέας του νέου βιβλίου «To Anyone Who Ever Asks: The Life, Music, and Mystery of Connie Converse».
Connie Converse was a pioneer in what became New York City’s folk scene. But her music never took off, and then she vanished. https://t.co/wJQtMT2urU
— The New York Times (@nytimes) May 10, 2023
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις