Στις 10 Μαΐου 1940, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ σε ηλικία 66 ετών και ύστερα από μια πολιτική διαδρομή τεσσάρων ολόκληρων δεκαετιών ανέλαβε την πρωθυπουργία του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την παραίτηση του Νέβιλ Τσάμπερλεν.

Έμεινε στο τιμόνι της χώρας έως τον Ιούλιο του 1945 (τον διαδέχθηκε ο Κλέμεντ Άτλη), έχοντας διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη νίκη της χώρας του και των Συμμάχων επί της ναζιστικής Γερμανίας. Ακολούθησε μια δεύτερη πρωθυπουργική θητεία του, από τον Οκτώβριο του 1951 έως τον Απρίλιο του 1955.


Ο διακεκριμένος βρετανός πολιτικός και συγγραφέας, εξέχουσα φυσιογνωμία του 20ού αιώνα, απεβίωσε στις 24 Ιανουαρίου 1965, πλήρης ημερών (είχε γεννηθεί στις 30 Νοεμβρίου 1874).

Σύντροφος της ζωής του, πολύτιμη και πιστή, από τις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρξε η Κλημεντίνη Όγκιλβυ Χόζιερ (1885-1977).


Ο Τσώρτσιλ γνώρισε την Κλημεντίνη το 1904, τη νυμφεύτηκε το Σεπτέμβριο του 1908 και απέκτησε μαζί της πέντε παιδιά. Όταν έγινε ο γάμος τους, ο κόσμος έλεγε ότι δε θα κρατούσε περισσότερο από έξι μήνες. Τελικά κράτησε πολύ περισσότερο, 56 ολόκληρα χρόνια.


Σύμφωνα με τα κριτήρια του 1908, ο γάμος του Ουίνστον με την Κλημεντίνη δεν μπορούσε να έχει αίσια έκβαση για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι η 23χρονη νύφη δεν είχε προίκα παρά την αριστοκρατική καταγωγή της η μητέρα της, μια λαίδη γνωστή για τις απιστίες της, ήταν κόρη του κόμη του Αίρλη και ο πατέρας της σκωτσέζος συνταγματάρχης με λαμπρή σταδιοδρομία. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ο 34χρονος Ουίνστον ήταν γνωστός για τον απειθάρχητο χαρακτήρα του και για την περιπετειώδη ζωή του.

Ευλόγως ο κόσμος πίστευε πως το «τρομερό παιδί» που είχε αναζητήσει το ζην επικινδύνως, την περιπέτεια, σε πολέμους και επαναστάσεις στην Αφρική, στην Κούβα και στις Ινδίες πολύ δύσκολα θα γινόταν ο ιδανικός σύζυγος. Κι όμως, ο ίδιος ο Τσώρτσιλ είπε κάποτε: «Παντρεύτηκα και από τότε έζησα ευτυχισμένος».


Όταν παντρεύτηκε, ο Τσώρτσιλ ήταν ήδη μέλος του υπουργικού συμβουλίου και υπουργός Εμπορίου. Η αποτυχία ενός τέτοιου γάμου δε θα μπορούσε να κρυφτεί, καθώς οι άνθρωποι αυτοί έζησαν όλη τους τη ζωή με το φακό της δημοσιότητας στραμμένο επάνω τους.

Ποιο ήταν, λοιπόν, το μυστικό της επιτυχίας του γάμου τους; Ίσως αυτό να κρύβεται σε μια παρατήρηση της μητέρας της Κλημεντίνης, που είπε κάποτε: «Ο Ουίνστον είναι πάντα τρυφερός και καλός με εκείνους που αγαπά». Οι δε φίλοι του ζευγαριού συμπλήρωναν: «Ο γάμος τους υπήρξε τόσο ευτυχισμένος, επειδή ο Τσώρτσιλ είναι τρυφερός προς τις γυναίκες. Όποια κι αν είναι η διάθεσή του, ποτέ δεν είναι σκληρός προς τις γυναίκες».


Εξάλλου, ο Τσώρτσιλ δεν παραμέλησε τη γυναίκα του στο δημόσιο βίο τους. Φρόντιζε πάντα να της δίνει τη θέση που της ανήκε στο πλευρό του. Δεν την άφησε ποτέ να ζήσει στο περιθώριο της αίγλης του. Ο Τσώρτσιλ ήταν συχνά γκρινιάρης και δύσκολος, παρατηρούσαν οι φίλοι του, αλλά φερόταν πάντα με ιπποτισμό προς τη γυναίκα του.


Ακόμα και την εποχή του πολέμου, όταν επωμιζόταν το επαχθέστατο φορτίο της εξουσίας και του αγώνα, ο Τσώρτσιλ δεν παραμέλησε τη σύζυγό του. Πολλές ήταν οι χειρονομίες που φανέρωναν την τρυφερότητα του Ουίνστον προς την «Κλέμι», όπως την αποκαλούσε χαϊδευτικά. Κι όταν μιλούσε στη Βουλή, έστρεφε προς αυτήν το βλέμμα του, όπως ο ταυρομάχος που χαιρετά το αγαπημένο του πρόσωπο πριν από τη μεγάλη στιγμή.


Η Κλημεντίνη ήταν τυχερή, διότι ήξερε πως υπήρξε απαραίτητη για την επιτυχία του άνδρα της. Κάποτε είπε ότι μάθαινε για τη ζωή του συζύγου της μόνο από τις εφημερίδες· δεν το είπε όμως με παράπονο ή με την πίκρα της αποξενώσεως. Χαμογελούσε, επειδή είχε τη σιγουριά πως, ό,τι και να συνέβαινε, εκείνη ως γυναίκα δεν επρόκειτο να τον χάσει.


Η ζωή της Κλημεντίνης δεν υπήρξε εύκολη. Οι απαιτήσεις του Τσώρτσιλ ήταν πολλές και ποικίλες. Όταν εργαζόταν, απαιτούσε ένα τέλειο δείπνο στις τρεις τα ξημερώματα. Η Κλημεντίνη δεν τον απογοήτευσε καθ’ όλη τη διάρκεια του συζυγικού βίου τους, καθώς κατάφερνε πάντα να έχει στη διάθεσή της καλούς και αφοσιωμένους υπηρέτες.

«Είναι καλή και καταδεκτική» έλεγε μια από τις υπηρέτριες της Ντάουνινγκ Στριτ. «Όταν με βλέπει στο δρόμο, σταματά και μου μιλά, πράγμα που δεν καταδέχονται οι γραμματείς της». Συχνά αναγκαζόταν να κρατά την κουβέντα στα επίσημα δείπνα, καθώς ο Τσώρτσιλ ήταν απορροφημένος από κάποια σκέψη ή από μια νέα ευθύνη. Δεν παραπονιόταν όταν ο Ουίνστον εγκατέλειπε τους καλεσμένους του, φορτωμένος με αμέτρητες έγνοιες, αλλά και δεν τον άφηνε να παραφέρεται στους υπηρέτες του όταν ήταν εκνευρισμένος.


Για τη θέση της γυναίκας στο γάμο η Κλημεντίνη έλεγε: «Αν καταλάβετε ότι σας συναγωνίζεται μια άλλη γυναίκα, μη γίνετε επιθετική. Η γυναίκα που διεκδικεί φανατικά τα δικαιώματά της, κινδυνεύει να τα χάσει. Κερδίζει εκείνη που μένει αθόρυβα πιστή στις πεποιθήσεις της».