Οι εταιρείες μικρής κεφαλοποιήσης δεν συμμετέχουν στο ράλι της Wall Street  και αυτό εκλαμβάνεται ως σημάδι ότι οι επενδυτές προετοιμάζονται για οικονομική αναταραχή και ύφεση.

Ο δείκτης εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης Russell 2000  σημειώνει πτώση περίπου 1% από την αρχή της χρονιάς έναντι κερδών της τάξης του 7% που καταγράφει ο S&P 500, στον οποίο μετέχουν οι μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες.

Οι μετοχές της μικρής κεφαλαιοποίησης βάλλονται από τότε που ξέσπασε η αναταραχή στις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ στις αρχές Μαρτίου, με τον Russell 2000 να υποχωρεί κατά 7% από τις 8 Μαρτίου. Η αγορά φοβάται ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις θα πληγούν σκληρά από μια πιθανή επιβράδυνση του δανεισμού που θα μπορούσε να επιβαρύνει την ευρύτερη οικονομία.

Οι επενδυτές «προσπαθούν να οργανώσουν τα χαρτοφυλάκιά τους με γνώμονα την εκτίμηση τους για την πορεία της οικονομίας» εξηγεί στο Reuters ο επικεφαλής επενδύσεων της North Star Investment Management, η οποία ειδικεύεται στις μετοχές μικρής κεφαλαιοποιήσης, Έρικ Κούμπι. «Το γεγονός ότι η μικρή κεφαλαιοποίηση είναι εκτός εύνοιας είναι άλλο ένα μήνυμα ότι οι επενδυτές προετοιμάζονται για μια επικείμενη ύφεση».

Συμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία οι μετοχές εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης έχουν την τάση να ταλαντεύοντια πριν από την αποδυνάμωση της οικονομίας. Από το 1980, ο Russell 2000 έχει μείνει πίσω από τον S&P 500 κατά μέσο όρο περίπου τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες τους έξι μήνες μετά την κορύφωση του οικονομικού κύκλου πριν από μια ύφεση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Strategas.

Το αποτύπωμα της νομισματικής σύσφιγξης

Τα μέχρι τώρα οικονομικά στοιχεία δεν δείχνουν απότομη πτώση της ανάπτυξης.  Ωστόσο παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι η αύξηση των επιτοκίων από την Fed κατά 500 μονάδες βάσης δεν έχει δείξει ακόμα τα «δόντια» της. Την ίδια εκτίμηση εξάλλου έχουν και αρκετοί κεντρικοί τραπεζίτες. Πρόσφατη είναι η δήλωση του Ιάπωνα επικεφαλής της Τράπεζας της Ιαπωνίας, Καζούο Ουέντα, ο οποίος μετέφερε και τις απόψεις των ομολόγων του των χωρών μελών της G7.«Οι συμμετέχοντες φάνηκε να μοιράζονται την άποψη ότι η επίδραση των προηγούμενων αυξήσεων των επιτοκίων δεν έχει ακόμη φανεί πλήρως στις οικονομίες και στον πληθωρισμό τους και θα μπορούσε να αρχίσει να αποτυπώνεται περισσότερο στο μέλλον» είπε χαρακτηριστικά ο Ιάπωνας κεντρικός τραπεζίτης στην συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε την συνάντηση τους.«Πολλοί είπαν ότι ήθελαν να καθοδηγήσουν τη νομισματική πολιτική, έχοντας αυτή την εκτίμηση κατά νου», πρόσθεσε.

«Είναι πιθανό να οδηγηθούμε σε ύφεση κάποια στιγμή μέσα στους επόμενους 12 μήνες», επισημαίνει ο επικεφαλής στρατηγικός επενδυτής της State Street Global Advisors, Μάικλ Αρόνε. «Συνήθως σε μια ύφεση, οι μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης υποαποδίδουν».

Παράλληλα, οι επενδυτές ανησυχούν ότι η τραπεζική αστάθεια θα πλήξει τις μικρότερες αμερικανικές εταιρείες που βασίζονται σε δάνεια από περιφερειακές τράπεζες, οι οποίες βρέθηκαν στο επίκεντρο της πρόσφατης κρίσης.

Το εργαλείο της Fed Νέας Υόρκης και η πιθανότητα ύφεσης

Όπως και η ανεστραμμένη καμπύλη αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων και η ισχύς των τιμών του χρυσού, η αδυναμία των μετοχών των μικρότερων εταιρειών – οι οποίες τείνουν να αντλούν κέρδη από το εσωτερικό της χώρας και να είναι πιο ευάλωτες στις οικονομικές μεταβολές από ό,τι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις – είναι ένα από τα πολλά σημάδια ότι οι επενδυτές είναι ανήσυχοι για τις οικονομικές προοπτικές.

Αν και δεν υπάρχει ένας δείκτης που να προβλέπει με ακρίβεια τις πτώσεις στο χρηματιστήριο οι επενδυτές για περισσότερο από 6 δεκαετίες εμπιστεύονται  το εργαλείο πιθανότητας ύφεσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης. Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιεί το spread (διαφορά αποδόσεων) μεταξύ των τριμηνιαίων και των δεκαετών κρατικών ομολόγων για να προβλέψει πόσο πιθανό είναι να εκδηλωθεί ύφεση στις ΗΠΑ τους επόμενους 12 μήνες.

Κανονικά, η καμπύλη αποδόσεων έχει κλίση προς τα πάνω και δεξιά, με τα ομόλογα που λήγουν πολλά χρόνια αργότερα να έχουν υψηλότερες αποδόσεις από τα ομόλογα που έχουν προγραμματιστεί να λήξουν νωρίτερα. Αυτό βλέπουμε συνήθως σε μια υγιή οικονομία.

Σε κάθε ύφεση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προηγήθηκε αναστροφή της καμπύλης αποδόσεων.

Ωστόσο, όταν εμφανίζονται οικονομικά προβλήματα, η καμπύλη αποδόσεων έχει την τάση να αντιστρέφεται. Με άλλα λόγια, τα βραχυπρόθεσμα ομόλογα έχουν υψηλότερες αποδόσεις από τα μακροπρόθεσμα ομόλογα. Η αναστροφή της καμπύλης αποδόσεων δεν εγγυάται ότι οι ΗΠΑ θα πέσουν σε ύφεση- αξίζει όμως να σημειωθεί ότι σε κάθε ύφεση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προηγήθηκε αναστροφή της καμπύλης αποδόσεων.

Σύμφωνα με τη νεότερη ενημέρωση από τον δείκτη πιθανότητας ύφεσης της Fed της Νέας Υόρκης, υπάρχει 68,22% πιθανότητα οι ΗΠΑ να εισέλθουν σε ύφεση τους επόμενους 12 μήνες. Αυτή είναι η υψηλότερη πιθανότητα ύφεσης μέσα στους επόμενους 12 μήνες εδώ και 41 χρόνια. 

Από το 1959, υπήρξαν οκτώ περιπτώσεις όπου το εργαλείο πρόβλεψης ύφεσης της Fed της Νέας Υόρκης ξεπέρασε το 40% της πιθανότητας οικονομικής ύφεσης. Με εξαίρεση τον Οκτώβριο του 1966, κάθε άλλη προηγούμενη περίπτωση μέτρησης άνω του 40% είχε ως αποτέλεσμα η αμερικανική οικονομία να βυθιστεί σε ύφεση. 

Ο λόγος για τον οποίο οι υφέσεις έχουν σημασία είναι επειδή καμία bear market δεν έχει πιάσει πάτο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πριν από την επίσημη κήρυξη ύφεσης από την ομάδα οκτώ οικονομολόγων του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών. Το πολύ σαφές μήνυμα από το εργαλείο της Fed της Νέας Υόρκης για την πιθανότητα ύφεσης είναι ότι οι Dow Jones, S&P 500 και Nasdaq Composite μπορεί να μην έχουν δει ακόμη τα χαμηλά τους σε bear market.

Οι επενδυτές την επόμενη εβδομάδα θα επικεντρωθούν στα οικονομικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των μηνιαίων λιανικών πωλήσεων και των εκθέσεων κερδών από εταιρείες όπως η Walmart Inc, η Home Depot Inc  και η Cisco Systems Inc.

Πηγή: Ot.gr