Οι τηλεθεάσεις των πολιτικών εκπομπών στην τηλεόραση μερικές φορές βοηθούν σε χρήσιμα συμπεράσματα – μόλις λίγες μέρες πριν από τις κάλπες της 21ης Μαΐου τα ποσοστά εκείνων που κάθονται να παρακολουθήσουν τις συζητήσεις ανάμεσα στους διάφορους εκπροσώπους των κομμάτων είναι μονοψήφια. Ακόμα και τα δελτία ειδήσεων, στα τέταρτα που φιλοξενούν τους πολιτικούς αρχηγούς, δεν «τσιμπούν» σε θεαματικότητα. Στις πλατείες, τα εκλογικά κέντρα παραμένουν σχεδόν άδεια τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Στις εξόδους τους, οι παρέες που δεν έχουν λόγο να ασχολούνται με τις εκλογές τις συζητούν μόνο ως εμπόδιο για τις τελευταίες ανοιξιάτικες εξορμήσεις πριν από την έλευση του καλοκαιριού. Ή, στις καλές περιπτώσεις, ως μια καλή αφορμή για ένα τριήμερο ταξίδι στο χωριό για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος.

Καλώς ή κακώς, μιλάμε για εκλογές «κανονικότητας»: μιας κανονικότητας διαφορετικής, σε ένα περιβάλλον διαρκών κρίσεων που διαδέχονται τόσο γρήγορα η μια την άλλη που έχουν καταντήσει συνήθεια, σχεδόν ρουτίνα. Οι κάλπες που έρχονται την 21η Μαΐου είναι οι πρώτες εδώ και δέκα χρόνια, από εκείνες του 2012, οι οποίες δεν διεξάγονται με το πιστόλι στον κρόταφο, με ακραία διλήμματα για ραγδαίες αλλαγές στην καθημερινότητα των πολιτών. Δεν διεξάγονται υπό την απειλή της άμεσης χρεοκοπίας, της στάσης πληρωμών ή της εξόδου από το ευρώ. Φέτος δεν «κλείνονται λογαριασμοί», πολιτικοί και θεσμικοί, για τα όσα συνέβησαν τη μνημονιακή περίοδο – όλα αυτά έχουν κριθεί ήδη από τις εκλογές του 2019 με τρόπο που δεν χωράει αμφισβήτηση.

Στην πέμπτη σκακιέρα

Η δημόσια συζήτηση αντικατοπτρίζει αυτή την ελληνική μετάβαση: τα ζητήματα που τίθενται δεν βρίσκουν πια την Ελλάδα στο μάτι ενός ευρύτερου κυκλώνα, αφορούν την εξωστρέφειά της, τη θεσμική και οικονομική της θωράκιση, όμως όχι την άμεση καταστροφή της. Στο πλαίσιο της «κανονικής» προεκλογικής καμπάνιας που διεξάγεται, τα κόμματα επιλέγουν να αγνοούν τα ζητήματα που τους δυσκολεύουν για να μην κάνουν το λάθος, γεγονός που πάντα μειώνει το ενδιαφέρον. Παράλληλα, διαλέγουν την παραδοσιακή μέθοδο του «ταξίματος» προς μια κοινωνία που μπορεί ακόμα να μη δίνει σημασία στα ψιλά γράμματα για να πάει να ψηφίσει, ωστόσο έχει εκπαιδευτεί να κρατάει χαμηλά τις προσδοκίες της. Οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν ντέρμπι, ενώ ούτε το νέο στοιχείο που έχει προστεθεί στη συζήτηση, το σύστημα της απλής αναλογικής, έχει εντείνει το ενδιαφέρον που υπάρχει έξω από τα στενά τείχη των κομματικών επιτελείων – για την ακρίβεια, μάλλον το έχει μειώσει, γιατί παρά τα λεγόμενα των βασικών παικτών της κοινοβουλευτικής σκακιέρας, η γενική αίσθηση είναι πως η επόμενη ελληνική κυβέρνηση δεν θα προκύψει στην ερχόμενη, αλλά στην επαναληπτική εκλογική αναμέτρηση. Αρα ποιος ο λόγος να ασχοληθεί κανείς;

«Σύμφωνα με το σχέδιο»

Για κάποιους αναλυτές, οι εκλογές γίνονται σε καθεστώς κοινωνικής και πολιτικής εξάντλησης. Η προεκλογική περίοδος έχει ατύπως ξεκινήσει εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο – τα στελέχη των μεγαλύτερων κομμάτων κινούνται σε προεκλογικούς ρυθμούς όλο αυτό το διάστημα, ακόμα και πριν μάθουν την ακριβή ημερομηνία των εκλογών. Αποπνέουν πια, τώρα που το ρολόι μετράει αντίστροφα, μια αίσθηση κούρασης, με συνθήματα και επιχειρήματα που ανακυκλώνονται τουλάχιστον εδώ και ένα εξάμηνο. Κανείς δεν αποκλίνει από το κομματικό σχέδιο, κανείς δεν επενδύει σε πραγματικές εκπλήξεις της τελευταίας στιγμής – και συνήθως το «όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο» δεν προκαλεί κανενός είδους ενθουσιασμό, ούτε καν σε αυτούς που το εφαρμόζουν. Επικοινωνιακά, τα εργαλεία είναι εξίσου πεπερασμένα – στο TikTok οι πολιτικοί αρχηγοί αντιγράφουν την Gen Z, στις ομιλίες τους ανάμεσα στο πλήθος τον Μπαράκ Ομπάμα, στους τίτλους τους τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ολα είναι απελπιστικά γνώριμα, ειδικά για μια κοινωνία που καταναλώνει γρήγορα, σχεδόν αδηφάγα, όση πληροφορία έρχεται στα χέρια της.

Κανονικότητα

Ούτε στους εντός Ελλάδας κάνουν αίσθηση αυτές οι εκλογές ούτε στους εκτός: απόδειξη του πόσο αδιάφορα περνούν οι προεκλογικές μέρες είναι πως κανένας εξωτερικός παράγοντας δεν ασχολείται πραγματικά με το αποτέλεσμα, με το σκεπτικό πως, κοιτώντας τη μεγάλη εικόνα, οι διαφοροποιήσεις ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για την εξωτερική πολιτική είναι, στη χειρότερη, αποχρώσες: οι σύμμαχοι στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη δεν έχουν άγχος πως κάποιος εκ των διεκδικητών της εξουσίας θα μπορούσε να αναστατώσει με κάποιον τρόπο την πορεία της χώρας – βοηθάει πως, μετά το πρώτο εξάμηνο του 2015, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ξαναφορέσει στα σοβαρά το αντισυστημικό του κοστούμι. Ο φόβος της «συστημικής εξαίρεσης» έχει γενικά εκλείψει: ακόμα και το τρίτο κόμμα (και εν δυνάμει κυβερνητικός εταίρος), το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, έχει διαχρονικά διαπιστευτήρια από την περίοδο που βρισκόταν σε κυβερνητικά σχήματα τόσο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής όσο και σε αυτά της δημοσιονομικής συμμόρφωσης, εφόσον κρίνεται αναγκαία.

Νέα προβλήματα

Είναι πράγματι αδιάφορες οι εκλογές της απλής αναλογικής; Αν κοιτάξει κανείς την ουσία τους, μάλλον το αντίθετο – από τον απόηχο των Τεμπών και του σκανδάλου των υποκλοπών μέχρι τον πληθωρισμό, την ακρίβεια και τις γεωπολιτικές αλλαγές που επηρεάζουν και την Ανατολική Μεσόγειο, τα θέματα που τίθενται είναι κρίσιμα. Η βαρεμάρα προκύπτει από ένα κουρασμένο πολιτικό σύστημα, που αρνείται πεισματικά να φρεσκαριστεί στ’ αλήθεια, προτιμώντας να απαντά σε νέα προβλήματα με παλιές λύσεις – ακόμα κι αν υπόσχεται πως μιλάει μόνο για το μέλλον. Και κάπως έτσι «δείχνει» τον δρόμο και στους υπόλοιπους.