Υποκλοπές: Η Ελλάδα δεν πρέπει να γίνει Πολωνία ούτε Ουγγαρία
Το ζήτημα των υποκλοπών δεν πρέπει να ξεχαστεί. Η χώρα δεν μπορεί να γίνει ούτε Ουγγαρία ούτε Πολωνία σε σχέση με τα δημοκρατικά δικαιώματα
Το θέμα των υποκλοπών δεν είναι ένα θέμα «πολιτικής αντιπαράθεσης».
Δεν έχει να κάνει με τις πολιτικές θέσεις των κομμάτων, τα προγράμματά τους ή το πώς διεξάγεται η προεκλογική αντιπαράθεση.
Το ζήτημα των υποκλοπών είναι ένα θέμα δημοκρατίας.
Να το πω πολύ απλά: δημοκρατία είναι το καθεστώς που το κράτος δεν ξέρει τι συζητάς στα τηλέφωνα και τις εφαρμογές μηνυμάτων, παρά μόνο εάν υπάρχουν πολύ σοβαρές ενδείξεις ότι συζητάς ή ανταλλάσσεις μηνύματα για την τέλεση πολύ σοβαρών αξιόποινων πράξεων ή ότι ετοιμάζεσαι πραγματικά να θέσεις σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια.
Δεν είναι – και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι – δημοκρατία ένα καθεστώς όπου μπορεί η κυβέρνηση, ή τμήματα της κυβέρνησης ή στελέχη της κυβέρνησης να μπορούν να παρακολουθούν πολιτικούς, δημοσιογράφους, ανώτατους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων, άλλα μέλη της ίδιας της κυβέρνησης.
Γι’ αυτό και τις χώρες όπου ξέρουμε ότι γίνεται εκτεταμένη χρήση παράνομου λογισμικού που επιτρέπει τέτοιες παρακολουθήσεις, τις θεωρούμε αντιδημοκρατικές, ιδίως εάν έχουν στο ενεργητικό τους και άλλες παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Και στην Ευρώπη ξέραμε ότι τέτοιες χώρες είναι π.χ. η Πολωνία και η Ουγγαρία.
Εύλογα κανείς θα έλεγε ότι η πρόκληση είναι να μη γίνει η χώρα μας ούτε Πολωνία, ούτε Ουγγαρία.
Πριν από λίγες μέρες υπερψηφίστηκε στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου, η έκθεση για τη χρήση παράνομου λογισμικού παρακολουθήσεων στην Ευρώπη. Μια έκθεση, που δυστυχώς βάζει τη χώρα μας στην ίδια κατηγορία με την Πολωνία και την Ουγγαρία.
Και αυτό γιατί τα στοιχεία ότι στην Ελλάδα υπήρξε μηχανισμός παρακολούθησης πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων παραγόντων του δημόσιου βίου, με χρήση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού που μάλιστα συνδυάστηκε με μια εντυπωσιακή κατάχρηση της δυνατότητας που υπάρχει για νομότυπες παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ με την επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας».
Ο μηχανισμός αυτός είχε στο κέντρο του το «δεξί χέρι» του πρωθυπουργού, τον Γρηγόρη Δημητριάδη και η συσχέτιση των παρακολουθήσεων με το Μέγαρο Μαξίμου έχει τεκμηριωθεί.
Οι αποκαλύψεις αυτής δημιούργησαν εξ’ αρχής ζήτημα αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης, για το ότι μπόρεσε να φτιαχτεί ένα τέτοιο δίκτυο παρακολούθησης. Ευθύνης που αφορά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Δημιούργησαν, βεβαίως, και θέμα ποινικών ευθυνών που και αυτές πρέπει να διερευνηθούν.
Όμως, παρά τις αρχικές διακηρύξεις, φως στην υπόθεση δεν έχει πέσει.
Ακόμη χειρότερα, η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός όχι μόνο προχώρησαν σε νομοθετικές ρυθμίσεις που έκαναν τα πράγματα χειρότερα, π.χ. ψηφίζοντας ρύθμιση που δεν επιτρέπει στα θύματα παρακολουθήσεων να μπορούν έγκαιρα να ενημερώνονται γι’ αυτές, αλλά και ουσιαστικά από ένα σημείο και έπειτα επέλεξαν την τακτική να λένε ότι «η κυβέρνηση δεν ήξερε τίποτα» (για κάτι που συντονιζόταν ουσιαστικά από το εσωτερικό της) και ότι δεν υπάρχει πραγματικό πολιτικό ζήτημα.
Όμως, πολιτικό ζήτημα υπάρχει αντικειμενικά, όπως και ζήτημα λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών.
Κοινώς δεν μπορεί να διαμορφώνεται η εικόνα – και αυτό κάνει ουσιαστικά η κυβέρνηση – ότι «δεν έγινε τελικά και τίποτα», ή να θεωρείται ότι τα προβλήματα τα έλυσε η παραίτηση Γρηγοριάδη.
Ούτε μπορούμε να θεωρήσουμε ανεκτή την προσπάθεια να συγκαλυφθεί η υπόθεση με αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, που ούτως ή άλλως δεν θέλει να τα «σπάσει» εντελώς με τις αυταρχικές κυβερνήσεις σε Ουγγαρία και Πολωνία.
Και βέβαια καθόλου δεν βελτιώνει την εικόνα της χώρας να τη συγκρίνουν με χώρες που είναι δικαιολογημένα τα «μαύρα πρόβατα» της Ευρώπης ως προς τις δημοκρατικές ελευθερίες.
Δείτε για παράδειγμα το πώς έθεσε το θέμα η ομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη «πολιτική οικογένεια» στο Ευρωκοινοβούλιο, ταυτίζοντας τη χώρα μας με την Ουγγαρία και την Πολωνία και τον πρωθυπουργό με τον Όρμπαν και τον Καζίνσκι.
Στο απολυταρχικό μονοπάτι της Ουγγαρίας και της Πολωνίας
«Αυτοί οι τρεις έχουν περισσότερα κοινά από όσα φαντάζεστε. Οι δεξιές κυβερνήσεις στην Αθήνα, τη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη έχουν κατασκοπεύσει πολιτικούς αντιπάλους, δημοσιογράφους και την κοινωνία των πολιτών» καταγγέλλει η ομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών.
Αναφερόμενη στο πόρισμα της PEGA σημειώνει ότι «υπό το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας, οι κυβερνήσεις των Μητσοτάκη, Όρμπαν και Καζίνσκι καταχράστηκαν την εξουσία τους για να κατασκοπεύσουν ανθρώπους που είναι κρίσιμοι για την ηγεσία τους. Αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια επίθεση στη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τις ατομικές ελευθερίες» και κατηγορεί το ΕΛΚ ότι «όπως ήταν αναμενόμενο, το ΕΛΚ προσπάθησε να διαγράψει το κεφάλαιο της έκθεσης για την Ελλάδα για να προστατεύσει τον άνθρωπό του στην Αθήνα. Αλλά οι αποδείξεις ήταν πολύ ξεκάθαρες.»
«Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης, τονίζουν οι Ευρωσοσιαλιστές δεν μπορεί να κρύψει το σκάνδαλο κάτω από το χαλί. Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να απομακρυνθεί από το επικίνδυνο απολυταρχικό μονοπάτι της Πολωνίας και της Ουγγαρίας!»
Σοβαρά ερωτήματα για τη λειτουργία της Δημοκρατίας στην Ελλάδα έθεσε και το πόρισμα της PEGA που μιλά χαρακτηριστικά για «μια πολύ ανησυχητική ιστορία ενός περίπλοκου και αδιαφανούς δικτύου σχέσεων, πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, ευνοιών και νεποτισμού, καθώς και πολιτικής επιρροής», υπογραμμίζοντας ότι «το κατασκοπευτικό λογισμικό… χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής εξουσίας και ελέγχου στα χέρια της ανώτατης πολιτικής ηγεσίας της χώρας», που έχει αποδυναμώσει τους μηχανισμούς ελέγχου, ώστε να καθίσταται ευκολότερη η παράνομη παρακολούθηση και ο εκφοβισμός όσων ασκούν κριτική ή καταπολεμούν τη διαφθορά και την απάτη.
Το πόρισμα κάνει ειδική αναφορά για «στενές διασυνδέσεις και αλληλεξαρτήσεις μεταξύ ορισμένων προσώπων και συμβάντων που σχετίζονται με την κυβέρνηση, την ΕΥΠ και τους παρόχους κατασκοπευτικού λογισμικού, ιδίως την Krikel, προτιμώμενο προμηθευτή εξοπλισμού επικοινωνιών και παρακολούθησης, μεταξύ άλλων, στην αστυνομία και την ΕΥΠ». Η PEGA υπογραμμίζει ακόμη «ότι η Krikel συνδέεται στενά με άτομα από το περιβάλλον του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη».
Αφήνοντας πολλές και σοβαρές αιχμές για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα των υποκλοπών η PEGA απευθύνει στην Ελλάδα 10 συστάσεις μεταξύ των οποίων: να αποκαταστήσει την πλήρη ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και όλων των αρμόδιων εποπτικών οργάνων, να αντιστρέψει τη νομοθετική τροποποίηση του 2019 που έθεσε την ΕΥΠ υπό τον άμεσο έλεγχο του πρωθυπουργού, να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της ηγεσίας της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), να ξεκινήσει επειγόντως αστυνομική έρευνα μετά την εικαζόμενη κατάχρηση κατασκοπευτικού λογισμικού.
Αναπάντητο το αίτημα για πλήρη διαλεύκανση
Για όλους αυτούς τους λόγους και η ιστορία των υποκλοπών δεν μπορεί και δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Το αίτημα για πλήρη διαλεύκανση και απόδοση ευθυνών παραμένει αναπάντητο.
Και εάν χρειάζονται και Ειδικά Δικαστήρια, ας γίνουν και Ειδικά δικαστήρια. Οι πολιτικοί δεν μπορούν να έχουν ασυλία σε τέτοιες περιπτώσεις.
Και βέβαια οι εκλογές σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν «πλυντήριο».
Η χώρα μας δεν πρέπει να γίνει ούτε Ουγγαρία ούτε Πολωνία.
- Ντόναλντ Τραμπ: Ο Spot, ένας ρομποτικός σκύλος φρουρεί το σπίτι του στο Παλμ Μπιτς
- Δρόμο επικίνδυνης κλιμάκωσης στην Ουκρανία διαλέγουν οι ΗΠΑ εγκρίνοντας πυραυλικά χτυπήματα στη Ρωσία
- Χρήστος Μάστορας: Θύμα διαδικτυακής απάτης ο τραγουδιστής
- Ο Εθνικός Ύμνος είναι αδιαπραγμάτευτος
- Το πράσινο φως του Μπάιντεν μόλις αύξησε το διακύβευμα ενός πολέμου που θα κληρονομήσει ο Τραμπ
- Τα ζώδια σήμερα: Μας τα’ παν κι άλλοι