Vouliwatch: Στο «ποινολόγιο» της Βουλής ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για εκατοντάδες τροπολογίες
Το Vouliwatch ανέλυσε όλες τις τροπολογίες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.
Εκατοντάδες τροπολογίες άσχετες και εκπρόθεσμες κατέθεσαν στη διάρκεια της κυβερνητικής τους θητείας, τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει το Vouliwatch, θέτοντας πρόβλημα συνταγματικότητας.
Ειδικότερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατέθεσε συνολικά 658 τροπολογίες, εκ των οποίων οι 365 (55,47%) ήταν άσχετες με το κύριο αντικείμενο του νόμου και οι 347 (52,73%) ήταν εκπρόθεσμες.
Για τη προηγούμενη δε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, από τις 998 τροπολογίες, οι 639 (64,02%) ήταν άσχετες και οι 728 (72,94%) ήταν εκπρόθεσμες.
Γιατί δεν πρέπει να έχουμε εκπρόθεσμες και άσχετες τροπολογίες
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 5 του Συντάγματος και τα άρθρα 87, 88 και 101 παρ. 5 του Κανονισμού της Βουλής οι υπουργικές τροπολογίες πρέπει να κατατίθενται στα προτεινόμενα νομοσχέδια μέχρι τρεις ημέρες πριν την έναρξη της συζήτησης στην Ολομέλεια ή την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, απαγορεύοντας ταυτόχρονα τροπολογίες άσχετες με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου.
Με αυτόν τον τρόπο δίνεται χρόνος τόσο στους βουλευτές όσο και στη κοινή γνώμη να επεξεργαστούν και να ελέγξουν τις ρυθμίσεις που προτείνονται από τους υπουργούς με τη μορφή των τροπολογιών.
Με την απαγόρευση των εκπρόθεσμων τροπολογιών αποσοβείται η κατάθεση -λίγο πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου- ρυθμίσεων που αναπόφευκτα θα ξεφύγουν της προσοχής της δημόσιας σφαίρας, ρυθμίζοντας σοβαρά ζητήματα υπό καθεστώς αδιαφάνειας και έλλειψης λογοδοσίας.
Όπως αναφέρει το Vouliwatch, οι άσχετες τροπολογίες αποπροσανατολίζουν τον νομοθέτη καθώς βάζουν πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη αφού η ρύθμιση πολλών διαφορετικών θεμάτων από ένα νομοσχέδιο οδηγεί αναπόφευκτα σε κατακερματισμό της νομοθεσίας και δύσχρηστους νόμους.
Έτσι οι παραπάνω κανονισμοί φροντίζουν ώστε να επικεντρωθεί η προσοχή του νομοθέτη σε ένα θέμα, ενώ καθιστά τον διάλογο πιο ουσιώδης.
Καθηγητής Βλαχόπουλος: «Οι συνταγματικές εγγυήσεις χάνουν το νόημά τους»
Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Αθηνών, Σπύρο Βλαχόπουλο, τον οποίο επικαλείται το Vouliwatch με τις πρακτικές που ακολουθούν τα κόμματα οι συνταγματικές εγγυήσεις χάνουν το νόημά τους.
«Η τάξη προβλέπει μία σειρά κανόνων περί καλής νομοθέτησης που βασίζονται στη δημοσιότητα και τη διαφάνεια» σημειώνει ο κ. Βλαχόπουλους και εξηγεί πως «το νομοσχέδιο αναρτάται στο διαδίκτυο για δημόσια διαβούλευση, τυγχάνει επεξεργασίας από την αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή, συνοδεύεται από την αιτιολογική έκθεση που εξηγεί τους σκοπούς της κάθε διάταξης και την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, συζητείται σε δημόσιες συνεδριάσεις στη Βουλή και τελικά ψηφίζεται».
Ωστόσο, «όταν οι τροπολογίες, κατατίθενται την τελευταία στιγμή χωρίς να περάσουν από όλη την παραπάνω διαδικασία, την οποία μάλιστα ορίζει το Σύνταγμα, το αποτέλεσμα είναι οι συνταγματικές εγγυήσεις να χάνουν το νόημά τους, αφού το νομοσχέδιο αλλοιώνεται με συνεχείς και ετερόκλητες τροπολογίες, στρεβλώνοντας τη νομοθετική διαδικασία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πολίτες δεν μπορούν να ξέρουν ποια είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους, κάτι που είναι ασυμβίβαστο με την έννοια του κράτους δικαίου».
Δεν υπάρχει καμία συνέπεια για τα κόμματα
Τα κόμματα όμως χρησιμοποιούν εκπρόθεσμες και άσχετες τροπολογίες ώστε να ρυθμίζουν τη ρύθμιση σοβαρών ζητημάτων υπό καθεστώς αδιαφάνειας. Αυτό συνέβη, όπως αναφέρει το Vouliwatch τον Μάρτιο του 2021 όταν η κυβέρνηση κατέθεσε τροπολογία που ήταν και εκπρόθεσμη και άσχετη, απαγορεύοντας στην ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) να ενημερώσει τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη για το γεγονός ότι είχε τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ.
Ένας από τους βασικούς λόγους συστηματικής κατάθεσης εκπρόθεσμων και άσχετων τροπολογιών είναι η έλλειψη έννομων συνεπειών. Πράγματι, η παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής για τις τροπολογίες δεν επιφέρει καμία συνέπεια, αφού η παραβίασή τους δεν ελέγχεται δικαστικά.
«Πρόκειται για την προβληματική της έλλειψης δικαστικού ελέγχου των οργανωτικών διατάξεων του Συντάγματος, δηλαδή και των διατάξεων που διαμορφώνουν τους κανόνες λειτουργίας της Βουλής», αναφέρει στο ίδιο άρθρο ο κ. Βλαχόπουλος. «Η έλλειψη ενός τέτοιου ελέγχου αποδίδεται σε δύο λόγους: Πρώτον, η νομολογία κάνει μία τυπική ερμηνεία του άρθρου 74 παρ. 5 του Συντάγματος –όπου αναφέρεται ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης γύρω από τα ζητήματα των τροπολογιών “αποφαίνεται η Βουλή”– και υποστηρίζει ότι μόνο η Βουλή μπορεί να κρίνει τα θέματα των τροπολογιών».
«Κατά την άποψή μου, αυτή η ερμηνεία δεν είναι σωστή, καθώς το Σύνταγμα δεν λέει ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης αποφαίνεται “μόνο η Βουλή”, αλλά λέει ότι αποφαίνεται η Βουλή, άρα σε ένα δεύτερο χρόνο μπορούν να αποφανθούν και τα αρμόδια δικαστήρια» τονίζει ο νομικός.
Η νοοτροπία των δικαστηρίων
Ένας άλλος λόγος, σύμφωνα με τον καθηγητή Βλαχόπουλο, που η δικαστική εξουσία δεν ελέγχει τις παραβιάσεις των διατάξεων για τις τροπολογίες συνδέεται με τη νοοτροπία που έχουν τα δικαστήρια.
Σύμφωνα με τη νοοτροπία αυτή «ο δικαστής θα ελέγξει τυχόν παραβιάσεις των θεμελιωδών και ατομικών δικαιωμάτων, ωστόσο δεν θα ελέγξει τις διατάξεις του Συντάγματος που αφορούν στην οργάνωση και τη λειτουργία της Βουλής. Αυτή η νοοτροπία εδράζεται στην αντίληψη πως οι οργανωτικές διατάξεις του Συντάγματος έχουν να κάνουν με την άσκηση πολιτικής, στην οποίαν οι δικαστές δεν θα πρέπει να υπεισέρχονται».
Σε αυτό το σημείο, ο συνταγματολόγος σημειώνει πως πράγματι η πολιτική εξουσία πρέπει να έχει ένα ευρύτατο περιθώριο εκτίμησης για την άσκηση πολιτικής και σίγουρα ο δικαστής δεν θα πρέπει να υπεισέρχεται σε πολιτικές κρίσεις.
«Ωστόσο, στην περίπτωση των τροπολογιών δεν έχουμε να κάνουμε με την είσοδο του δικαστή σε θέματα πολιτικής, ούτε έχουμε να κάνουμε με τα εσωτερικά θέματα λειτουργίας του κοινοβουλίου, τα λεγόμενα interna corporis, τα οποία παραμένουν μη ελεγκτέα. Αυτό που ζητάμε από τον δικαστή στο θέμα των τροπολογιών είναι ο έλεγχος του περιεχομένου του Συντάγματος και κατά πόσον ο νόμος τυγχάνει εφαρμογής από τα κόμματα. Αυτό δεν είναι ζήτημα πολιτικής, είναι ζήτημα ασφάλειας δικαίου, που συνδέεται άρρηκτα με την έννοια του κράτους δικαίου» αναφέρει ο καθηγητής.
- Κιμ Γιονγκ Ουν: Προειδοποιεί για κίνδυνο πυρηνικού πολέμου
- Ουκρανία: Παρίσι και Λονδίνο υπόσχονται να μην αφήσουν τον Πούτιν να «πετύχει τους σκοπούς του»
- Στα «ΝΕΑ» της Παρασκευής: Μια αλλαγή που ανατρέπει το σκηνικό
- Η βαθμολογία στον όμιλο της Εθνικής μετά την ήττα στο Λονδίνο
- Θα μπουν οι ΗΠΑ στο στόχαστρο των εκδικητών ομολόγων;
- Euroleague: Η βαθμολογία μετά τη νίκη του Ολυμπιακού επί της Μπασκόνια