Στις 19 Μαΐου 1898 έφυγε από τη ζωή ο Ουίλιαμ Γκλάντστοουν (William Ewart Gladstone), εξέχων βρετανός πολιτικός του 19ου αιώνα, με ενεργό συμμετοχή στα κοινά επί εξήντα και πλέον έτη.

Ο Γκλάντστοουν, γνωστός στη χώρα μας ως Γλάδστων (αυτή είναι η εξελληνισμένη μορφή του ονόματός του), διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου (1868-1874, 1880-1885, 1886, 1892-1894) και άλλες τόσες φορές υπουργός Οικονομικών.

Ο γεννημένος στο Λίβερπουλ (29 Δεκεμβρίου 1809) από σκωτσέζους γονείς πολιτικός των Φιλελευθέρων (Liberal Party) διακρίθηκε για τη ρητορική δεινότητά του. Πυλώνες του φιλελεύθερου δόγματος του Γλάδστωνος ήταν η ισότητα ευκαιριών και η απόρριψη του εμπορικού προστατευτισμού.

Ο Γλάδστων, τον οποίον οι υποστηρικτές του συνήθιζαν να αποκαλούν The People’s William ή G.O.M. (Grand Old Man), υπήρξε πέραν των άλλων ένας πραγματικός φιλέλληνας, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του αφενός με το Επτανησιακό (την ένωση των Ιονίων νήσων με την Ελλάδα) και αφετέρου με το Κυπριακό ζήτημα.

Το Δεκέμβριο του 1858 ο Γλάδστων είχε επισκεφθεί τη χώρα μας μαζί με τη σύζυγό του. Στην επίσκεψη αυτήν ήταν αφιερωμένο ένα άρθρο που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 23 Μαΐου 1948, με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από το θάνατο του μεγάλου βρετανού πολιτικού.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.5.1948, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο εν λόγω κείμενο, που έφερε τον τίτλο «Ο Γλάδστων στας Αθήνας», διαβάζουμε μεταξύ άλλων τα εξής:

Ο μεγάλος της Αγγλίας πολιτικός Γουλιέλμος Έβαρτ Γλάδστων δεν ήταν μόνο έξοχος ελληνιστής και ομηριστής, αλλά και αγνός φιλέλλην. Τα πολυάριθμα συγγράμματά του δείχνουν την ελληνομάθειά του και αι πολιτικαί πράξεις του εκδηλώνουν την αγάπη του για την Ελλάδα. Στα 1858, απεσταλμένος στην Επτάνησο, γυρίζοντας στο Λονδίνο, υπέδειξε ότι μόνη λύσις του Επτανησιακού ήταν η ένωση με τη μητέρα Ελλάδα των νησιών του Ιονίου. Κατά το 1878, στο Βερολίνειο Συνέδριο, υπεστήριξε με θέρμη την παραχώρηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου κι’ επέτυχε να μεγαλώση την Ελλάδα χωρίς καμμία θυσία. Στους διωγμούς των Ελλήνων από τους Βουλγάρους υπεστήριξε τον ελληνισμό με ζέση. Φυσικό λοιπόν ήταν, όταν το 1858 ήρθε στην Επτάνησο για να μελετήση το Επτανησιακό ζήτημα, να επωφεληθή της ευκαιρίας για να επισκεφθή την πόλη της Αθήνας. Και στις 5 Δεκεμβρίου 1858 έφτασε στην Αθήνα μαζί με τη γυναίκα του κι’ έμεινε φιλοξενούμενος στο μέγαρο της αγγλικής πρεσβείας, που ήταν τότε στην πλατεία του Κλαυθμώνος.

[…]

Πρώτη του φροντίδα ήταν να επισκεφθή τας αρχαιότητας, ανεβαίνοντας σε προσκύνημα στον ιερό βράχο της Ακροπόλεως. Μαζί με την αρχαία θέλησε να μελετήση και τη νέα Αθήνα και γύρισε πεζός σ’ όλη την πόλη και «εκφράζει τα ευγενέστερα αισθήματα υπέρ των Ελλήνων», όπως λέει η εφημερίς «Αυγή». Στις 7 Δεκεμβρίου 1858 δόθηκε στην αγγλική πρεσβεία δείπνο προς τιμήν του. Την άλλη μέρα, συνοδευόμενος από τον Άγγλο πρέσβη, επισκέφθηκε το βασιλιά Όθωνα, με τον οποίο μίλησε για όλα τα ελληνικά ζητήματα. 

[…]

Δεν είνε απίθανο να συνωμίλησε ο Γλάδστων με τον Όθωνα για το Επτανησιακό ζήτημα. Πάντως ενδιαφέρθηκε και γι’ αυτό στις συνεννοήσεις του στην Αθήνα, όπως φαίνεται από το ακόλουθο απόσπασμα του υπομνήματός του που έστειλε στον Άγγλο υπουργό των Εξωτερικών, όπου γράφει:

«Έλαβα ευκαιρία να μιλήσω με τον πρέσβη μας Ουάις και μερικούς Επτανησίους μορφωμένους, που έδωσαν τη γνώμη των για τις σχέσεις των δύο κρατών (ελληνικού και επτανησιακού). Αποτέλεσμα των συνομιλιών ήταν ότι πείσθηκα για την ορθότητα των πληροφοριών που μου έδωσε ξάστερα ο Ουάις στην κατάσταση της κοινής ελληνικής γνώμης περί ενώσεως».

Στις 9 Δεκεμβρίου, επέτειο των γενεθλίων της βασιλίσσης Αμαλίας, ο Γλάδστων παρευρέθη εις τον τότε μητροπολιτικόν ναόν της Αγίας Ειρήνης και το βράδυ παρεκάθησε στο δείπνο στα Ανάκτορα. […]

Φυσικά ο λόγιος και βιβλιομανής Γλάδστων δεν μπορούσε να παραλείψη και τα βιβλιοπωλεία, και από τας εφημερίδας πληροφορούμεθα ότι πήγε σ’ όλα ανεξαιρέτως τα βιβλιοπωλεία «και ηγόρασε διάφορα βιβλία, ως επί το πλείστον εκκλησιαστικά, ως Κυριακοδρόμιον, Μηναία και λοιπά». […]

Τέλος επεσκέφθη το Πολυτεχνείον και «εθαύμασε ξυλογραφικόν τι έργον του ιερομονάχου Αγαθαγγέλου, όστις διδάσκει την ξυλογραφίαν εις το Πολυτεχνείον. Το έργον είνε αληθώς εξαίσιον, και ως τοιούτον επηνέθη εις τας εκθέσεις Παρισίων και Λονδίνου. Ο Γλάδστων λοιπόν, επιθυμών να τιμήση την ελληνικήν ευφυΐαν, ηρώτησεν αν πωλήται το έργον και ποία η τιμή του. Ο Αγαθάγγελος απήντησεν ότι ειργάσθη τρία έτη επ’ αυτού και ως αμοιβήν των κόπων του εζήτησεν ανά δραχμάς διακοσίας κατά μήνα. Όθεν, προσενεγκών 200 λίρας ο Γλάδστων έλαβε το ελληνικόν προϊόν και ανεχώρησεν» καθώς λέει η εφημερίς «Αυγή».

[…]

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης διηγείται ότι, φεύγοντας για την Κέρκυρα, επισκέφθηκε τους Δελφούς. Ένας κάτοικος τού εκεί χωριού Καστρί, υπέργηρως, που χρησίμευε για οδηγός του, του έδειξε έναν ψηλό απόκρημνο βράχο και του είπε με καμάρι:

– Απ’ αυτή την πέτρα πέταξα στο Εικοσιένα έναν Τούρκο ζωντανό.

– Πώς, είπε ξαφνιασμένος ο πουριτανός Γλάδστων. Δεν είνε δυνατό να το κάματε αυτό!

– Το έκαμα σού λέω… μ’ αυτά εδώ τα χέρια! επέμεινε ο χωριάτης, που δεν καταλάβαινε τη χριστιανική σκέψη του Άγγλου.