[…]

Συνοδεύοντας τώρα την έκδοση μ’ έναν σύντομο πρόλογο, θέλω να ξεχωρίσω την ιδιαίτερη σχέση που με συνδέει με το βιβλίο αυτό. Η πρώτη μου δοκιμή στη μεγάλη πεζογραφική μορφή. Κι έχουν τεθεί εδώ κάποιες βάσεις, πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε μετά η συγγραφική μου δουλειά, έτσι περίπου όπως συνεχίζεται μία και η αυτή ιστορία. Ταξιδεύουν με το βιβλίο αυτό άνθρωποι, πράγματα, στάσεις ζωής που με τον καιρό μπορεί να μεταβάλλονται, αλλάζουν χρόνο, τόπο και μορφές, είναι όμως επί της ουσίας οι ίδιες ανθρώπινες ανάγκες κι επιλογές και ακολουθούνται από τις αρετές και τις ατέλειες με τις οποίες μεγαλώνουμε και δεν είμαστε πάντα σε θέση να πούμε ποιες απ’ αυτές ήταν δικές μας, ποιες του καιρού που ζήσαμε. Συχνά τα ταυτίζουμε αυτά τα δύο και η διπλή τούτη συνείδηση πιάνει στέρεη θέση μέσα στη φύση μας, στον χαρακτήρα μας, γιατί δεν μπορούμε, όσο και ν’ απομακρυνόμαστε, ν’ αποβάλλουμε το αίσθημα του συνομήλικου και του συνυπεύθυνου μ’ εκείνα τα χρόνια που άσκησαν κρίσιμη επιρροή πάνω μας και ουσιαστικά μας διαμόρφωσαν.

Αυτό άλλωστε και εξιστορείται στις «Νύχτες και Αυγές», η διαδικασία, μία από τις πολλές, διαμόρφωσης των νέων ανθρώπων που τους έπεσε ο κλήρος να ζήσουν τα κρίσιμα για τη διάπλασή τους χρόνια μέσα σε γεγονότα και καταστάσεις που περιορίζουν στο ελάχιστο την ελεύθερη επιλογή, είναι στο έπακρο οξυμμένες, ωμές και αναγκαστικές, δίχως ψευδαισθήσεις κι ασφαλιστικές δικλίδες, πάνω τους φέρνουν χαρακτηριστικά που εύκολα δεν προσφέρονται στη μυθιστορηματική ανάπλαση, δεν τιθασεύονται, και η αντίστασή τους μοιραία θ’ αποτυπωθεί στον λογοτεχνικό χειρισμό, γιατί δημιουργούν δύσκολο κλίμα, όσο μάλιστα είμαστε κοντά από πλευράς χρόνου, προσωπικών εμπειριών κι αισθημάτων στις πραγματικές καταστάσεις. Και, ας το επαναλάβω, το βιβλίο μου γράφτηκε κάτω από τον ίσκιο τους και το αδυσώπητο φως τους. Νιώθονταν ακόμα κυρίαρχη η εξάρτηση από το πνεύμα που είχε εκθρέψει ο πόλεμος, οι πόλεμοι για την ακρίβεια, ο Εθνικοαπελευθερωτικός και ο Εμφύλιος. Και το ίδιο ήταν πράξη πολέμου. Όπως και να έχει, θέλω το μυθιστόρημα αυτό να υπάρχει και το κατά δύναμιν να συδαυλίζει τη μνήμη. Γι’ αυτό όταν εξαντλείται φροντίζω να ξαναβγαίνει. Από καιρό σε καιρό θέλω να του ανάβω ένα κερί.


Σ’ έναν πρόλογο αρκούν αυτά για μια γενική ιδέα. Αμέσως μετά, ξυστά δίπλα τους, κυλούν αισθήματα και σκέψεις που έχουν να κάνουν με την εποχή και μέσα στο μυθιστόρημα κι έξω από αυτό. Τα μέσα στο μυθιστόρημα δεν έχουν θέση εδώ στον πρόλογο. Είναι όλα στο βιβλίο. Αλλά για την ιστορική του βάση, ηρωική και τραγική, είναι ακόμα ανάγκη να σκεφτόμαστε, να μιλάμε και να μιλάμε. Ας περιοριστώ να πω ότι όσα και να βρήκαν μπροστά τους εκείνοι οι άνθρωποι, όσο και να δοκιμάστηκαν, διώχτηκαν, συκοφαντήθηκαν, με χίλιους τρόπους αδικήθηκαν ή και οι ίδιοι έσφαλαν κι αδίκησαν, στην εθνική μας συνείδηση η Αντίσταση δεν μπορεί παρά να επιστρέφει –στο πείσμα κάθε αμφισβήτησης– σε μια αδιαφιλονίκητη κι ασυζήτητη αποδοχή, σαν κάτι το φυσικό κι αυτονόητο, όπως είναι η ίδια η ελευθερία, το ριζωμένο αίσθημα που κάνει τους ανθρώπους σε ώρες της πιο μαύρης απελπισίας να ξαναβρίσκουν ο ένας δίπλα στον άλλον την εμπιστοσύνη κι αλληλεγγύη τους κι εκείνη την ανιδιοτέλεια και την ανθρώπινη αθωότητα που μπορεί να οδηγεί τον άνθρωπο σε αληθινά θαύματα. Σ’ αυτό οφείλονται όσα καλά κι άξια έγιναν. Και την ίδια στιγμή μέσα σ’ αυτά ήταν και οι πιθανότητες, η βεβαιότητα ακόμα, για την τραγική έξοδο. Σ’ εκείνες τις αναμετρήσεις που καταλήξανε σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο, ούτε οι δυνατότεροι νικήσανε ούτε οι καλύτεροι, χάσανε οι αθώοι κι αμάθητοι. Κι αποχτήσαμε άλλο ένα παράδειγμα πώς γίνεται όσο αληθινό και ρωμαλέο είναι ένα λαϊκό κίνημα τόσο οι δυνατές και οι ανίσχυρες πλευρές της ομαδικής συνείδησης να σφραγίζουν τη μοίρα του.  

Είναι πολύ συγκεκριμένη αυτή η ιστορία, κολλήσανε όμως πάνω της του κόσμου οι υπερβολές και οι μύθοι και δεν είναι λίγη η επιρροή που άσκησαν, ώστε μια τόσο τίμια και γενναία υπόθεση να καταλήξει στο πολιτικό φιάσκο και στην τραγωδία. Υπάρχει συνέχεια, μια μοιραία μεταστροφή από αυτούς τους μύθους στις κατοπινές εξελίξεις.


Μα δε θέλω έναν πρόλογο στο βιβλίο μου να τον κάνω μελέτη για μια εποχή ανεξάντλητη σε αλήθειες και μη αλήθειες. Απλά ιχνογραφώ κάποιους όρους, μέσα από τους οποίους θα έπρεπε να περνούσε κι ένα μυθιστόρημα για να μπορέσει να αρθεί στο επίπεδο μιας λαϊκής εποποιίας και τραγωδίας. Πάντα όμως κανείς κατορθώνει να τα πει όλα – όσα και όπως πρέπει; Με τις λέξεις που λέμε και γράφουμε πάντα καταφέρνουμε να πούμε όσα και όπως θέλουμε; Νομίζω ότι το μυθιστόρημα που θα ανασυνθέσει εκείνο τον καιρό μ’ έναν πλήρη, ώριμο τρόπο μένει να γραφτεί, η πεζογραφία μάς το οφείλει. Εννοώ τον χρόνο, όσο και την ιδέα και την ψυχολογία που τον διαμόρφωσαν σ’ ένα τόσο σπουδαίο και μεγάλο φαινόμενο, ιστορικό και ανθρώπινο, ψυχικό. Βάρυνε πάνω σ’ όλα η τραγική έκβαση. Οι τραγωδίες που γεννιούνται μες στα ιστορικά γεγονότα κατασταλάζουν σε ατομικό βίωμα μέσα από μακρόχρονη ζύμωση όσο η πληγή κρυώνει και νιώθεται ο ανθρώπινος, ο προσωπικός πόνος. Εκεί ακριβώς και ολοκληρώνεται η τραγωδία…


Έτσι είχε προλογίσει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος την επανέκδοση (από τα Ελληνικά Γράμματα») του πρώτου μυθιστορήματός του Νύχτες και Αυγές το 2000, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του στο εξωτερικό (1961 ο πρώτος τόμος, 1963 ο δεύτερος).

Ο λογοτέχνης Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα στις 26 Μαΐου 1924 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2008.

Σε ηλικία 18 ετών εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων, μετά στην ΕΠΟΝ και αργότερα στο ΚΚΕ.

Στα χρόνια του Εμφυλίου εντάχθηκε στον ΔΣΕ και τραυματίστηκε βαριά. Με το πέρας του Εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας αρχικά στο Βουκουρέστι και ακολούθως (από το 1956) στη Μόσχα. Επαναπατρίστηκε το 1975 μαζί με τη σύζυγό του, την ερευνήτρια της ελληνικής λογοτεχνίας Σόνια Ιλίνσκαγια.

Ο Αλεξανδρόπουλος, εξέχων μελετητής και μεταφραστής της ρωσικής λογοτεχνίας, πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα ενόσω βρισκόταν στη Ρουμανία.

Το συγγραφικό έργο του, στο οποίο αναμειγνύονται η ελληνική και η ρωσική λογοτεχνική και πολιτισμική παράδοση, είναι στενά συνδεδεμένο με τις μεταπολεμικές περιπέτειες του ελληνικού λαού.

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος τιμήθηκε για το συνολικό έργο του με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας το 2001.