«Να μιλάμε, όχι να χτυπάμε»
Η ιστορία του Ζαν-Μπατίστ Τ.
Μια προειδοποίηση: το πρώτο μισό της ιστορίας δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Οχι ότι η ζωή του Ζαν-Μπατίστ Τ. είναι βαρετή ή κοινότοπη, αλλά δεν αφορά τόσο το ευρύ κοινό όσο τον ίδιο και τους οικείους του, άντε και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Την Αμιάν, στην Πικαρδία, στον γαλλικό Βορρά. Εκεί γεννήθηκε ο Ζαν-Μπατίστ πριν από 29 χρόνια, σε μία οικογένεια που μετρούσε ήδη πέντε γενιές σοκολατοποιών, εκεί μεγάλωσε, πριν φύγει για σπουδές στην Ανώτατη Σχολή Τεχνολογικών και Εμπορικών Σπουδών. Στη συνέχεια, πήγε για stage στην Ελβετία, στη Richemond, μία επιχείρηση ειδικευμένη στη βιομηχανία ειδών πολυτελείας, και ιδιαίτερα στα ρολόγια. Μετά την πρακτική άσκηση του προσέφεραν δουλειά, το θεώρησε σπουδαία ευκαιρία, έμεινε για λίγο κι έπειτα αποφάσισε να φύγει για Χονγκ Κονγκ. Εργάστηκε εκεί, αρχικά για τη μάρκα πολυτελών ενδυμάτων Shanghai Tang, κατόπιν για την ωρολογοποιία Jaeger-Le Coultre. Στο Χονγκ Κονγκ γνώρισε και τη μέλλουσα σύζυγό του, μισή Γαλλίδα, μισή ντόπια. Οι γονείς του φαντάστηκαν πως δεν θα επέστρεφε ποτέ.
Το σκέφτηκε και ο ίδιος, να αναλάβει το νέο πόστο που του πρότειναν τέλη του 2018 από την Jaeger-Le Coultre. Αλλά τελικά πήρε τη σύντροφό του και γύρισε στην Αμιάν, προτιμώντας να συμμετάσχει σε αυτή την «ωραία οικογενειακή περιπέτεια» που είχε ξεκινήσει το 1872. Εδωσε έτσι μεγάλη χαρά στον πατέρα του, που ήθελε και να συνεχιστεί η οικογενειακή παράδοση, και να ανανεωθεί η chocolaterie τους, να μπει μέσα η νέα γενιά και να τη βοηθήσει στο αναγκαίο πέρασμά της στο ψηφιακό εμπόριο. Ο Ζαν-Μπατίστ εγκαταστάθηκε μαζί με τη σύζυγό του πάνω από το κατάστημα, σε έναν πεζόδρομο στο κέντρο της πόλης. Τον Απρίλιο του 2021 απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, αγοράκι. Και η ζωή, αυτή η ήρεμη ζωή που διάλεξε ο Ζαν-Μπατίστ, συνεχίστηκε. Μέχρι το βράδυ της 15ης Μαΐου. Οταν μια ομάδα 10 ατόμων τού επιτέθηκε μπροστά στο σπίτι, και τη δουλειά του, και τον ξυλοκόπησε άγρια, αφήνοντάς τον με δύο σπασμένα πλευρά, διαστρέμματα στα δάχτυλα και ένα αιμάτωμα στον εγκέφαλο. Για κανέναν άλλο λόγο πέραν του ότι λέγεται Τρονιέ και είναι μικρανιψιός της Μπριζίτ Μακρόν.
Την εξωραΐσαμε βέβαια λίγο την ιστορία. Γιατί η σοκολατοποιία Jean Trogneux αποτελεί εδώ και χρόνια στόχο ανεγκέφαλων στην Αμιάν. Από τότε που εξελέγη ο Εμανουέλ Μακρόν ακόμη, κάποιοι της έκαναν άτυπο μποϊκοτάζ, λες και τα χρήματα πήγαιναν στην τσέπη του γάλλου προέδρου. Επί Κίτρινων Γιλέκων, είχαν δεχθεί διάφορες απειλές, από χαρτιά που έγραφαν «Μπουμ!» μέχρι πολύ χειρότερα. Οταν κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο αυτή η ανεκδιήγητη συνωμοσιολογική θεωρία που θέλει την Μπριζίτ Μακρόν να γεννήθηκε άνδρας, ως «Ζαν-Μισέλ» και όχι Μπριζίτ Τρονιέ, και να είναι στην πραγματικότητα τρανς, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Και όταν ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που επέβαλε η κυβέρνηση Μακρόν, άρχισαν να ξεφεύγουν.
Οι κατσαρόλες
Μία τέτοια, υποτίθεται αυθόρμητη διαδήλωση διαμαρτυρίας με κατσαρολικά, τις γνωστές «casserolades», πραγματοποιούσαν καμιά 40αριά άτομα στο κέντρο της Αμιάν το βράδυ της 15ης Μαΐου, μετά τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Εμανουέλ Μακρόν στο TF1. Ο Ζαν-Μπατίστ επέστρεφε σπίτι του, κάποιοι τον αναγνώρισαν και σύντομα βρέθηκε κουλουριασμένος στο έδαφος, να δέχεται χτυπήματα, ενώ οι δράστες έβριζαν, όπως θα δήλωνε ο πατέρας του, «τον πρόεδρο, τη σύζυγό του και την οικογένειά μας». Ενας από τους γείτονες που έσπευσαν, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα, είπε στον πατέρα του πως ποτέ δεν είχε ξαναδεί «τόσο μίσος στα μάτια. Νομίζαμε ότι θα τον σκότωναν». Ο Ζαν-Μπατίστ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, έχει πια βγει, αλλά παραμένει σοκαρισμένος. Το βράδυ της επίθεσης, η αστυνομία προχώρησε, χάρη στις κάμερες ασφαλείας, στην προσαγωγή οκτώ ατόμων, τα τέσσερα αφέθηκαν κατόπιν ελεύθερα, μία 17χρονη παραπέμφθηκε στον δικαστή ανηλίκων και οι υπόλοιποι τρεις, ηλικίας 19, 22 και 35 χρόνων, προσήχθησαν προχθές σε δικαστήριο. Είναι όλοι τους γνωστοί στις Αρχές, άνθρωποι περιθωριακοί, καταδικασμένοι ήδη για βιαιότητες. Ζήτησαν χρόνο προκειμένου να απολογηθούν, κρίθηκαν όμως προφυλακιστέοι μέχρι την επόμενη ακρόαση, στις 5 Ιουνίου.
Από την Ακρα Αριστερά μέχρι την Ακρα Δεξιά, δεν υπήρξε στη Γαλλία ούτε ένα κόμμα που να μην καταδικάσει αυτή την επίθεση – μόνο ο Ζαν-Λικ Μελανσόν προσέθεσε τα συνήθη «ναι μεν αλλά» του. Και ούτε ένας σοβαρός αναλυτής που να μην επισημάνει πώς ξεχύνεται το μίσος από τα σόσιαλ μίντια στην πραγματική ζωή, δηλητηριάζοντας μια ολόκληρη κοινωνία, καθιστώντας κοινότοπη τη βία – οι απειλές και επιθέσεις εις βάρος αιρετών έχουν από καιρό πολλαπλασιαστεί. Αυτή η δήλωση που έκανε όμως ο εισαγγελέας της Αμιάν πόσο επίκαιρη ακούγεται και εδώ στην Ελλάδα, παραμονές των εκλογών: «Πρέπει να σταματήσουν επειγόντως αυτοί που από το πρωί ορκίζονται με το χέρι στην καρδιά πως είναι κατά της βίας, αλλά που εδώ και εβδομάδες με διφορούμενες δηλώσεις (…) ανάβουν παντού στη χώρα μας βραδυφλεγείς βόμβες σε άτομα με προσωπικότητες ανεπαρκώς δομημένες ή βίαιες». Και αυτή η κατάληξή του πόσο καίρια: «Στη δημοκρατία πρέπει να μιλάμε, όχι να χτυπάμε». Ούτε να μιλάμε σαν να χτυπάμε. Φτάνει πια.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ
- Ουκρανία: Το κοινοβούλιο αναβάλει τη συνεδρίασή του
- Μπενιαμίν Νετανιάχου: Μίλησε για νέα «δίκη του Ντρέιφους» μετά το ένταλμα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου
- Τρίτο κόμμα με τη βούλα, μίκρυνε η παρεούλα
- Τις ακριβότερες υπηρεσίες υγείας στην περιοχή έχει η Ελλάδα
- Συνταγή: Λαχταριστό κιουνεφέ
- Αθηνά Λινού: Κάνει μήνυση στον Πολάκη – Καταθέτει δεκάδες κούτες με χιλιάδες έγγραφα στην εισαγγελία