Ονορέ ντε Μπαλζάκ: Ο εθισμένος στον καφέ συγγραφέας πρωτοστάτησε στον ρεαλισμό της λογοτεχνίας
Ο Γάλλος συγγραφέας του 19ου αιώνα έπινε πενήντα κούπες καφέ την ημέρα.
- «Είσαι ο διάβολος» – Αντιμέτωποι με τον πατέρα τους οι γιοι της Ζιζέλ Πελικό
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Οι ληστές που έκλεψαν τα πορτρέτα των Ελισάβετ Β' και Μαργκρέτε Β' του Άντι Γουόρχολ τα έκαναν όλα στραβά
- Το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει άλλο πρόσωπο για ΠτΔ αν ο Μητσοτάκης επιλέξει «στενή κομματική επιλογή»
«Δεν υπάρχει μεγάλο ταλέντο χωρίς μεγάλη θέληση».
«Ο χρόνος είναι το μόνο κεφάλαιο των ανθρώπων που η μοναδική τους περιουσία είναι η ευφυΐα τους».
«Οι γυναίκες τα γνωρίζουν όλα από ένστικτο».
Το έργο του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ αποτέλεσε μέρος της θεμελίωσης της ρεαλιστικής παράδοσης στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, με ιδιαίτερη έμφαση στους εξαιρετικά πολύπλοκους χαρακτήρες του, κάτι που ουσιαστικά διαμόρφωσε το σύγχρονο μυθιστόρημα.
Η άκαμπτη δομή του σχολείου
Ο πατέρας του Ονορέ, Μπερνάρ-Φρανσουά Μπαλσά, προερχόταν από μεγάλη οικογένεια της κατώτερης τάξης. Ως νέος, εργάστηκε σκληρά για να ανέβει στην κοινωνική κλίμακα και τελικά τα κατάφερε, εργαζόμενος για τις κυβερνήσεις τόσο του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ όσο και, αργότερα, του Ναπολέοντα.
Άλλαξε το όνομά του σε Φρανσουά Μπαλζάκ για να ακούγεται περισσότερο σαν τους αριστοκράτες με τους οποίους συναναστρεφόταν πλέον, και τελικά παντρεύτηκε την κόρη μιας πλούσιας οικογένειας, την Ανν-Σαρλότ-Λωρ Σαλαμπιέ. Η διαφορά ηλικίας ήταν σημαντική – τριάντα δύο χρόνια – και κανονίστηκε σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη βοήθεια που παρείχε ο Φρανσουά στην οικογένεια. Ποτέ δεν ήταν ερωτικός αυτός ο γάμος.
Παρόλα αυτά, το ζευγάρι απέκτησε πέντε παιδιά. Ο Ονορέ ήταν το μεγαλύτερο που επέζησε της βρεφικής ηλικίας και ήταν πιο κοντά στην ηλικία και την αγάπη της αδελφής του Λορ, που γεννήθηκε ένα χρόνο αργότερα. Ο Ονορέ φοίτησε στο τοπικό γυμνάσιο, αλλά δυσκολεύτηκε με την άκαμπτη δομή του και κατά συνέπεια ήταν κακός μαθητής, ακόμη και όταν επέστρεψε στη φροντίδα της οικογένειάς του και των ιδιωτικών δασκάλων. Μόνο όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης άρχισε να ευδοκιμεί, σπουδάζοντας ιστορία, λογοτεχνία και φιλοσοφία με μερικά από τα μεγαλύτερα μυαλά της εποχής.
Μετά το πανεπιστήμιο, ο Ονορέ ξεκίνησε καριέρα δικηγόρου με τη συμβουλή του πατέρα του. Ήταν έντονα δυσαρεστημένος με τη δουλειά αυτή, αλλά του παρείχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή και να παρατηρήσει ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τα ηθικά διλήμματα που ενυπάρχουν στην άσκηση της δικηγορίας. Η εγκατάλειψη της δικηγορικής του καριέρας προκάλεσε κάποιες διαφωνίες με την οικογένειά του, αλλά ο Ονορέ παρέμεινε σταθερός.
Από τα σκανδαλώδη μυθιστορήματα στην αριστουργηματική γραφή
Ο Ονορέ ξεκίνησε τις απόπειρες λογοτεχνικής καριέρας ως θεατρικός συγγραφέας και στη συνέχεια, με ψευδώνυμο, ως συν-συγγραφέας «potboiler»* μυθιστορημάτων: Γρήγορα γραμμένα, συχνά σκανδαλώδη μυθιστορήματα, το αντίστοιχο των σύγχρονων «trashy» χαρτόδετων βιβλίων.
(*potboiler / βιβλίο, ταινία ή άλλο δημιουργικό έργο που παράγεται αποκλειστικά και μόνο για να εξασφαλίσει ο δημιουργός του τα προς το ζην ικανοποιώντας το λαϊκό γούστο).
Δοκίμασε τις δυνάμεις του στη δημοσιογραφία, σχολιάζοντας την πολιτική και πολιτιστική κατάσταση της μετα-Ναπολεόντειας εποχής στη Γαλλία, και απέτυχε παταγωδώς στο επιχειρηματικό του εγχείρημα όταν προσπάθησε να βγάλει τα προς το ζην ως εκδότης και τυπογράφος.
Σε αυτή τη λογοτεχνική εποχή, δύο συγκεκριμένα υποείδη μυθιστορημάτων ήταν στη μόδα: Τα ιστορικά μυθιστορήματα και τα προσωπικά μυθιστορήματα (δηλαδή εκείνα που αφηγούνται λεπτομερώς τη ζωή ενός συγκεκριμένου προσώπου). Ο Ονορέ αγκάλιασε αυτό το στυλ γραφής, μεταφέροντας τις δικές του εμπειρίες με τους οφειλέτες, την τυπογραφική βιομηχανία και τον νόμο στα μυθιστορήματά του. Η εμπειρία αυτή τον διαφοροποιούσε από τους αστούς μυθιστοριογράφους του παρελθόντος και πολλούς από τους συγχρόνους του, των οποίων η γνώση για άλλους τρόπους ζωής αντλούνταν εξ ολοκλήρου από τις περιγραφές προηγούμενων συγγραφέων.
Δείτε ένα βίντεο αναπαράστασης των συνηθειών του Μπαλζάκ από το το New Yorker
Η Ανθρώπινη Κωμωδία
Το 1829 έγραψε το Les Chouans (Οι Σουάνοι), το πρώτο μυθιστόρημα που δημοσίευσε με το όνομά του. Αυτό θα γινόταν η πρώτη εισαγωγή στο έργο που καθόρισε την καριέρα του: Μια σειρά από αλληλένδετες ιστορίες που απεικονίζουν διάφορες πτυχές της γαλλικής ζωής κατά την περίοδο της Παλινόρθωσης και της Ιουλιανής Μοναρχίας (δηλαδή από το 1815 έως το 1848 περίπου).
Όταν δημοσίευσε το επόμενο μυθιστόρημά του, το El Verdugo (Ελ Βεργούδο), χρησιμοποίησε και πάλι ένα νέο όνομα: Ονορέ Ντε Μπλαζακ, αντί για απλώς «Ονορέ Μπαλζάκ». Το «ντε» χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει ευγενική καταγωγή, οπότε ο Ονορέ το υιοθέτησε για να ενταχθεί καλύτερα στους σεβαστούς κύκλους της κοινωνίας.
Σε πολλά από τα μυθιστορήματα που συνθέτουν το La Comedie Humaine (Η Ανθρώπινη Κωμωδία)*, ο Ονορέ κινήθηκε μεταξύ των σαρωτικών πορτραίτων της γαλλικής κοινωνίας στο σύνολό της και των μικρών, οικείων λεπτομερειών της ατομικότητας.
(*Η Ανθρώπινη Κωμωδία είναι ο τίτλος με τον οποίο ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ συγκέντρωσε σχεδόν το σύνολο του έργου του – έργα ρεαλιστικά, ρομαντικά, κοινωνικά, φανταστικά και φιλοσοφικά – τα οποία έγραψε από το 1829 έως το 1848).
Μεταξύ των πιο επιτυχημένων έργων του ήταν το Η Δούκισσα του Λανζέ, το Ευγενία Γκραντέ και το Ο μπαρμπα-Γκοριό. Τα μυθιστορήματά του κυμαίνονταν σε τεράστια έκταση, από το χιλιάδων σελίδων έπος Οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις μέχρι τη νουβέλα Η Κοπέλα με τα Χρυσά Μάτια.
Τα μυθιστορήματα αυτής της σειράς διακρίνονταν για τον ρεαλισμό τους, ιδίως όσον αφορά τους χαρακτήρες τους. Αντί να γράφει χαρακτήρες που ήταν πρότυπα του καλού ή του κακού, ο Ονορέ απεικόνιζε τους ανθρώπους με πολύ πιο ρεαλιστικό, αποχρωματισμένο φως- ακόμη και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του είχαν διαφορετικές αποχρώσεις. Απέκτησε επίσης φήμη για τις νατουραλιστικές απεικονίσεις του χρόνου και του τόπου, καθώς και για τις ζωηρές αφηγήσεις και τις περίπλοκες σχέσεις του.
Οι συγγραφικές συνήθειες του Ονορέ ήταν το υλικό του θρύλου. Μπορούσε να γράφει για δεκαπέντε ή δεκαέξι ώρες την ημέρα, με άφθονες ποσότητες καφέ για να τροφοδοτεί τη συγκέντρωση και την ενέργειά του. Σε πολλές περιπτώσεις, είχε εμμονή με την τελειοποίηση της παραμικρής λεπτομέρειας, κάνοντας συχνά τη μία αλλαγή μετά την άλλη. Αυτό δεν σταματούσε απαραίτητα ούτε όταν τα βιβλία στέλνονταν στα τυπογραφεία: Ταλαιπώρησε πολλούς τυπογράφους με το να ξαναγράφει και να επεξεργάζεται ακόμα και μετά την αποστολή των δοκιμίων.
Η μεγάλη ερωτική ιστορία του Ονορέ
Παρά την εμμονική εργασιακή του ζωή, ο Ονορέ κατάφερε να έχει μια ακμάζουσα κοινωνική ζωή. Ήταν δημοφιλής στους κοσμικούς κύκλους για την αφηγηματική του δεινότητα, και μετρούσε μεταξύ των γνωριμιών του και άλλες διάσημες προσωπικότητες της εποχής του -μεταξύ των οποίων και ο συνάδελφός του μυθιστοριογράφος Βίκτωρ Ουγκώ. Ο πρώτος του έρωτας ήταν η Μαρία Ντυ Φρεσνέ, μια συνάδελφος συγγραφέας που ήταν δυστυχώς παντρεμένη με έναν πολύ μεγαλύτερό της άνδρα. Το 1834 γέννησε την κόρη του Ονορέ, τη Μαρία-Καρολίνα Ντυ Φρεσνέ. Είχε επίσης μια προηγούμενη ερωμένη, μια ηλικιωμένη γυναίκα με το όνομα Μαντάμ ντε Μπερνί, η οποία τον είχε σώσει από την οικονομική καταστροφή πριν από τη μυθιστορηματική του επιτυχία.
Η μεγάλη ερωτική ιστορία του Ονορέ, όμως, ξεκίνησε με έναν τρόπο που μοιάζει σαν να προέρχεται από μυθιστόρημα. Το 1832 έλαβε μια ανώνυμη επιστολή που επέκρινε τις κυνικές απεικονίσεις της πίστης και των γυναικών σε ένα από τα μυθιστορήματά του. Ως απάντηση, δημοσίευσε μια αγγελία σε μια εφημερίδα για να προσελκύσει την προσοχή του αποστολέα, και το ζευγάρι ξεκίνησε μια αλληλογραφία που διήρκεσε δεκαπέντε χρόνια. Το πρόσωπο στην άλλη πλευρά αυτών των επιστολών ήταν η Εγουελίνα Χάνσκα, μια Πολωνή κόμισσα. Ο Ονορέ και η Εγουελίνα ήταν και οι δύο εξαιρετικά ευφυείς, παθιασμένοι άνθρωποι, και οι επιστολές τους ήταν γεμάτες από τέτοια θέματα. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά αυτοπροσώπως το 1833.
Ο πολύ μεγαλύτερος σύζυγός της πέθανε το 1841 και ο Ονορέ το 1843 ταξίδεψε στην Αγία Πετρούπολη, όπου αυτή διέμενε, για να τη συναντήσει ξανά. Επειδή και οι δύο είχαν περίπλοκα οικονομικά και η οικογένεια της Εγουελίνας δεν εμπιστευόταν τον Ρώσο τσάρο, δεν μπόρεσαν να παντρευτούν μέχρι το 1850, οπότε και οι δύο αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας. Ο Ονορέ δεν απέκτησε παιδιά με την Εγουελίνα, αν και ήταν πατέρας παιδιών από άλλες προηγούμενες σχέσεις.
Πίστη στο ανθρώπινο πνεύμα
Ο Ονορέ απόλαυσε τον γάμο του με την Εγουελίνα μόνο για λίγους μήνες πριν αρρωστήσει. Η μητέρα του έφτασε εγκαίρως για να τον αποχαιρετήσει και ο φίλος του Βίκτωρ Ουγκώ τον επισκέφθηκε την ημέρα πριν από τον θάνατό του. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ πέθανε ήσυχα στις 18 Αυγούστου 1850. Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο Περ Λασαίζ στο Παρίσι, και ένα άγαλμά του, το Μνημείο Μπαλζάκ, βρίσκεται σε μια κοντινή διασταύρωση.
Η μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ ήταν η χρήση του ρεαλισμού στο μυθιστόρημα. Η δομή των μυθιστορημάτων του, στην οποία η πλοκή παρουσιάζεται με διαδοχική σειρά από έναν παντογνώστη αφηγητή και το ένα γεγονός προκαλεί το άλλο, άσκησε επιρροή σε πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς. Οι μελετητές της λογοτεχνίας έχουν επίσης επικεντρωθεί στη διερεύνηση των δεσμών μεταξύ της κοινωνικής θέσης και της ανάπτυξης των χαρακτήρων, καθώς και στην πίστη του στη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος που διατηρείται μέχρι σήμερα.
*Γεννήθηκε: 20 Μαΐου 1799 στην Τουρ, Γαλλία / Πέθανε: 18 Αυγούστου 1850 στο Παρίσι, Γαλλία
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις