Αλέξανδρος Αργυρίου: Περί κριτικής
Η κριτική συνιστά τον διάμεσο μεταξύ λογοτεχνικού κειμένου και αναγνώστη, τον όρο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στη γραφή και την ανάγνωση
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- Τυχερά μου Χριστούγεννα: Για αυτά τα τρία ζώδια οι γιορτές θα είναι μέλι
Η κριτική ως ιστορία
Διαβάζω ξανά τα κείμενα του Αλέξανδρου Αργυρίου (προλόγους ή μεγάλες εισαγωγές σε ανθολογίες, άρθρα σε περιοδικά ή βιβλιοκρισίες σε εφημερίδες) και σκέφτομαι και τις τρεις διαστάσεις της κριτικής του δραστηριότητας, όπως διαμορφώθηκε στα ελληνικά γράμματα από τη δεκαετία του ’40 μέχρι και σήμερα – εξήντα κοντά χρόνια. Μιλώ για τη βιβλιοκριτική, τη φιλολογική και την ιστορική διάσταση, που είτε ανακύπτουν ξεχωριστά, σε διάφορες φάσεις του έργου του, ανάλογα με το εκάστοτε μεμονωμένο αντικείμενο, είτε συνυπάρχουν και συλλειτουργούν, σε έρευνες και μελέτες του οι οποίες απαιτούν συνθετική εργασία.
Ως προς τη βιβλιοκριτική διάσταση μού φαίνεται, μη όντας φιλόλογος, μάλλον πρόωρο να κάνω συστηματικές παρατηρήσεις, με δεδομένο ότι ο Αργυρίου έχει μέχρι στιγμής αφήσει τον μεγαλύτερο όγκο των βιβλιοκρισιών του έξω από τις συγκεντρωτικές του εκδόσεις. Όσο, πάντως, προκύπτει απ’ αυτές, όποτε παρακολούθησε για κάποιο (μικρότερο ή μεγαλύτερο) χρονικό διάστημα εκ του σύνεγγυς την εκδοτική επικαιρότητα, καλύπτοντας εν τη γενέσει τους τα λογοτεχνικά φαινόμενα, δεν αμέλησε να βρει τρόπους για να επισημάνει και να υποδείξει τις καίριες τάσεις της γενιάς του, καθώς και τις μεταβολές που επέφεραν στο προγενέστερο «παράδειγμα» της ποίησης ή της πεζογραφίας.
Βιάζομαι να περάσω στη φιλολογική διάσταση, την οποία θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινίσω πώς εννοώ. Όποτε ο Αργυρίου αναλαμβάνει να παίξει τον ρόλο του φιλολόγου, διατηρεί στο ακέραιο την ιδιότητα του κριτικού: δεν περιμένει να σιτέψουν τα λογοτεχνικά έργα, για να ασχοληθεί εκ του ασφαλούς μαζί τους, ούτε σπεύδει να εφαρμόσει στο σώμα τους προαποφασισμένα θεωρητικά ή ερευνητικά σχήματα. Η φιλολογία στις προσεγγίσεις του σημαίνει απλώς τη συγκρότηση καθαρών (να πω εντελών;) προϋποθέσεων για την άσκηση της κριτικής. […]
Αν οι τελευταίες μου αυτές παρατηρήσεις ισχύουν, τότε μας πηγαίνουν αμέσως στην ιστορική διάσταση της κριτικής σκέψης του Αργυρίου, που αποτελεί, πιστεύω, και τον σημαντικότερο –τον πιο αποφασιστικό– παράγοντα της δουλειάς του. Είδαμε κιόλας πως η φιλολογική οργάνωση και κατάταξη του υλικού του τον οδηγεί σε θεωρήσεις που αναφέρονται σε μεγάλες χρονικές κλίμακες· κλίμακες με πλήρως αναπτυγμένη την εσωτερική τους κυκλοφορία και αδρά περιγεγραμμένη την εξωτερική τους συνάφεια. Και στο σημείο αυτό, στη διελκυστίνδα εσωτερικού και εξωτερικού, η ιστορία λαμβάνει για τον Αργυρίου διττή σημασία: είναι ακέραιη ιστορία της λογοτεχνίας (τα νεοελληνικά γράμματα στην εσωτερική τους λογική και διάρθρωση μέσα στον χρόνο – διαδοχή γενεών, επιδράσεις ελληνικές και ξένες, ποικίλες επιστροφές στο παρελθόν), αλλά και ιστορία της λογοτεχνίας σε σχέση με την πολιτική και την κοινωνική ιστορία (τα νεοελληνικά γράμματα στην εξωτερική τροχιά τους, κατά μήκος των γεγονότων που καθόρισαν το πνεύμα του συλλογικού περιβάλλοντος).
Μιλώντας για ακέραιη ιστορία της λογοτεχνίας δεν θα πρέπει να φανταστούμε ένα έτοιμο corpus, με τα κεφάλαιά του «στρογγυλά» και σε ευθεία σειρά τοποθετημένα, αλλά έναν πολλαπλής μορφολογίας (γεωφυσικό, γεωπολιτικό και αστικό, αν μπορώ να το πω έτσι) χάρτη, που συντάσσεται ξανά και ξανά, άλλοτε σε μεγαλύτερη και άλλοτε σε μικρότερη έκταση, με λιγότερες ή περισσότερες γραμμές κάθε φορά, μένοντας ως το τέλος «ανοιχτός», και με τη δυνατότητα νέων πάντοτε χαράξεων. […]
Το εγελιανό «πνεύμα της εποχής» συνέχει απ’ άκρου εις άκρον την πολιτική και την κοινωνική ιστορία της λογοτεχνίας στα κριτικά κείμενα του Αργυρίου: όταν εξετάζει τους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 εν σχέσει προς «το πρόβλημα του ανθρώπου και της πολιτείας» […]· όταν εντοπίζει την κοινή μοίρα παρόντος και παρελθόντος στον Σεφέρη, με το παρόν να φορτίζεται σφόδρα από το παρελθόν […]· όταν παρακολουθεί τη μεταπολεμική πεζογραφία ως σύνθεση μαρτυρίας και φαντασίας, που παράγει Ιστορία, διαχωρίζοντας σαφώς τη θέση της από το αστικό μυθιστόρημα των παλαιοτέρων […]· και, τέλος, όταν συσχετίζει ανοιχτά την πύκνωση ή την ένταση των πολιτικών εξελίξεων με τη λογοτεχνία […].
Ιστορία της λογοτεχνίας, λοιπόν, τόσο στην πολιτική και κοινωνική προβολή της όσο και στον αυτοδύναμο σκελετό της – τον σκελετό της αλληλοδιαπλοκής των μορφών και των εκφραστικών της τάσεων. Ιστορία της λογοτεχνίας, όμως, και υπό μια άλλη έννοια, που συμπληρώνει τον ιστορικό λόγο του Αργυρίου, διευρύνοντάς τον προς ένα πεδίο που μόνο τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να συζητιέται πιο μεθοδικά στα καθ’ ημάς. Αναφέρομαι στο πεδίο της πρόσληψης, το οποίο επανέρχεται πολύ συχνά στα γραπτά του Αργυρίου, μολονότι ο ίδιος αποφεύγει να το κατονομάσει ρητά. Τι μας λέει, ωστόσο, ακριβώς επ’ αυτού ο κριτικός; Ότι για να καταλάβουμε τη λογοτεχνία σ’ ένα διεσταλμένο χρονικό τόξο χρειάζεται να υπολογίσουμε δύο ακόμη (πέραν της πολιτικής και της κοινωνίας) εξωτερικούς παράγοντες: την υποδοχή της από τους κριτικούς και την υποδοχή της από τους αναγνώστες. Ο Αργυρίου συμπεριλαμβάνει πάντα στις ομαδικές (αλλά και στις επιμέρους) αποτιμήσεις του τον αντίκτυπο που έχουν οι λογοτεχνικές περίοδοι τις οποίες μελετά στην κριτική, δείχνοντας την αμφίστομη επαφή –υπό τύπον συγκοινωνούντων δοχείων– πομπού και δέκτη.
Ξέρουμε, εντούτοις, πως η κριτική συνιστά διάμεσο· τον διάμεσο μεταξύ λογοτεχνικού κειμένου και αναγνώστη, τον όρο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στη γραφή και την ανάγνωση – και ο Αργυρίου παρατηρεί με έμφαση ότι αν η λογοτεχνία συγκροτεί μιαν ανά-γνωση (αναπαράσταση) της πραγματικότητας, τότε κι ο αναγνώστης αναλαμβάνει με τη σειρά του κάτι ομόλογο: να αποδελτιώσει –δηλαδή να διαγνώσει– την πραγματικότητα της λογοτεχνικής φαντασίας. Και στο δίπολο αυτό, η ιστορική κίνηση μπαίνει ξανά στο παιχνίδι, εφόσον ο αναγνώστης διαβάζοντας τη λογοτεχνία των χρόνων του δεν μπορεί παρά να της θέσει τα ερωτήματα που προκαλεί η προσωπική του εμπειρία σε συσχετισμό με την εμπειρία του συλλογικού υποκειμένου – την εμπειρία δεδομένου τόπου και χρόνου υπό δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις. Και μοίρα του επαγγέλματος του κριτικού, για να επανέλθω στον Αλέξανδρο Αργυρίου και σε ό,τι έπραξε στη μακρόχρονη συγγραφική του καριέρα, είναι να μετακινείται αδιάκοπα ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, όπως συμπλέκονται αξεδιάλυτα στη λογοτεχνία, αλλά και σε όλων των ειδών τις αναγνωστικές διαθέσεις.
*Εξαίρετο κείμενο του κριτικού λογοτεχνίας, δοκιμιογράφου και μελετητή της ελληνικής πεζογραφίας Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για τον Αλέξανδρο Αργυρίου. Το εν λόγω κείμενο είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» το 1998, στο τεύχος (υπ’ αριθμόν 84, Ιούνιος-Σεπτέμβριος) που ήταν αφιερωμένο στον κριτικό και ιστορικό της λογοτεχνίας Αλέξανδρο Αργυρίου.
Ο Αλέξανδρος Αργυρίου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Κουμπή) κατάφερε να αφήσει το ευκρινές αποτύπωμά του στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων, στο πεδίο της μελέτης της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Υπήρξε ο δημιουργός της οκτάτομης Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που αποτελεί βασικό βοήθημα για τη σπουδή των ελληνικών γραμμάτων.
Το 1998 ο Αργυρίου τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα.
Ο γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου Αργυρίου έφυγε από τη ζωή στις 22 Μαΐου 2009, σε ηλικία 88 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις