Πέντε άρθρα που θεωρώ ότι είναι δυνατόν να συμβάλουν μέχρις ενός βαθμού στην ερμηνεία του εντυπωσιακού εκλογικού αποτελέσματος της Κυριακής, στην αποκωδικοποίηση του μηνύματος που έστειλε η ελληνική κοινωνία με ηχηρό τρόπο.

Τα τέσσερα πρώτα είναι του υπογράφοντος: τα δύο γραμμένα κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής περιόδου, τα άλλα δύο στην προεκλογική περίοδο του Μαΐου του 2019, πριν από τέσσερα ολόκληρα χρόνια.

Το πέμπτο, το πλέον ενδιαφέρον ίσως, δημοσιεύτηκε μόλις χθες στο διαδικτυακό τόπο της «Αυγής».


I

«Μάλλον αυτό περιγράφει λίγο αυτό που ονομάζουμε κυβερνήσεις-κουρελού, δηλαδή να κλέψει κάποιους βουλευτές από άλλα κόμματα και το προαναγγέλλει μάλιστα. Αυτά συνήθως δεν προαναγγέλλονται. Ε, νομίζω αντιλαμβάνεστε […] ότι αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει όρο και προϋπόθεση για μια κυβέρνηση βιώσιμη και μακράς πνοής. Μπορεί η οικογένεια Μητσοτάκη να έχει μακρά εμπειρία σε αποστασίες και μακρά παράδοση, αλλά νομίζω ότι δεν είναι αυτό που αρμόζει…»

Αυτή ήταν μια από τις προχθεσινές τοποθετήσεις του Αλέξη Τσίπρα στο Συνέδριο με τίτλο «Για μια Προοδευτική Ατζέντα της Επόμενης Δεκαετίας: Στόχοι – Προτεραιότητες – Πολιτικές», που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ENA).

Ειδικότερα, ήταν η απάντησή του σε ερώτημα που του έθεσε η δημοσιογράφος Δώρα Αναγνωστοπούλου με αφορμή προηγηθείσα δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, λίγο νωρίτερα την ίδια ημέρα. Εν ολίγοις, ο νυν πρωθυπουργός, ενόψει των επικείμενων εκλογών, είχε αναφερθεί στη δυνατότητα —μήπως και στην αναγκαιότητα;— σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων από κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που θα προέρχονται μεν από ένα μόνο κόμμα, αλλά όχι και από ένα μόνο χρώμα.

Η δημοσιογράφος, αφού αναρωτήθηκε εάν η συγκεκριμένη δήλωση Μητσοτάκη συνιστά ενδεχομένως ένα κάλεσμα για συνεργασίες ή για μεταγραφές, ζήτησε την άποψη του Αλέξη Τσίπρα.

Ο τέως πρωθυπουργός αντέδρασε κάνοντας λόγο για κυβέρνηση-κουρελού, για κλοπή βουλευτών και για αποστασίες, προσθέτοντας, εν είδει ευφυολογήματος, ότι η οικογένεια Μητσοτάκη έχει πείρα του πράγματος.

Δεν έχει νόημα, πιστεύω, να σχολιάσει κανείς το αβάσιμο του πολιτικού συμπεράσματος ή το παντελώς απαράδεκτο της οικογενειακής συσχέτισης. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι τα ανωτέρω δεν αρμόζουν σε έναν πολιτικό που αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικός και βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι ηγείται της «δημοκρατικής παράταξης» στον τόπο μας.

Αυτό που έχει νόημα είναι να δούμε το πώς ένα φωτεινό μυαλό της Αριστεράς, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, προσέγγιζε ήδη από το 1989 το ζήτημα της (δήθεν) προοδευτικότητας και της περίφημης διαχωριστικής γραμμής μεταξύ συντήρησης και προόδου στον τόπο μας (άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα», 9/7/1989):

Η διαχωριστική γραμμή δεξιάς – αριστεράς ή συντήρησης – προόδου δεν τοποθετείται αυτονόητα εκεί που θέλει ο καθένας που δηλώνει αριστερός ή δεξιός, συντηρητικός ή προοδευτικός. Το πώς διαπερνά η γραμμή αυτή κάθε φορά το πολιτικό πεδίο, όπου όλοι τελικά κινούμεθα, κρίνεται συγκεκριμένα, αναλυτικά και κυρίως όχι από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του παιχνιδιού και εν πάση περιπτώσει όχι μόνο από αυτούς και ασφαλώς όχι μόνο με δήλωσή τους εφ’ απλού χάρτου…

Η κατάταξη τού οποιουδήποτε σ’ αυτό ή εκείνο το «στρατόπεδο» (τι φριχτή αναλογία!) δεν είναι κεκτημένο εσαεί δικαίωμα ή καθήκον! Και η Ιστορία βρίθει παραδειγμάτων συντηρητικών προοδευτικών και αντιστρόφως […].

Η φύση και τα χαρακτηριστικά της διαχωριστικής γραμμής δεν καθορίζονται αυθαίρετα και μονόπλευρα από όποιον θέλει να την επικαλείται. Και εν πάση περιπτώσει οι ισχυρισμοί του υπόκεινται σε έλεγχο και κριτική κάτω από το φως της πρακτικής και σε σύγκριση με τις προκλήσεις και τις εγκλήσεις της συγκεκριμένης πραγματικότητας.

[…]

Αυτή η γραμμή, μας λένε, είναι ανυπέρβλητη, απαγορεύει συνεργασίες κάθε είδους ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τοποθετηθεί από τη μία και την άλλη μεριά της, επιτρέπει μόνο (δηλαδή επιβάλλει — και ιδού και το ιδιοτελές της στοιχείο) συνεργασίες στο εσωτερικό του καθενός από τα δύο στρατόπεδα. Όποιος μολαταύτα επιχειρήσει την οποιαδήποτε συνεργασία οποιουδήποτε είδους με τους «απέναντι», στην ουσία γίνεται από προοδευτικός συντηρητικός (και πολύ χειρότερα πράγματα…)

Αν όμως κάποιος από τη συντήρηση συνεργασθεί με κάποιον από την πρόοδο, αυτός τώρα τι γίνεται; Σύμφωνα με την απλοϊκή ανάλυση που συζητάμε, γίνεται αναμφισβήτητα προοδευτικός. Και τότε ο προοδευτικός που συνεργάζεται μαζί του παραμένει προοδευτικός…

[…]

Μόνο η συζήτηση επί της ουσίας, τελικά, μπορεί να μας απαλλάξει από τις παγίδες και τα «αδιέξοδα» τέτοιων συλλογισμών, οι οποίοι πέρα από την προφανή ιδιοτέλειά τους αποδεικνύονται πια χωρίς ανθεκτικότητα απέναντι σε στοιχειώδη, έστω, λογική, πολιτική και ιστορική ανάλυση.

*Άρθρο δημοσιευθέν στις Απόψεις του in στις 29 Μαρτίου 2023 (τίτλος: Δηλώσεις εφ’ απλού χάρτου).


II

Σε σχετική ερώτηση που της τέθηκε από το συνάδελφο Δημήτρη Μανιάτη, στο πλαίσιο συνέντευξης που δημοσιεύτηκε χθες στο in, η δημοσιογράφος και υποψήφια βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στο Βόρειο Τομέα Αθηνών Αννέτα Καββαδία απάντησε ως εξής:

«Η διαίρεση Αριστεράς – Δεξιάς, όσες μεταμορφώσεις και αν έχει υποστεί ή θα υποστεί στο μέλλον, δεν θα πάψει να υπάρχει. Είναι μια διαιρετική τομή ανάμεσα σε δύο αντιλήψεις που δύσκολα συντίθενται. Από τη μια είναι η αντίληψη του ατομικού, της προσωπικής επιτυχίας με κάθε κόστος, πατώντας επί πτωμάτων χωρίς ενδοιασμούς, με τους κοινωνικούς Καιάδες ανοιχτούς – για τους άλλους και όχι φυσικά για τους εμπνευστές τους. Από την άλλη, είναι η προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης από όσους και όσες δεν βλέπουν την κοινωνία σαν ζούγκλα ή που μάλλον θέλουν να διορθώσουν τη ζούγκλα που οι άλλοι θεωρούν κανονικότητα. Η αριστερή αντίληψη είναι η μόνη που μπορεί να προσφέρει υψηλής ποιότητας υγεία, παιδεία, κοινωνική πρόνοια, περιβαλλοντική ισορροπία, πρόσβαση σε δημόσια αγαθά όπως το νερό και η ενέργεια, ασφάλεια σε όλους τους πολίτες. Η δεξιά αντίληψη προσφέρει όλα τα παραπάνω μόνο στις ελίτ και στους γόνους των ελίτ. Μιλάω φυσικά σχηματικά, γιατί το θέμα είναι πολύ ευρύ».

Αυτά, λοιπόν, από ένα μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, του πολιτικού σχηματισμού που φιλοδοξεί να αποτελέσει —βάσει των εξαγγελιών του Αλέξη Τσίπρα— τον κορμό μιας προοδευτικής κυβέρνησης μακράς πνοής.

Το να αντιπαρέλθει κανείς τις αυθαίρετες κρίσεις, τις αβάσιμες γενικεύσεις και τις φραστικές κενολογίες που περιλαμβάνονται στα ανωτέρω δεν είναι κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, αρκεί ασφαλώς να μη φορά ιδεολογικές παρωπίδες.

Το να μιλήσει κανείς με ευθυκρισία και πειστικότητα επί της ουσίας του θέματος είναι σαφώς πολύ δυσκολότερο. Το είχε πράξει προ πολλών ετών ο Νίκος Μουζέλης, ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας του London School of Economics, σε άρθρο του που έφερε τον τίτλο «Τι σημαίνει σήμερα Αριστερά» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» (29/4/1990). Έγραφε εκεί ο Μουζέλης, μεταξύ πολλών άλλων, και τα εξής:

[…] Αν στρέψει κανείς την προσοχή του από τα ακραία παραδείγματα που ανέφερα πιο πάνω σε τυπικά κινήματα και καθεστώτα του σύγχρονου κόσμου, αυτά χαρακτηρίζονται από πολύπλοκα μείγματα «αριστερών» και «δεξιών» στοιχείων, πράγμα που υποδηλώνει πως η εξάπλωση κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας δεν πραγματοποιείται σχεδόν ποτέ κατά έναν συνεχή, γραμμικό, ανοδικό τρόπο, αλλά ακολουθεί μια τροχιά γεμάτη ασυμμετρίες, οπισθοδρομήσεις κ.λπ. Ακριβώς δε επειδή οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από τέτοιου είδους ανομοιογένειες και αντιφάσεις στο επίπεδο της εξάπλωσης βασικών δικαιωμάτων, πολλές φορές είναι δύσκολο να χρησιμοποιήσει κανείς τους όρους Αριστερά/Δεξιά για να προσδιορίσει ορισμένα κινήματα ή καθεστώτα στο σύνολό τους.

[…]

Αν με την Αριστερά εννοούμε μια ιδεολογία και ένα κίνημα που πιστεύει στην ισχυρότερη θεσμοποίηση και παραπέρα εξάπλωση οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στην πλειοψηφία των πολιτών ενός κράτους-έθνους, ο ρόλος ενός τέτοιου κινήματος είναι να καταπολεμήσει την ιδεολογική συσκότιση και να δείξει πως εκτός απ’ τον θατσερικό φιλελευθερισμό υπάρχει και μια άλλη λύση στα βασικά προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών – μια λύση που βασίζεται στο κράτος πρόνοιας, στον βαθύ εκδημοκρατισμό όλων των κοινωνικών χώρων και στον ευέλικτο και αποτελεσματικό κρατικό παρεμβατισμό (από θέματα όπως το περιβάλλον, η υγεία και η παιδεία μέχρι την τεχνολογική έρευνα, την ανάπτυξη οικονομικής υποδομής και την υποστήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας). Μια τέτοια «αριστερή» λύση βασίζεται στην πεποίθηση πως ούτε ο κρατισμός με τη μορφή του μαρξιστικού – λενινιστικού σχεδιασμού ούτε η τυφλή πίστη στους μηχανισμούς της αγοράς οδηγούν στον πολιτισμένο βίο.

Η θεώρηση της Αριστεράς που προσπάθησα ν’ αναπτύξω πιο πάνω μπορεί να συμβάλει στο ν’ απαγκιστρωθεί η ελληνική Αριστερά από τους συχνά στείρους και φορμαλιστικούς προβληματισμούς που την χαρακτήριζαν κατά την τελευταία δεκαετία (είτε τους προβληματισμούς της παρελθοντολογίας γύρω από τον εμφύλιο και τη χούντα, είτε τις τριτοκοσμικές δαιμονολογίες γύρω από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, το ΝΑΤΟ, το ξένο κεφάλαιο κ.λπ.). Είναι καιρός η ελληνική Αριστερά να ξεχωρίσει τη φόρμα από την ουσία, τα σλόγκαν και τις ταμπέλες από τη σοβαρή και επίπονη προσπάθεια για την καλυτέρευση της ζωής του κοινού ανθρώπου. Είναι καιρός η Αριστερά να συνειδητοποιήσει πως η πραγματική της αποστολή σήμερα, όπως και πριν από διακόσια χρόνια, είναι ένα είδος εκσυγχρονισμού που να συνδέεται άρρητα με ένα σφαιρικό και σε βάθος εκδημοκρατισμό: δηλαδή με την εξάπλωση οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων σ’ όλους τους πολίτες του κράτους-έθνους.

*Άρθρο δημοσιευθέν στις Απόψεις του in στις 18 Μαΐου 2023 (τίτλος: Επί της ουσίας).


III

Αποσπάσματα από τη χθεσινή ομιλία του πρωθυπουργού στο Αιγάλεω:

«Ο κύριος Μητσοτάκης […] είναι συνεπής με τα συμφέροντα της τάξης του. Με τον κόσμο που θέλει να εκπροσωπεί.

[…] Έχει μια πολύ σαφή θέση στο μυαλό του για το ποια είναι η θέση και ο προορισμός του καθενός σε αυτή τη κοινωνία, σε αυτή τη χώρα. Έχει σαφή αντίθεση με την ίδια την ιδέα της κοινωνικής κινητικότητας, που αποτέλεσε το υπόβαθρο της συλλογικής προόδου για την ελληνική κοινωνία από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

Γιατί η Ελλάδα που βρήκε ξανά περπατησιά και όρθωσε ξανά το ανάστημά της μετά τα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου δεν ήταν δημιούργημα της αριστοκρατίας και των ελίτ της. Η Ελλάδα αναγεννήθηκε από τα παιδιά των αγροτών στη Λάρισα που έγιναν γιατροί. Από τα παιδιά των κτηνοτρόφων στην Ήπειρο που έγιναν μηχανικοί. Από τα παιδιά των μεροκαματιάρηδων στο Περιστέρι που έγιναν δικηγόροι. Από τα παιδιά των λιμενεργατών του Πειραιά που έγιναν επιστήμονες. Έτσι αναστήθηκε η Ελλάδα. Αυτό ήταν το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ένα κοινωνικό συμβόλαιο που δεν έσπασε ποτέ και δεν θα σπάσει ούτε τώρα από τη νεοφιλελεύθερη μανία αυτών που τους λείπει η εξουσία, από την αλαζονεία τους που έρχονται θεωρώντας ότι έχουν νικήσει πριν στηθεί η κάλπη.

[…] Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται η διαφορά μας. Ο δικός μας ο κόσμος, η Ελλάδα των πολλών, που αποκαθιστά αδικίες, επουλώνει τις πληγές της κρίσης, που στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις.

[…] Και η Ελλάδα αυτή, η Ελλάδα των πολλών έχει πολλά πρόσωπα. Έχει τα πρόσωπα των ανθρώπων της. Του ψυκτικού αλλά και του γιατρού από το Περιστέρι. Της φοιτήτριας αλλά και του συνταξιούχου από το Αιγάλεω. Του εργάτη αλλά και του δικηγόρου από το Καματερό. Της πωλήτριας αλλά και της καθηγήτριας από τα Λιόσια. Του καταστηματάρχη αλλά και του δασκάλου από την Πετρούπολη. Της νοσοκόμας αλλά και της αρχιτεκτόνισσας από την Αγιά Βαρβάρα.

Αυτοί είναι ο δικός μας κόσμος. Είναι ο κόσμος των πολλών. Αυτοί είναι οι πολλοί που έβαλαν πλάτη στα χρόνια της κρίσης για να μπορέσει η Ελλάδα να σταθεί ξανά στα πόδια της. Αυτοί θα είναι και οι πρωταγωνιστές της Ελλάδας της νέας εποχής που χτίζουμε μέρα με τη μέρα.

Το μέλλον ανήκει στον κόσμο της δουλειάς. Στον κόσμο του μόχθου, στον κόσμο της δημιουργίας, και αυτός ο κόσμος, είτε ψήφιζε αριστερά είτε και δεξιά παλιότερα, έχει καταλάβει ποιοι είναι με το συμφέρον του και έχει καταλάβει με ποιους θα γείρει σε αυτή την κάλπη στις 26 του Μάη».

Αγαπητέ κύριε πρωθυπουργέ, αξιότιμε Αλέξη Τσίπρα, για πολλοστή φορά σφάλλετε, διαστρέφετε την πραγματικότητα και πλανάσθε πλάνην οικτράν.

Σφάλλετε, διότι η θέση σας επιτάσσει να είστε πρωθυπουργός όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων, και όχι απλώς των πολλών, του δικού σας κόσμου, όπως τον περιγράφετε με ενάργεια. Αυτό είναι το χρέος σας και σήμερα και αύριο, εάν ασφαλώς επανεκλεγείτε.

Διαστρέφετε την πραγματικότητα, διότι το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολεμικής Ελλάδας στο οποίο αναφερθήκατε υπογράφτηκε από όλους τους Έλληνες και όχι μόνον από εκείνους που εσείς θεωρείτε ότι εκπροσωπείτε. Η Ελλάδα αναγεννήθηκε όντως από τα παιδιά των αγροτών, των κτηνοτρόφων, των μεροκαματιάρηδων και των λιμενεργατών, που σπούδασαν και πρόκοψαν. Αναγεννήθηκε, όμως, και από τους ίδιους τους επιχειρηματίες, τους επιστήμονες και τους εμπόρους της αστικής τάξης, από τους εργολάβους, τους βιομηχάνους και τους εφοπλιστές που έδωσαν δουλειές και ευκαιρίες στα λαϊκά στρώματα, ακόμη και από την ελίτ της κοινωνίας που προτίμησε να ζήσει και να δημιουργήσει στην εντός των συνόρων χώρα.

Πλανάσθε πλάνην οικτράν, διότι πιστεύετε ότι ο κόσμος της δουλειάς, ο κόσμος του μόχθου και της δημιουργίας, κοιτάζοντας το συμφέρον του, θα σταθεί στο πλάι σας στις 26 Μαΐου.

*Άρθρο δημοσιευθέν στις Απόψεις του in στις 15 Μαΐου 2019 (τίτλος: Το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολεμικής Ελλάδας).


IV

Σε συνέχεια του χθεσινού άρθρου μου αναφορικά με την ιδεολογικού περιεχομένου ομιλία του πρωθυπουργού στο Αιγάλεω προχθές, και δεδομένου ότι η ελληνική κοινωνία αρέσκεται στους μύθους, ορισμένα πρόσθετα στοιχεία που αποδεικνύουν περίτρανα το αβάσιμο των ισχυρισμών του Αλέξη Τσίπρα περί της Ελλάδας των πολλών που δήθεν εκπροσωπεί.

Κατ’ αρχάς, η λεγόμενη συντηρητική παράταξη της χώρας, που κατά τον πρωθυπουργό αντιτάχθηκε στην ιδέα της κοινωνικής κινητικότητας και εκπροσώπησε την αριστοκρατία και τις ελίτ της ελληνικής κοινωνίας στους μετεμφυλιακούς χρόνους, κατάφερε να αποσπάσει στην περίοδο της Μεταπολίτευσης εκλογικά ποσοστά που, εξαιρουμένου του «δημοψηφίσματος» υπέρ του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974 (54,37%), κυμάνθηκαν έως τη θύελλα των μνημονίων μεταξύ του 33,49% (Κώστας Καραμανλής, Οκτώβριος 2009) και του 46,89% (Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Απρίλιος 1990).

Ακόμη όμως και μετά την έλευση της κρίσης, την ίδια περίοδο που το ΠΑΣΟΚ χαροπάλευε και έτεινε δικαίως ή αδίκως προς την εξαΰλωση, η ΝΔ κατάφερε να κινηθεί, πλην της εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου του 2012 (18,85%), πλησίον του 30% (Ιούνιος 2012 29,66%, Ιανουάριος 2015 27,81%, Σεπτέμβριος 2015 28,10%).

Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τη διαχρονικά ευδιάκριτη παρουσία της ΝΔ στο πεδίο του συνδικαλισμού, στις φοιτητικές και σπουδαστικές εκλογές, στις αρχαιρεσίες επιστημονικών και επαγγελματικών συλλόγων κ.λπ., φανερώνουν τα ισχυρά κοινωνικά ερείσματα της Κεντροδεξιάς και καταρρίπτουν τα όποια επιχειρήματα περί ταυτίσεως της εν λόγω παράταξης με συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, όπως ισχυρίστηκε ατυχώς και άνευ τεκμηριώσεως ο πρωθυπουργός.

Και κάτι ακόμη: εάν εξετάσει κανείς τις εκλογικές επιδόσεις της Αριστεράς εν συνόλω έως και το 2009, θα διαπιστώσει ότι αυτή δεν είχε καταφέρει να εκπροσωπήσει την Ελλάδα των πολλών για την οποία κάνει συχνά λόγο τον τελευταίο καιρό ο Αλέξης Τσίπρας.

Η θεαματική εκτίναξη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο των μνημονίων, αρχής γενομένης από το Μάιο του 2012, είναι προφανέστατο ότι σχετίζεται αφενός μεν με την οργή και την απογοήτευση πολλών Ελλήνων και Ελληνίδων για τα δεινά που είχαν επιφέρει τα μνημόνια, αφετέρου δε με την παράλληλη εκλογική καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ.

Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ακόμη και υπ’ αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα των πολλών δεν ήταν στο πλευρό του Αλέξη Τσίπρα, αφού τον υποχρέωσε δύο φορές να συνεργαστεί με το πολιτικό συνονθύλευμα του Πάνου Καμμένου για να σχηματίσει κυβέρνηση.

*Άρθρο δημοσιευθέν στις Απόψεις του in στις 16 Μαΐου 2019 (τίτλος: Ο μύθος της Ελλάδας των πολλών).


V

Αντικείμενο του παρόντος άρθρου είναι ο πρωτοφανής θρίαμβος του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Ν.Δ. Η εκλογική τους επίδοση είναι εξωπραγματική. Ο Μητσοτάκης πέτυχε να αυξήσει το ποσοστό αλλά και τις ψήφους του κόμματός του για δεύτερη συνεχή φορά μετά το 2019 και παρά τα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, τα οποία ήταν γεμάτα -ας το πούμε κομψά- με «προκλήσεις». Ταυτόχρονα, ο Μητσοτάκης έχει πετύχει να ηγείται μιας, συντηρητικής κατεύθυνσης, πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, χαρακτηριστικό το οποίο απουσίαζε πλήρως από την ελληνική πολιτική γεωγραφία από το 1981 και εντεύθεν. Το πέτυχε για πρώτη φορά το 2019 και το σταθεροποίησε αλλά και διεύρυνε το 2023.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι το ρεύμα υπέρ της Ν.Δ. δεν το είχαμε εντοπίσει. Είχε επισημανθεί μεν ότι η προεκλογική εκστρατεία της Ν.Δ. είναι άρτια, με καθαρό μήνυμα και αποτελεσματική χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων. Όμως οι προσλαμβάνουσες από την επικοινωνία με τους πολίτες ήταν αυτές ενός ισχυρά αρνητικού συναισθήματος έναντι του πρωθυπουργού. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά πολίτες που αυτοτοποθετούνται στον προοδευτικό χώρο.

Τα αποτελέσματα διέψευσαν απολύτως τις εκτιμήσεις αυτές. Νομίζω πως δεν είναι υπερβολή να παραδεχθούμε ότι υπάρχει μια «άλλη» Ελλάδα, την ύπαρξη της οποίας ούτε καν γνωρίζαμε. Οφείλουμε να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε σε βάθος τα χαρακτηριστικά της προκειμένου να επιτύχουμε κάποτε την επιστροφή του πολιτικού εκκρεμούς προς τα Αριστερά. Αλλά, πρώτα και κύρια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ύπαρξή της.

Δεύτερον, να επισημάνουμε με έμφαση ότι η πολιτεία του Κυριάκου Μητσοτάκη και του περίγυρού του, από το 2016, όταν εξελέγη αρχηγός της Ν.Δ., έως και σήμερα, έχει δύο πάγια χαρακτηριστικά, τα οποία, όπως φάνηκε από τα εκλογικά αποτελέσματα, συνιστούν και την ειδοποιό διαφορά σε σχέση με τους αντιπάλους του. Τον άψογο επαγγελματισμό και τη λυσσαλέα στοχοπροσήλωση ανεξάρτητα από ή και κόντρα στις οποιεσδήποτε εξωτερικές συνθήκες.

Αυτά τα δύο σημεία οφείλει να τα λάβει σοβαρά υπόψη ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. προκειμένου να αναστρέψει τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα.

*Άρθρο του Μάρκου Βογιατζόγλου δημοσιευθέν στο avgi.gr στις 22 Μαΐου 2023 (τίτλος: Να παραδεχθούμε ότι υπάρχει μια «άλλη» Ελλάδα).