Ερρίκος Ίψεν: Η ερμηνεία της ζωής
Ο επαναστάτης του θεάτρου
Ο Ίψεν ανέβη μόνος του εις την κορυφήν της κλίμακος από την οποίαν ένας διηγηματογράφος αφηγείται μίαν ιστορίαν που αλλάζει την διάνοιαν του κόσμου και βραδύτερον μεταβάλλει την ζωήν και τον δρόμον εκείνων που την ακούουν. Εδώ θα ιδήτε ότι απεκτήσατε ένα νόμον διηγήσεως, ο οποίος διακρίνει τον άνθρωπον που εφαρμόζει αυτόν τον νόμον από όλους τους προσφιλείς μας συγγραφείς: από τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρον, τον Ντίκενς, τον Σκωτ, τον πατέρα Δουμά και όλους τους μεγάλους διηγηματογράφους που μας τέρπουν. Αυτοί ημπορούν να προκαλούν τον δρόμον σου εις διαφόρους διευθύνσεις, αλλ’ όταν ασχολείσθε με αυτούς, ευρίσκεσθε εις το ίδιο μονοπάτι εις το οποίον είσθε και πριν – η θρησκεία σας, αι κοινωνικαί ιδέαι σας ως προς την καλήν συμπεριφοράν, η φιλοκαλία σας και αι προλήψεις σας μένουν αι ίδιαι όπως και πριν. Όπου ανεμίχθη ο Ίψεν εκλώτσησεν όλες αυτές τας αντιλήψεις σας. Και τούτο όχι διότι απολαμβάνετε το διήγημά του περισσότερον παρά όσον απολαμβάνετε το διήγημα του Σκωτ ή του Ντίκενς. Επήλθε μία μεταβολή, και αυτή η μεταβολή ανέβασε τον Ίψεν εις την κορυφήν της κλίμακος.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 27.3.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Και τον ανέβασε σχεδόν μόνον από τους διηγηματογράφους του 19ου αιώνος πλην ενός. Αυτός δεν ήτο διηγηματογράφος, μολονότι, σαν τον Ίψεν, δεν ήταν και αυτός λαοφιλής. Αλλά μετέβαλε την διάνοιαν του κόσμου, διότι όσοι εδιάβαζαν τα βιβλία του δεν ημπορούσαν να παρατηρούν τον κόσμον με τον ίδιον τρόπον. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Κάρολος Μαρξ. Ημπορείτε να κάμετε γι’ αυτούς την κριτικήν που θέλετε· παραμένει το γεγονός ότι αυτοί κατώρθωσαν να κάμουν πράγματα που δεν ημπορούσαν να κάμουν πλείστοι από τους εξαιρετικά επιφανείς και γοητευτικούς συγγραφείς. Το γεγονός είνε ότι κατέρριψαν και ανέτρεψαν την ευυποληψίαν. Ο Ίψεν κατέστρεψε τον σεβασμόν, και αν το έκαμε για καλό ή για κακό, το έκαμε διότι έπρεπε. Είνε γιγαντιαίον γεγονός σαν το γεγονός που εμφανίζει ένας άνθρωπος ο οποίος, αντί να τοποθετήση ολίγα τούβλα μαζί με ένα γοητευτικόν τρόπον, τοποθετεί ένα μοχλόν κάτω από τον κόσμον και τον στηρίζει επάνω στο κεφάλι του· αυτός υπήρξεν ο κλήρος του Ίψεν.
[…]
Ο Ίψεν ανεκεφαλαίωσε τον Σαίξπηρ και τον έκαμε ένα μικρό δέμα πριν γίνη τριακονταετής. Τα πρώτα του θεατρικά έργα είνε κάτι σαν εκείνα που έκαμεν ο Σαίξπηρ. Συνεκεφαλαίωσε τον Μολιέρον πριν γίνη σαράντα ετών, και θα βρήτε ότι ετελείωσε με ένα φιλοσοφικόν δράμα, εις το οποίον συνηγωνίσθη τον Γκαίτε πριν γίνη 50 ετών, και έπειτα άρχισε να γράφη ρεαλιστικά θεατρικά έργα διά την σημερινήν κοινωνίαν. Και αφού επέρασεν από όλους αυτούς τους σταθμούς ήταν αναγκασμένος ν’ αρχίση όπως αρχίζει πάντοτε ένας αρχάριος. Γράφει τους «Βρυκόλακας», το «Σπίτι της κούκλας» και τους «Στυλοβάτας της κοινωνίας», και όλα αυτά είνε συγκριτικώς ρεαλιστικά μόνον κατ’ επιφάνειαν. Παίρνει όσα πράγματα είνε καταφανή και τα θεωρεί εσφαλμένα για την κοινωνία και τα εκθέτει. Εάν όμως τα συγκρίνετε με το τελευταίον του έργον, βρίσκετε ότι ο ρεαλισμός του εισχωρεί βαθύτερα μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Είνε εντελώς εσφαλμένον το λεγόμενον ότι αυτός επεδόθη εις τον ρεαλισμόν και έπειτα τον εγκατέλειψε διά να γράψη φανταστικά έργα. Εφόσον επροχωρούσε εγίνετο ρεαλιστικώτερος. Και ολονέν ενεβάθυνεν εις τον ρεαλισμόν. Λέγουν χωρίς δισταγμόν ότι ο Ίψεν συνεκεφαλαίωσεν όλους αυτούς. Και ο Μολιέρος και ο Σαίξπηρ και όλοι οι άλλοι ήσαν σχεδόν αρχάριοι όπως και ο Ίψεν εις την κλίμακα της εξελίξεως της ανθρωπίνης διανοίας και εις τα προσόντα της διηγηματογραφής.
Ο Ίψεν ασχολείται εξαιρετικά με τας γυναίκας. Αλλά διερωτάται τις διατί η προ του Ίψεν γυναίκα διαφέρει τόσον πολύ από την γυναίκα μετά τον Ίψεν. […] Η διαφορά είναι ότι ο Ίψεν εδημιούργησεν εις αυτό το ζήτημα μίαν επανάστασιν, κατήργησε τας ιδανικάς γυναίκας της σκηνής και κατώρθωσε να παρουσιάση εις το θέατρον πραγματικάς γυναίκας.
Νομίζω ότι θα έπρεπε να είπω και μερικάς λέξεις διά το θέατρον προ και μετά τον Ίψεν. Προ του Ίψεν μπορεί να πη κανείς ότι το θέατρον είχε ηθοποιούς, και καλούς μάλιστα, αλλά δεν είχεν ιδέας· και αι συνέπειαι υπάρξεως ενός θεάτρου το οποίον έχει πλήθος ηθοποιών, αλλά δεν έχει ιδέας, είνε ότι και αυτή η ηθοποιία αρχίζει να απομακρύνεται από την τέχνην της ερμηνείας της ζωής και της δημιουργίας χαρακτήρων και να γίνεται η τέχνη της επιδείξεως και της εκμεταλλεύσεως των προσώπων. Θαυμάζω ειλικρινώς τους ηθοποιούς της εποχής εκείνης, οι οποίοι ώφειλαν να δημιουργήσουν τέχνην με το τίποτε. Έπαιζαν θεατρικά έργα εις τα οποία δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από αυτό το οποίον παρείχον εκείνοι διά της ηθοποιίας των.
Τέλος εμφανίζεται ο Ίψεν και ρίπτει ένα πλήθος ιδεών εις την σκηνήν. Αλλ’ εν τω μεταξύ οι ηθοποιοί έχουν χάσει την συνήθειαν να δέχωνται νέας ιδέας ή ακόμη και παλαιάς αίτινες να ερμηνεύωνται κατά νέον τρόπον. Μερικοί ήσαν ίσως ικανώτατοι να αφομοιώσουν τας νέας ιδέας, αλλά δυστυχώς αυτό το οποίον έφερεν ο Ίψεν δεν ήταν μόνον νέαι ιδέαι, αλλά κάτι πολύ δυσκολώτερον. Παρουσιάζει παραδεδεγμένας ιδέας, παλαιάς ιδέας, των οποίων είχε μεταβάλει την αξίαν. Και αυτό ήτο ακριβώς το τρομερώτερον.
Ο Ίψεν παρουσιάζετο φαινομενικώς ως συγγραφεύς κωμωδιών. Ο κλασσικός ορισμός του συγγραφέως κωμωδιών είνε: «Εκείνος όστις κολάζει τα ήθη διά του γελοίου». Είχαμεν συνηθίσει έως τότε τον Σέρινταν, τον Μολιέρον και τους άλλους. Αλλά τώρα ενεφανίζετο ένας νέος συγγραφεύς όστις, αντί να γελοιοποιή τον άνθρωπον διότι η διαγωγή του δεν αντεπεκρίνετο προς αυτάς τας παλαιάς ηθικάς ιδέας, εγελοιοποίει αυτάς ταύτας τας ιδέας.
Αυτό απετέλει έναν ισχυρόν κλονισμόν διά το θέατρον, και δεν υπήρχεν άλλη λύσις παρά ν’ αφεθή το θέατρον εις μίαν νέαν γενεάν ηθοποιών, η οποία θα εξοικειούτο με αυτήν την μεταβολήν της καταστάσεως.
Δεν είνε δυνατόν να έχη τις θέατρον με καλούς ηθοποιούς και χωρίς ιδέας, αλλ’ επίσης δεν είνε και δυνατόν να έχη τις έργα γραμμένα από συγγραφείς μη γνωρίζοντας τους ηθοποιούς, έργα εις τα οποία δεν υπάρχει κάποια συμπάθεια μεταξύ του προσώπου που γράφει και του προσώπου που ενεργεί. Ο ποιητής δεν πρέπει να φαντάζεται τον ηθοποιόν ως νευρόσπαστον, το οποίον δύναται να χρησιμοποιήση διά την εκτέλεσιν των έργων του. Αμφότεροι, ηθοποιοί και συγγραφείς, οφείλουν να ικανοποιούν ο εις απέναντι του άλλου το καλλιτεχνικόν ένστικτον. Αν και πρέπει να αναγνωρισθή ότι υπάρχει και κάτι άλλο υπεράνω των δύο.
Ο ηθοποιός αντελήφθη σήμερον το έργον του Ίψεν, το έργον της ερμηνείας της ζωής. Και η ερμηνεία αυτή την οποίαν κάμνουν από κοινού ο συγγραφεύς και ο ηθοποιός ανυψώνει τον τελευταίον.
*Άρθρο του σπουδαίου (τιμηθέντος με Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1925) ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα, πεζογράφου και κριτικού Τζορτζ Μπέρναρντ Σω (George Bernard Shaw, 1856-1950) για τον Ερρίκο Ίψεν. Το κείμενο του Σω είχε αναδημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 27 Μαρτίου 1928 υπό τον τίτλο «Μετά τον Ίψεν – Ο επαναστάτης του θεάτρου».
Ο Ερρίκος Ίψεν (Henrik Johan Ibsen), διάσημος νορβηγός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ποιητής, γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1828 και απεβίωσε στις 23 Μαΐου 1906.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις