Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι Κλασικοί Χρόνοι (Μέρος Δ’)
Η επίσημη υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου από την Αθήνα στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. έδωσε σημαντική ώθηση στη διάδοση της αττικής διαλέκτου
Εάν θέλαμε να συνοψίσουμε σε μία και μόνη φράση όσα έχουμε αναφέρει στα τρία προηγούμενα άρθρα μας αναφορικά με τους Κλασικούς Χρόνους, αυτή θα μπορούσε να είναι η εξής: η Αθήνα, ως κυρίαρχη πολιτικοκοινωνική οντότητα, κατάφερε να συνενώσει με την πολυμελή συμμαχία της (Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία ή Συμμαχία της Δήλου) ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού χώρου, στο οποίο άσκησε μεγάλη επιρροή σε επίπεδο πολιτικό –διά της εγκαθιδρύσεως δημοκρατικού πολιτεύματος και της διάδοσης των δημοκρατικών ιδεών–, νομοθετικό και γλωσσικό. Τον 5ο αιώνα π.Χ. πλήθος κόσμου συναθροιζόταν στο μεγάλο αστικό κέντρο της Αθήνας, αλλά και ουκ ολίγοι Αθηναίοι διασπείρονταν σε διάφορα σημεία του χώρου όπου εκτεινόταν η Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία, ως κληρούχοι (πολίτες που έπαιρναν τεμάχιο γης διά κλήρου) ή ως μέλη αθηναϊκών φρουρών.
Πολλοί από τους συμμάχους της Αθήνας ήταν Ίωνες, το δε ιωνικό αλφάβητο ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο (είχε αντικαταστήσει σταδιακά ποικίλα τοπικά αλφάβητα, αρχής γενομένης ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ.). Τούτου δοθέντος, η επίσημη υιοθέτηση –για τα δημόσια κείμενα– του ιωνικού αλφαβήτου από την Αθήνα στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. (πιο συγκεκριμένα, το 403/2 π.Χ., όταν άρχων ήταν ο Ευκλείδης) έδωσε σημαντική ώθηση στη διάδοση της αττικής διαλέκτου, που επισκίασε όλες τις άλλες και εξαπλώθηκε σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση. Μάλιστα, η φυσιολογική αλληλεπίδραση μεταξύ της αττικής και της ιωνικής διαλέκτου –του γλωσσικού οργάνου της Ιωνικής Συμπολιτείας– είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. μια πρώτη μορφή κοινής, πρόδρομος της περίφημης ελληνιστικής κοινής. Είναι χαρακτηριστικό ότι την πανίσχυρη αττική διάλεκτο με αυτήν ακριβώς τη μορφή της χρησιμοποίησε ως επίσημη γλώσσα του κράτους του ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’, καθώς έκρινε ότι εξυπηρετούσε τις επιδιώξεις του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Πέραν των ανωτέρω, ήδη από τα τέλη του 5ου και προπάντων κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., μέσα σε ένα σκηνικό πολιτικού κατακερματισμού και ηγεμονικών ανταγωνισμών, άρχισε να διαμορφώνεται προοδευτικά μια κοινή αντίληψη ενότητας. Το παλαιότερο γνωστό δείγμα της εξέλιξης αυτής είναι δύο αθηναϊκά ψηφίσματα για τη Σάμο (χαραγμένα σε ιωνικό αλφάβητο το 403/2 π.Χ.), που χρονολογούνται στο 405/4 και στο 403/2 π.Χ. αντίστοιχα. Με το πρώτο –άρχων ήταν ο Αλεξίας– αποδίδονται τιμές στην πόλη της Σάμου, η οποία παρέμεινε πιστή και αφοσιωμένη στους Αθηναίους μετά την καταστροφή που αυτοί είχαν υποστεί στους Αιγός ποταμούς, στον Ελλήσποντο (συντριπτική ήττα του αθηναϊκού στόλου από το στόλο των Λακεδαιμονίων το 405 π.Χ., που σηματοδότησε το ουσιαστικό τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου). Με το δεύτερο –άρχων ήταν ο προαναφερθείς Ευκλείδης – επαναβεβαιώνονται οι παλαιές τιμές και τα προνόμια προς τους Σαμίους, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση του δικαιώματος του αθηναίου πολίτη, η ύψιστη τιμή που μπορούσε να αποδοθεί σε ξένους.
Στη βαθμιαία διαμόρφωση της αντίληψης αυτής για την ενότητα των Ελλήνων συνέβαλαν επίσης οι λεγόμενες συνθήκες κοινής ειρήνης που συνομολογήθηκαν με τους πέρσες βασιλείς, αρχής γενομένης από την Ανταλκίδειο ειρήνη του 386 π.Χ. Οι συνθήκες αυτές ήταν απόρροια της δυνατότητας ανάμειξης της Περσικής Αυτοκρατορίας στην ελληνική πολιτική ζωή εξαιτίας της αποδυνάμωσης των πόλεων-κρατών, της έλλειψης –μέχρις ενός χρονικού σημείου του 4ου αιώνα π.Χ.– πραγματικά ισχυρών δυνάμεων στον ελληνικό χώρο.
Τα νέα αυτά δεδομένα κατέστησαν εντέλει αναγκαία την ενότητα των Ελλήνων προ του περσικού κινδύνου. Κύριος υπέρμαχος της πανελλήνιας ιδέας, της συγκρότησης ενός πανελλήνιου συνασπισμού, υπήρξε ο μέγας ρήτορας Ισοκράτης, ο οποίος θεώρησε τον κραταιό μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β’ ως τον πλέον κατάλληλο να ενώσει τους Έλληνες και να ηγηθεί του κοινού αγώνα τους κατά των Περσών. Έτσι, στο συνέδριο που διοργανώθηκε στην Κόρινθο το 337 π.Χ., με τη συμμετοχή αντιπροσώπων όλων των ελληνικών πόλεων-κρατών πλην της Σπάρτης, ορίστηκε ο Φίλιππος Β’ ηγεμών και στρατηγός αυτοκράτωρ (στρατηγός με απόλυτη εξουσία), ενώ ελήφθη η απόφαση για τη διεξαγωγή πολέμου εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Την εκστρατεία κατά των Περσών έμελλε τελικά –μετά τη δολοφονία του Φιλίππου Β’ το 336 π.Χ.– να διεξαγάγει ο γιος του, ο Μέγας Αλέξανδρος. Όπως είναι γνωστό, τα θρυλικά πολεμικά κατορθώματά του μετέβαλαν κατά τρόπο ριζικό τις ιστορικές συνθήκες και συντέλεσαν στη θεαματική εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας προς ανατολάς και προς νότον.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η επιγραφή με τα αθηναϊκά ψηφίσματα για τη Σάμο. Πάνω από τους σωζόμενους στίχους της επιγραφής, ανάγλυφη παράσταση των πολιούχων θεαινών των δύο πόλεων, της Αθηνάς και της Ήρας (πηγή φωτογραφίας: theacropolismuseum.gr).
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι Κλασικοί Χρόνοι (Μέρος Α’)
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι Κλασικοί Χρόνοι (Μέρος Β’)
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι Κλασικοί Χρόνοι (Μέρος Γ’)
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις