Ρότζερ Μουρ: «Αν δεν έχετε χιούμορ καλύτερα καρφώστε το καπάκι στο φέρετρο από τώρα»
Αν και πολλοί γνωρίζουν τον κομψότατο Σερ Ρότζερ Μουρ από τον ρόλο του ως 007 σε επτά ταινίες Τζέιμς Μποντ κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '70 και του '80, η ζωή και η κληρονομιά του είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Το πνεύμα του πάντα ζωηρό, όταν του ζήτησαν να κόψει τα μαλλιά του και να αδυνατίσει για να πάρει τον ρόλο του κατασκόπου απάντησε: «Δεν μπορούσατε να πάρετε έναν αδύνατο, φαλακρό άντρα για να ξεκινήσετε;».
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Αν και πολλοί γνωρίζουν τον Σερ Ρότζερ Μουρ από τον ρόλο του ως 007 σε επτά ταινίες Τζέιμς Μποντ κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’70 και του ’80, η ζωή και η κληρονομιά του είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.
Επιχείρηση Pied Piper
Ο Μουρ γεννήθηκε το 1927 από τον αστυνομικό Τζορτζ Άλφρεντ Μουρ και τη σύζυγό του, Λίλιαν «Λίλι» Πόουπ. Μεγάλωσε στο νότιο Λονδίνο, φοιτώντας στο σχολείο Battersea Grammar School. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μουρ ήταν ένα από τα χιλιάδες παιδιά του Λονδίνου που μεταφέρθηκαν σε άλλα μέρη της Μεγάλης Βρετανίας λόγω της απειλής των γερμανικών βομβαρδισμών, σε μια κίνηση γνωστή ως «Επιχείρηση Πιντ Πάιπερ».
Ο Μουρ βρέθηκε στο Holsworthy του Devon, μια περίοδο που αργότερα θα θυμόταν με μεγάλη αγάπη. Πέρασε αρκετούς μήνες στην περιοχή της Cornwall, γράφτηκε στο τοπικό Launceston College σε ηλικία 13 ετών και αργότερα στο Dr. Challoner’s Grammar School. Μόλις η απειλή των βομβαρδισμών έπαψε να υφίσταται, επέστρεψε στο Λονδίνο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο College of the Venerable Bede. Δεν τελείωσε, όμως- αντίθετα, εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 15 ετών για να πιάσει δουλειά ως ιχνηλάτης και υπάλληλος γραφείου στο στούντιο κινουμένων σχεδίων και ταινιών Publicity Picture Productions.
Το στούντιο τον απέλυσε λίγο αργότερα, αφήνοντας τον Μουρ να αποφασίσει πού θα τον πήγαινε η ζωή στη συνέχεια.
Βασιλική Ακαδημία και Βασιλικός Στρατός
Όταν ήταν ακόμα έφηβος, ο Μουρ και μερικοί από τους φίλους του πέρασαν από οντισιόν για να γίνουν κομπάρσοι στην ταινία Caesar and Cleopatra, με πρωταγωνιστές τη Βίβιαν Λι και τον Κλοντ Ρέινς. Στον Μουρ δόθηκε ο ρόλος ενός Ρωμαίου λεγεωνάριου και έγινε φίλος με τον βοηθό σκηνοθέτη της ταινίας, Μπράιαν Ντέσμοντ Χερστ.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Μουρ θα έπαιζε έναν μικρό ρόλο για 5 λίρες την ημέρα σε μια άλλη ταινία του Χερστ, την ταινία Tottie True του 1949, δίπλα στον μελλοντικό βρετανό σταρ του κινηματογράφου σερ Κρίστοφερ Λι.
Το 1944, ο Χερστ πρότεινε στον Μουρ να παρακολουθήσει το δραματικό πρόγραμμα της Βασιλικής Ακαδημίας Δραματικής Τέχνης, και αφού ο Μουρ πέρασε με επιτυχία από οντισιόν για το πρόγραμμα, ο Χερστ πλήρωσε ακόμη και τα δίδακτρά του στη RADA για τρία εξάμηνα.
Μία από τις συμμαθήτριές του στη RADA δεν ήταν άλλη από τη Λόις Μάξγουελ, η οποία αργότερα θα υποδυόταν την αυθεντική Μις Μάνιπενι στις ταινίες του Μποντ. Αφού αποφοίτησε από το πρόγραμμα και έγινε 18 ετών, ο Μουρ κλήθηκε το 1946 να καταταγεί στο Βασιλικό Σώμα Στρατιωτικών Υπηρεσιών. Εκείνη τη χρονιά παντρεύτηκε επίσης τη συμφοιτήτριά του στο RADA, Ντουρν Βαν Στέιν. Ο Μουρ παρέμεινε στο στρατό για τρία χρόνια και διοργάνωνε παραστάσεις για τους στρατιώτες στο εξωτερικό.
Πέρασε και από το μόντελινγκ
Αφού εγκατέλειψε τον στρατό το 1949 και εντάχθηκε σε ένα θέατρο ρεπερτορίου, κερδίζοντας μόλις 10 λίρες την εβδομάδα, ο Μουρ κέρδιζε επιπλέον χρήματα από το μόντελινγκ -κυρίως ποζάροντας με ρούχα για διάφορες εταιρείες πλεκτών. Ήταν επίσης μοντέλο για δεκάδες άλλα προϊόντα οικιακής και προσωπικής υγείας, από την Brylcreem μέχρι την οδοντόκρεμα Macleans.
Επειδή ο Μουρ εμφανιζόταν σε τόσους πολλούς καταλόγους ανδρικής μόδας και πλεκτών στις αρχές της δεκαετίας του ’50, κέρδισε το παρατσούκλι «The Big Knit» (Ο Μεγάλος Πλεκτός) στην πόλη.
Δεν είναι πολύ καλός
Το 1954, ο Μουρ πέτυχε επταετές συμβόλαιο με τα στούντιο Metro Goldwyn Mayer, αλλά δυσκολεύτηκε πολύ να πάρει χορταστικούς ρόλους με το μεγάλο στούντιο του Χόλιγουντ.
Ακόμη χειρότερα, οι ταινίες στις οποίες εμφανίστηκε στην MGM -συμπεριλαμβανομένων των ταινιών The Last Time I Saw Paris (1954), Interrupted Melody (1955), The King’s Thief (1955) και Diane (1956)- ήταν όλες οικονομικές αποτυχίες.
Όπως εξήγησε αργότερα ο ίδιος «στην MGM, ο RGM (Roger George Moore) ήταν NBG (no bloody good)». Το στούντιο τον απέλυσε μετά από μόλις δύο χρόνια συμβολαίου.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50, άλλαζε στούντιο, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του στην τηλεοπτική υποκριτική και υπογράφοντας συμβόλαιο με την Warner Brothers. Πρωταγωνίστησε σε μια σειρά από ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές μεταξύ 1958 και 1961, μεταξύ των οποίων τα Ivanhoe, The Alaskans και Maverick.
Το 1962, ο Μουρ θα πετύχει το ρόλο της επανάστασής του, εμφανιζόμενος ως Σάιμον Τέμπλαρ (Simon Templar) στη δημοφιλή σειρά Ο Άγιος (The Saint) – ένας ρόλος που θα έπαιζε για επτά χρόνια και αγαπήθηκε πολύ στην Ελλάδα, επίσης.
Δείτε ένα βίντεο με τη ζωή του
Γίνεται «Μποντ, Τζέιμς Μποντ»
Ο μακροχρόνιος ρόλος του Μουρ στην τηλεοπτική σειρά κατασκοπικού θρίλερ, Ο Άγιος, τον προετοίμασε για να αντικαταστήσει τον αρχικό Μποντ της μεγάλης οθόνης Σον Κόνερι, αλλά μόνο όταν ο Κόνερι ήταν έτοιμος να αποχωρήσει. Εν τω μεταξύ, ο Μουρ έτυχε να συναντήσει τους παραγωγούς του Μποντ, τους Albert «Cubby» Broccoli και Harry Saltzman ενώ έπαιζε chemin de fer σε ένα καζίνο του Λονδίνου. Το σκηνικό είχε στηθεί και ήταν σχεδόν η ώρα να ανέβει η αυλαία.
Ο Κόνερι αποχώρησε από το franchise το 1971 με την ταινία Τα Διαμάντια Είναι Παντοτινά, και ο παραγωγός Άλμπερτ Μπρόκολι πρότεινε στον Μουρ τον ρόλο το 1972 – αρκεί να έκοβε τα μαλλιά του και να έχανε βάρος.
Ο Μουρ αργότερα, με το γνωστό του χιούμορ, θα έλεγε παιχνιδιάρικα στο Entertainment Weekly για την αντίδρασή του στις απαιτήσεις: «Δεν μπορούσατε να πάρετε έναν αδύνατο, φαλακρό άντρα για να ξεκινήσετε;».
Ο Μουρ θα πρωταγωνιστήσει σε επτά ταινίες Μποντ, από το 1973 ως το 1985, μεταξύ των οποίων οι ταινίες «Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν», «Η κατάσκοπος που με αγάπησε», «Moonraker», «Για τα μάτια σου μόνο», «A View to a Kill».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Κλέφτης πετσετών
Αφού απέκτησε παγκόσμια φήμη ο Μουρ έπιανε τον εαυτό του να βαριέται να απαντά στις ίδιες παλιές ερωτήσεις σε κάθε εκδήλωση τύπου ή συνέντευξη που έδινε. Για να μην πεθάνει από πλήξη, άρχισε να παίζει ένα μονόπλευρο παιχνίδι με τους δημοσιογράφους, όπως εξηγεί στα απομνημονεύματά του, Bond on Bond.
«Συχνά συνήθιζα να διασκεδάζω τον εαυτό μου με το να ξεφεύγω με δηλώσεις, όπως ότι το καλύτερο πράγμα στη δουλειά σε γυρίσματα ήταν ότι μπορούσα να κλέβω τις πετσέτες του ξενοδοχείου ή ότι έκανα όλα τα δικά μου ακροβατικά, εκτός από τις σκηνές σεξ…».
Δυστυχώς, ο Μουρ αναγκάστηκε τελικά να βάλει τέλος στο παιχνίδι του, όταν οι συνεντευξιαζόμενοι τον πήραν στα σοβαρά, με μια βρετανική εφημερίδα να φτάνει στο σημείο να τυπώσει μια ιστορία με τίτλο «Ο Ρότζερ Μουρ είναι κλέφτης πετσετών».
Το ανέκδοτο έγινε θρύλος, φτάνοντας μέχρι και σε ραδιοφωνικές κωμικές εκπομπές του BBC. Ο Μουρ δεν έχασε ποτέ το χιούμορ του σχετικά με την ιστορία, και κατάφερε να πείσει τον Graham Norton σε μια συνέντευξη το 1999 ότι είχε ακόμα τη συλλογή πετσετών του στο σπίτι. Σε συνέντευξή του στο Reuters το 2008, ξεκαθάρισε τελικά τον μύθο: «Ήταν ένα μάτσο ανοησίες!».
Φιλανθρωπικό έργο και ιπποσύνη
Το 1991, ο Μουρ έγινε πρεσβευτής καλής θέλησης της UNICEF, χρησιμοποιώντας τη διασημότητά του για να τραβήξει την προσοχή στον ανθρωπιστικό σκοπό μέσω εμφανίσεων και προσωπικών επισκέψεων. Το 2011, η UNICEF τίμησε τον Μουρ για την 20ετή αφοσίωσή του στον σκοπό και έριξε λίγο περισσότερο φως στην επίδρασή του: «Από τον διορισμό του ως Πρέσβη Καλής Θελήσεως τον Αύγουστο του 1991, ο Sir Roger έχει επισκεφθεί προγράμματα που υποστηρίζονται από τη UNICEF σε όλο τον κόσμο, εφιστώντας την προσοχή στις ανάγκες των παιδιών και εξασφαλίζοντας ευρεία δημόσια υποστήριξη και δωρεές. Έχει δώσει πειστική φωνή σε μια σειρά θεμάτων, από το HIV/AIDS μέχρι τους τραυματισμούς από νάρκες, τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, την έλλειψη ιωδίου και πολλά άλλα».
Το 1999, η Αγγλία τίμησε τον Μουρ ανακηρύσσοντάς τον Διοικητή του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και η Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ τον χρίστηκε ιππότη σε μια τελετή του 2003 που συνέπεσε με τα γενέθλιά της.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ταραχώδης ερωτική ζωή
Ενώ ο Μουρ παντρεύτηκε τον πρώτο του έρωτα, τη συμμαθήτριά του, Ντορν Βαν Στέιν, 1946, ο γάμος αποδείχθηκε βραχύβιος. Το ζευγάρι χώρισε το 1952 και ο Μουρ παντρεύτηκε ξανά την Ουαλή τραγουδίστρια Ντόροθι Σκουάιρς το 1953. Και πάλι, η σχέση δεν θα κρατούσε πολύ -χώρισαν εννέα χρόνια αργότερα.
Η Σκουάιρς αρνήθηκε να δώσει το διαζύγιο που ήθελε ο Μουρ μέχρι το 1969, αλλά δεν έμεινε για πολύ μόνος του, καθώς παντρεύτηκε αμέσως την Ιταλίδα ηθοποιό Λουίζα Ματιόλι, με την οποία έβγαινε από το 1961. Το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά: την Ντέμπορα, τον Τζέφρι και τον Κριστιάν.
Η Ματιόλι και ο Μουρ θα περάσουν τελικά έναν αμφιλεγόμενο χωρισμό το 1993, με τη Ματιόλι να αρνείται επίσης να δώσει διαζύγιο στον Μουρ μέχρι το 2000. Η τέταρτη φορά ήταν η τυχερή: Παντρεύτηκε την Κριστίνα «Κίκι» Τόλστρουπ το 2002 και το ζευγάρι παρέμεινε μαζί μέχρι το θάνατό του, στις 23 Μαΐου του 2017.
Ο Μουρ περιέγραψε τους τρεις προηγούμενους γάμους του ως ταραχώδεις, και μάλιστα έδωσε μια αποκαλυπτική συνέντευξη στο ITV υποστηρίζοντας τη σωματική κακοποίηση στα χέρια της Σκουάιρς, η οποία του έσπασε μια κιθάρα πάνω στο κεφάλι σε μια κρίση οργής. Αντίθετα, περιέγραψε τον γάμο του με την «Κίκι» ως «μια ήρεμη σχέση, δεν υπάρχουν καυγάδες» και αποκάλεσε τη σύζυγό του «οργανωμένη, γαλήνια, τρυφερή, ήρεμη».
Η κλονισμένη υγεία του και το τέλος
Η δήλωση της οικογένειας σχετικά με το θάνατο του Μουρ ανέφερε ότι έδωσε μια σύντομη μάχη με τον καρκίνο. Το 1993, διαγνώστηκε με καρκίνο του προστάτη, τον οποίο χαρακτήρισε «μάλλον επώδυνο και, από πολλές απόψεις, μου άλλαξε τη ζωή».
Αργότερα, διαγνώστηκε με διαβήτη τύπου ΙΙ στα τέλη του 2013, γεγονός που τον άφησε ανίκανο να πιει αλκοόλ -συμπεριλαμβανομένου του αγαπημένου ποτού του Μποντ, του μαρτίνι βότκα. Πάλεψε επίσης με μια κρίση πνευμονίας και κατέρρευσε σε μια σκηνή του Μπρόντγουεϊ, αναγκάζοντας τους γιατρούς να του τοποθετήσουν βηματοδότη.
Κάθε φορά όμως που τον έριχνε κάτω η αρρώστια, ο Μουρ κατάφερνε να σηκώνεται και πάλι και να συνεχίζει. Σε μια συνέντευξή του το 2014, δήλωσε στην Telegraph ότι «όταν μου λένε ότι έχω 24 ώρες για να πεθάνω, θα πιω δύο dry martini με τζιν Tanqueray -όχι βότκα- και δύο choc ice με απλή σοκολάτα εξωτερικά και λευκή, λευκή βανίλια εσωτερικά -ω, και ψητά φασόλια».
Έμεινε μέχρι τέλους πιστός στην ατάκα του: «Αν δεν έχετε χιούμορ καλύτερα καρφώστε το καπάκι στο φέρετρο από τώρα».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις