Νίκος Καχτίτσης: Μια φλογισμένη ψυχή
«Άγνωστος, εν τάφω σιωπών»
Με τον Νίκο Καχτίτση, τον άτυχο αγνοημένο των ελληνικών γραμμάτων, ανταμωθήκαμε στην Πάτρα και ζήσαμε πλάι-πλάι τα σκληρά και μεγάλα χρόνια της Κατοχής. Από κείνη την εποχή απομένουν στη μνήμη ωραίες και πικρές μαζί εντυπώσεις, κι απ’ όλες πιο ζωντανή η βεβαιότητα των τότε φίλων του πως ο Νίκος ήταν μια φωνή της γενιάς μας που σίγουρα «κάτι είχε να πει».
Αυτό το κάτι, το μοναδικό και πρωτότυπο, το είπε βέβαια αργότερα με την τελείως δική του φωνή, το είπε όσο μπόρεσε, όσο άντεξε κάτω από αφάνταστα σκληρές συνθήκες, που τον εξόντωσαν και τον καταδίκασαν σε πρόωρο θάνατο. Τώρα πώς και γιατί η σημαντικότατη αυτή φωνή της λογοτεχνίας μας έμεινε τόσο καιρό στη σιωπή, δεν είναι του καθενός να το γνωρίζει και να το αναλύει.
Θεωρώντας πράξη δικαιοσύνης το έργο που έχουν αναλάβει παλαιοί και νέοι φίλοι του, ν’ αποτινάξουν, επιτέλους, τη σκόνη της λησμονιάς και να φέρουν τον Νίκο Καχτίτση σ’ επαφή με το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, νιώθω την ανάγκη να συμπαρασταθώ σ’ αυτή την προσπάθεια, δημοσιεύοντας κάποια πρωτόλεια γραφτά του που έτυχε να ’χουν απομείνει στα χέρια μου, καθώς και την προσωπική μου μαρτυρία από το συναπάντημα με τον έφηβο λογοτέχνη στην Πάτρα της Κατοχής.
[…]
Ήρθαν μετά οι εθνικές συμφορές και η παρέα διαλύθηκε. Ο Νίκος επιστρατεύτηκε στον Εμφύλιο, και από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, η φριχτή εκείνη εμπειρία έβαλε τη μοιραία σφραγίδα στη ζωή και στη σκέψη του. Άγχος και απογοήτευση τον είχαν κατακυριεύσει. Το ψευδώνυμό του ήταν τώρα pessimiste. Πράγματι η απαισιοδοξία του δεν κρυβόταν, ούτε και μια ακατανίκητη τάση φυγής. Παρ’ όλα αυτά έδωσε τη μάχη για την επιβίωση, ανεβοκατεβαίνοντας τα σκαλιά σ’ εφημερίδες και περιοδικά, όπου όλοι εκμεταλλεύονταν την έξοχη σε ποιότητα δουλειά του και τη δέχονταν… αμισθί, λες κι ο ταλαίπωρος ταλαντούχος νεαρός δεν διέθετε κι αυτός… στομάχι. […] Έτσι έγινε και πήρε των ομματιών του και χάθηκε.
Ο Νίκος Καχτίτσης, ο πρωτοποριακός λογοτέχνης, ο φίλος μας, ήταν το «κάτι άλλο» για την επαρχία της εποχής μου. Όπως αναδύεται από τη μνήμη και τα παλιά ημερολόγια, ήταν ένα λεπτό, ευαίσθητο, μοναχικό παιδί με μελαγχολική διάθεση. Ενδοστρεφής, ενδοσκοπούμενος μετά μανίας, αυτοτιμωρούμενος, μια φλογισμένη ψυχή, λες και ξεπήδησε ατόφιος από το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, που τόσο τον λάτρευε. Βαθιά αισθησιακός και πάντα ερωτευμένος, είχε μια πρωτοφανή κατανόηση για τη γυναίκα και τον κόσμο της, φαινόμενο σπάνιο μεταξύ τών τότε αρρένων συναγωνιστών μας. Οι φίλες του το διαισθάνονταν αυτό και του το ανταπέδιδαν με μια ζεστή τρυφερότητα, έτσι που τον ένιωθαν τρωτό και ευάλωτο ανάμεσα στους αστραφτερούς, δυναμικούς εφήβους της αντιστασιακής πρωτοπορίας.
Ο Νίκος δεν έγραφε απλώς λογοτεχνία· ζούσε, ήταν λογοτεχνία ο ίδιος. Μόνο μ’ ένα βιβλίο ή ένα περιοδικό στο χέρι ένιωθε άνετα. Πώς τα κατάφερε εκείνο το 16χρονο επαρχιωτάκι της Κατοχής να έχει μια τόσο πλατιά εποπτεία όλων των τάσεων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μου είναι ακόμη ακατανόητο. Λαφυραγωγούσε βέβαια συστηματικά τη βιβλιοθήκη κάθε φιλότεχνου Πατρινού, χαμογελώντας πότε-πότε πονηρά, με κείνο το υπόγεια διφορούμενο ύφος του. […]
Χωμένος και χαμένος κυριολεκτικά μέσα σε κάθε βιβλιοθήκη που ανακάλυπτε με απόλαυση, δεν ήταν απλώς ένας βιβλιοφάγος, μα ένας μανιακός της γλώσσας και της τυπογραφίας. Από την ύλη των περιοδικών που ξενυχτούσε ο ταλαίπωρος για να διορθώνει (δουλειά που δεν εμπιστευόταν σε κανέναν, μα και που κανείς ποτέ δεν είχε διανοηθεί να τη διεκδικήσει, δουλειά που τον συνάρπαζε – και θα με στραβοκοιτάει τώρα από το Υπερπέραν που τον αποκαλώ «ταλαίπωρο» γι’ αυτήν), διορθώνοντας λοιπόν τα πρωτόλεια των φίλων του, δεν συγχωρούσε να μας ξεφεύγει ούτε μία τελεία! «Σχολαστικό» τον αποκαλούσαμε στην παρέα, μέχρι ν’ αρχίσει να μας διαποτίζει σιγά-σιγά η μαγεία από την τόσο ανορθόδοξη, αντισχολαστική γραφή του.
[…]
Ιδιόρρυθμος; Ναι, βαθιά ιδιόρρυθμος, προικισμένος με μια δική του γνώση και γλώσσα, μια καλπάζουσα φαντασία που ξεχυνόταν σε μοναδικής ατμόσφαιρας κείμενα, κολλώντας του από πολύ νωρίς την ετικέτα του «ακαταλαβίστικου». Θυμάμαι, όταν απορούσα γιατί να δίνει στους ήρωές του ονόματα τόσο εξωτικά –Ραλλού, Κροκεβίλε, Αγάθη– και να τους μπλέκει σε απίθανες περιπέτειες, θυμάμαι την απάντησή του που με παραξένευε: «Για τον ίδιο λόγο που εσύ θα γράφεις πάντα για ένα Νίκο, μια Ελένη, και με τρόπο τελείως κατανοητό». Απάντηση αινιγματική βέβαια για την ανίδεη μαθητριούλα της Κατοχής, μα τελείως νοητή για μια πρόωρα ωριμασμένη λογοτεχνική συνείδηση, που ταύτιζε τον άνθρωπο με το ύφος.
Μα πέρα απ’ όλα αυτά, ο Νίκος ήταν ένας υπέροχος φίλος. Οι νέες φιλίες που έστησε μετά το μοιραίο σπάσιμο των παιδικών δεσμών και τα αμέτρητα υπέροχα γράμματα μαρτυρούν για του λόγου το αληθές. Γράμματα, όχι απλώς άσκηση γραφής, όπως ειπώθηκε, ή διέξοδος στο αδιέξοδο, αλλά γράμματα αποκάλυψη ψυχής και αναζήτηση του φίλου. Ας μη λησμονηθεί πως ένας φίλος τον έφερε αγκαλιά ετοιμοθάνατο στην Ελλάδα – ο παιδικός μας φίλος και γιατρός στην Αμερική Ντίνος Ηλιόπουλος. Ένας φίλος, ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος, άκουσε τη στερνή του εξομολόγηση: «Αχ… Γιατί να φύγω…» Στα χέρια του φίλου και συμμαθητή μας γιατρού, του Άρη του Ντόντη, άφησε την τελευταία πνοή. Τέλος, φίλοι παλιοί που του έμειναν πιστοί και μετά το θάνατο, καθώς και νέοι που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν μέσα από τα βασανισμένα «παράξενα» γραφτά του, χαρίζουν τώρα στο ελληνικό κοινό το έργο του, έργο ενός σημαντικού λογοτέχνη. Κι έτσι ο Νίκος Καχτίτσης, «άγνωστος, εν τάφω σιωπών», όπως έχει γράψει ο Ηλίας Πετρόπουλος, πλέει προς την Ελλάδα.
Από μια παιδική του φίλη και συνεργάτρια των πρώτων λογοτεχνικών παλμών τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς, πέρα από την απλή μαρτυρία και τη δακρυσμένη θύμηση; Σε άλλους τώρα, με τη γνώση και το κύρος των ειδικών της λογοτεχνίας μας, ανήκει η ευθύνη για τη μελέτη, κριτική και αξιολόγηση του έργου του.
*Αποσπάσματα από κείμενο της λογοτέχνιδας Μαρίας Μανωλάκου για τον Νίκο Καχτίτση, γραμμένο στην Πάτρα το Νοέμβριο του 1985. Το κείμενο της Μανωλάκου, που έφερε τον τίτλο «Ο έφηβος Νίκος Καχτίτσης», είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» (αρ. τεύχους 46, Ιούλιος – Αύγουστος 1986).
Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1926 στη Γαστούνη, κωμόπολη του κάμπου της Ηλείας.
Ο Καχτίτσης πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Μανωλάδα, τον Πύργο και την Πάτρα.
Από τα μαθητικά του χρόνια έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον όχι μόνο για το γράψιμο αλλά και για την τυπογραφία, και εξέδωσε πολλά χειρόγραφα μαθητικά και νεανικά περιοδικά, στα οποία έγραφε σχόλια και μικρά αφηγήματα.
Έφηβος ακόμα, το 1941, δημοσίευσε κείμενό του σε περιοδικό, ενώ προσέγγισε από πολύ νωρίς την ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1947 σε περιοδικό του Πύργου, ενώ ακολούθησαν δημοσιεύσεις νεανικών κειμένων του σε περιοδικά της Πάτρας και της Αθήνας.
Η Κατοχή και ο Εμφύλιος στην Πάτρα, καθώς και η θητεία του στο στρατό, σφράγισαν ανεξίτηλα τον ψυχισμό του και επέτειναν την τάση φυγής που διαρκώς τον διακατείχε.
Την περίοδο 1953-1955 μετανάστευσε στην Αφρική, όπου εργάστηκε σε εμπορική εταιρεία.
Το 1956 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μόντρεαλ του Καναδά, όπου νυμφεύτηκε τη Θάλεια Τσαπουλάρη, απέκτησε οικογένεια (ο γιος του, Θωμάς – Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 1962) και εξασφάλισε τα προς το ζην ασκώντας διάφορα επαγγέλματα.
Την περίοδο της διαμονής του στον Καναδά συνεργαζόταν με το περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Διαγώνιος», ενώ στο σπίτι του είχε στήσει ολόκληρο τυπογραφείο.
Στον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο του επιδιδόταν με πάθος στα δύο εκείνα πράγματα που κατεξοχήν τον έτρεφαν: τη λογοτεχνία και την αλληλογραφία με τους φίλους του.
Χτυπημένος από οξεία λευχαιμία, ο Καχτίτσης αναχώρησε για το στερνό ταξίδι, το πρώτο στην Ελλάδα έπειτα από δεκατέσσερα χρόνια, στις 16 Μαΐου 1970.
Εξέπνευσε στην Πάτρα εννέα ημέρες αργότερα, στις 25 Μαΐου 1970.
- Συρία: Κούρδοι μαχητές σκότωσαν 15 μαχητές προσκείμενους στην Τουρκία
- Λαμία: Παιδάκι παρασύρθηκε από αυτοκίνητο μπροστά στα μάτια των γονιών του
- Χεζμπολάχ: «Χτυπάτε την Βηρυττο, θα χτυπήσουμε το Τελ Αβίβ»
- Σοκάρει το βίντεο από τη φωτιά σε μπαρ στο Παγκράτι
- ΣΥΡΙΖΑ: Μια όμορφη εικόνα στην Κουμουνδούρου μετά το τέλος των εκλογών [video]
- Στα «ΝΕΑ» της Δευτέρας: Ολες οι διαθήκες στην ψηφιακή εποχή