Όσκαρ Ουάιλντ: Ο έρωτας που δεν τολμά να πει το όνομά του
«Τίποτε απ' όσα γράφω δεν είναι συνηθισμένον»
- Γνωστή τραγουδίστρια έπεσε από τη σκηνή σε συναυλία της - Η αντίδρασή της
- Oι εμφανίσεις που έκαναν μπαμ στο κόκκινο χαλί των Fashion Awards 2024
- Η Χάνα εξαφανίστηκε οικειοθελώς και ο πατέρας της αυτοκτόνησε γιατί δεν κατάφερε να την βρει
- Ποια είναι η γυναίκα που προσπαθεί να συγκεντρώσει δισεκατομμύρια για να μην πεθάνει
Στις 25 Μαΐου 1895 ο Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900), διάσημος συγγραφέας και ποιητής, οδηγήθηκε στη φυλακή μετά την καταδίκη του σε καταναγκαστικά έργα δύο ετών με την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας.
Η προηγηθείσα δίκη, που είχε ως αποτέλεσμα το διετή εγκλεισμό του Ουάιλντ σε φυλακές του Λονδίνου, είχε αποτελέσει το αντικείμενο σειράς άρθρων που είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το 1954. Συντάκτης των κειμένων αυτών, που έφεραν τον τίτλο «Πώς έγινεν η δίκη του Όσκαρ Ουάιλντ» και είχαν δημοσιευτεί με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννηση του Ουάιλντ, ήταν ο γάλλος δημοσιογράφος και λογοτέχνης Lucien Farnoux – Reynaud (1894-1962).
Από τα εν λόγω άρθρα του «Βήματος» για τη δίκη του Όσκαρ Ουάιλντ παραθέτουμε κατωτέρω ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Η αρχή της πρώτης πράξεως της δίκης απέβη υπέρ του Όσκαρ Ουάιλντ, που ήταν ως γνωστόν μοναδικός συζητητής και ετοιμολόγος. Όταν τον ερώτησαν αν κάποιο «σωκρατικόν» –όπως εχαρακτηρίσθη– διήγημα, που είχε δημοσιευθή εις την επιθεώρησιν της Οξφόρδης «Ο Χαμαιλέων», ήταν ανήθικο, απήντησε: «Κάτι χειρότερο. Κακογραμμένο!» Και προσέθεσεν αποσπών την γενικήν επιδοκιμασία: «Κανένα έργον τέχνης δεν άνθεξε εις την κριτική. Η κριτική ανήκει εις όσους δεν είναι καλλιτέχναι». Επροκάλεσεν επίσης το γέλιο με τον αφορισμόν του σχετικά προς «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι»: «Δεν ελάτρευσα κανέναν άλλον πλην του εαυτού μου». Και όταν του είπαν ότι το περίφημον γράμμα του προς τον Ντάγκλας (σ.σ. ο λόρδος Άλφρεντ Ντάγκλας, νεαρός ποιητής, ήταν εκείνος με τον οποίον είχε ερωτικές επαφές ο Ουάιλντ) ήταν γραμμένο εις ύφος όχι συνηθισμένον, απήντησεν αυθαδέστατα: «Τίποτε απ’ όσα γράφω δεν είναι συνηθισμένον».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.10.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αλλά αι ερωτήσεις που εν συνεχεία του υπέβαλεν ο Κάρσον (σ.σ. δικηγόρος, παλαιός συμμαθητής του Ουάιλντ και συνήγορος του μαρκησίου του Κουίνσμπερυ –πατέρα του Ντάγκλας και αντιδίκου του Ουάιλντ– στη δίκη), και που αποτελούν αριστούργημα της αγγλικής δικανικής τέχνης, άρχισαν να σφίγγουν τον κλοιό γύρω του. […] Ο Κάρσον αναφέρει ονόματα και κάνει διευκρινίσεις. Ο Ουάιλντ αστειεύεται ακόμη. Όταν ο Κάρσον κάμνει λόγον για τις σχέσεις του με κάποιον εφημεριδοπώλην, απαντά: «Είναι η πρώτη φορά που μαθαίνω ότι είχε γνώσεις φιλολογίας». Δυστυχώς όμως διαπράττει ένα βασικόν λάθος, όταν τον κατηγορούν ότι εφίλησε κάποτε τον υπηρέτη του Ντάγκλας: «Όχι, προς Θεού! Ήταν φοβερά άσχημος!»
Ο Ουάιλντ και ο Άλφρεντ Ντάγκλας στην Οξφόρδη το 1893
Ο Κάρσον εξεμεταλλεύθη με τέχνην αυτήν την ομολογία. Και ο Ουάιλντ, που από κατήγορος (σ.σ. είχε κατηγορήσει τον Κουίνσμπερυ για δυσφήμησή του) αισθάνθηκε αποτόμως κατηγορούμενος, ωμολόγησε εις τον δικηγόρον του Κλαρκ, εις ένα διάλειμμα, ότι κάποτε τον έδιωξαν νύχτα από ένα ξενοδοχείο, εις το οποίον είχε πάει με έναν ύποπτον νέον. Αμέσως ο Κλαρκ παραιτείται της κατηγορίας κατά του Κουίνσμπερυ. Ο Κουίνσμπερυ ανακηρύσσεται αθώος, εφόσον η κατηγορία του (σ.σ. ότι ο Ουάιλντ ήταν σοδομιστής) δεν ήταν δυσφημιστική, και ο Ουάιλντ κηρύσσεται ένοχος ομοφυλοφιλίας. Ο πρόεδρος διατάσσει την έκδοσιν εντάλματος συλλήψεως. Το κοινόν ενθουσιάζεται. Και εις τας δεκαοκτώ και τριάντα συλλαμβάνεται εκείνος που δεν εδραπέτευσεν εις την Γαλλία, όπως του το είχαν συμβουλεύσει.
Ο Όσκαρ Ουάιλντ ακολούθησε τους αστυνομικούς παίρνοντας μαζί του την «Αφροδίτη» του Πιέρ Λουί που εδιάβαζε.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.10.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στη δεύτερη πράξη της δίκης είχαν προσθέσει κοντά στον κατηγορούμενο Ουάιλντ και τον κατηγορούμενο Τέιλορ, ένα μεσάζοντα εις τον οποίον πρότειναν να τον απελευθερώσουν εάν κατέθετεν εναντίον του συγγραφέως, πράγμα που αυτός ηρνήθη. Όλος ο διανοούμενος κόσμος ήταν συγκεντρωμένος εκεί για να κατηγορήση τον Ουάιλντ […]. Ο κατηγορούμενος απέσπασε ειλικρινή χειροκροτήματα με τον ορισμό του πλατωνικού έρωτος που έδωσε σχετικά με το ποίημα του Άλφρεντ Ντάγκλας:
«Ο έρωτας που δεν τολμά να πη το όνομά του», είπεν, «είναι η απέραντη τρυφερότης ενός ωρίμου ανδρός προς έναν άλλον νεώτερον, τρυφερότης όμοια […] με εκείνη που βρίσκομε εις τα αριστουργήματα του Μιχαήλ Αγγέλου και του Σαίξπηρ. Πρόκειται για τρυφερότητα βαθιά, πνευματική, εξ ίσου αγνή όσο και τέλεια. […] Ο έρως αυτός είναι ωραίος, είναι μεγάλος, είναι η ευγενέστερη έκφρασις της αγάπης. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα του που να είναι παρά φύσιν. Είναι πνευματικός και γεννιέται μοιραία ανάμεσα σ’ έναν ώριμο άντρα και έναν νεώτερον, όταν ο νεώτερος έχει όλην την χαρά, την ελπίδα και τις οπτασίες της ζωής μπροστά του. Το ότι παρεξηγιέται τόσο πολύ οφείλεται στο γεγονός ότι ο κόσμος δεν τον καταλαβαίνει. Ο κόσμος χλευάζει αυτό το αίσθημα και καταδικάζει αυτόν που το νιώθει».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.10.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ύστερα από την απολογία του Όσκαρ Ουάιλντ ωμίλησεν ο δικηγόρος του Κλαρκ. Ο λόγος του τελευταίου αυτού έφθασε τα όρια του μεγαλείου, εις σημείον μάλιστα ώστε ο ίδιος ο πρόεδρος να κλονισθή. Οι ένορκοι απήλλαξαν τον Ουάιλντ για οκτώ σημεία του κατηγορητηρίου του, αλλά παρέμεναν άλλα είκοσι πέντε. Νέα δίκη λοιπόν ανέμενε τον Ουάιλντ, αλλά επετράπη η προσωρινή αποφυλάκισίς του με εγγύησιν. Και την εγγύησιν αυτήν την έδωσαν ο λόρδος Πέρσυ Ντάγκλας, αδελφός του Άλφρεντ Ντάγκλας, και ο σεβασμιώτατος Στιούαρτ Χήντλεμ, που είχεν αγανακτήσει με την στάσιν του Τύπου και βαθύτατα συγκινηθεί με την συμπεριφοράν του κατηγορουμένου.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.10.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η τρίτη και τελευταία φάσις της δίκης έγινεν εις τας 20 Μαΐου 1895. Το γεγονός ότι ο Ουάιλντ εδικάσθηκε από κοινού με τον μεσάζοντα Τέιλορ ήταν φυσικά εις βάρος του. Οι ένορκοι διεμαρτυρήθησαν που ο Άλφρεντ Ντάγκλας απουσίαζεν από το εδώλιον των κατηγορουμένων, γεγονός που έφερε προς στιγμήν το δικαστήριον εις δύσκολην θέσιν. Όλοι σχεδόν επερίμεναν την απαλλαγήν του Ουάιλντ, πολύ δε περισσότερον που ο ίδιος ο εισαγγελεύς Λόκγουντ είπε, εις ένα διάλειμμα, προς τον συνήγορον του συγγραφέως: «Κλαρκ, θα γευματίσετε αύριο εις το Παρίσι μαζί με τον πελάτη σας».
Και όμως η απόφασις των ενόρκων ήλθε σαν καταπέλτης: ένοχος. Η δε καταδίκη ήταν η βαρύτερη εξ όσων ημπορούσαν να του επιβληθούν: δύο ετών καταναγκαστικά έργα.
Γύρω από το μέγαρον του δικαστηρίου οι κοινές γυναίκες αγκαλιάζονταν και εχόρευαν από χαρά. Οι δε αστυνομικοί συντάκται των εφημερίδων υπερέβαλλαν τον εαυτό τους εις ποταπότητα και μοχθηρία. Ο Ουάιλντ όμως είχε πη: «Η δημοσιογραφία είναι κάτι που δεν διαβάζεται και η λογοτεχνία κάτι που μένει αδιάβαστο». Ο μεγάλος συγγραφεύς μετεφέρθη εις την φυλακή του Ρήντιγκ και όλη η περιουσία του κατεσχέθη, απόφασις που ανηρέθη το 1906 – έξι χρόνια ύστερα από τον θάνατόν του. Το δράμα είχε τελειώσει. Η δίκη είχε λήξει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις