Αλεξάντρ Πούσκιν: Η στερνή ώρα του
Ο θάνατος, διαιτητής
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Για τον Αλέξαντρο Πούσκιν εδιάβασα πριν από λίγους μήνες σε εφημερίδες, και δικές μας και ξένες, ότι έγιναν διάφορες γιορτές, με ομιλίες, απαγγελίες και αναλύσεις των κυριωτέρων του έργων, καθώς έκλεισαν 125 χρόνια από τον καιρό του θανάτου του. Δεν επρόφτασα τότε να λάβω μέρος στον εορτασμό της επετείου που οργανώθηκε για να τιμηθεί και στον τόπο μας, όπως ετιμήθη και σε πολλές άλλες χώρες, η μνήμη του μεγάλου Ρώσου ποιητή. Μου δίνει όμως τώρα την ευκαιρία να γυρίσω στο θέμα ένα βιβλίο που έλαβα. Έχει τον τίτλο «Βόρις Γκοντουνώφ» και είναι μετάφραση από το ρωσικό του περίφημου δράματος του Πούσκιν, καμωμένη από τη φίλη Μαργαρίτα Δαλμάτη, μία Ελληνίδα καλλιτέχνιδα εξαιρετικά καλλιεργημένη και αληθινά προικισμένη, που όλες της οι εργασίες, και οι πρωτότυπες και οι μεταφράσεις, έχουν πάντα τη σφραγίδα της καθαρής ποιότητος.
Αλλά σήμερα δεν πρόκειται να μιλήσω για το έργο, δηλαδή για τη μετάφραση του έργου. Εκείνη, όπως είπα παραπάνω, μου δίνει την ευκαιρία να αφιερώσω μία επιφυλλίδα στον τιμώμενο ποιητή, έστω και με κάποια καθυστέρηση. Θα την αφιερώσω μάλιστα στο θάνατό του, τον πρόωρο και τόσο τραγικό. Αφήνων λοιπόν το δράμα του Γκοντουνώφ για να πάω στο δράμα του Πούσκιν. Εννοώ το προσωπικό, το πραγματικό δράμα του ποιητή, αυτό που έζησε τις τελευταίες ημέρες του και που οι συγκλονιστικές του λεπτομέρειες είχαν βαθύτατα συγκινήσει όλες τις παλαιότερες γενιές.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.3.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στις σύντομες βιογραφικές πληροφορίες της εισαγωγής, η Μαργαρίτα Δαλμάτη, σημειώνοντας μία παράξενη σύμπτωση μέσα στη γενική πνευματική ιστορία, θυμίζει ότι στα στερνά χρόνια του δέκατου όγδοου αιώνα ήρθαν στον κόσμο πέντε μεγάλοι ποιητές. Ο Κητς στην Αγγλία το 1795, ο Χάινε στη Γερμανία το 1797, ο Λεοπάρντι στην Ιταλία το 1798, ο Σολωμός στην Ελλάδα επίσης το 1798 κι’ ο Πούσκιν στη Ρωσία το 1799. Σχετικά με τον τελευταίο προσθέτει ότι γεννήθηκε στη Μόσχα το έτος που αναφέραμε, ότι ο πατέρας του ήταν από μια παλιά αρχοντική οικογένεια, ότι η μητέρα του καταγόταν από κάποιο αρχοντόπουλο της Αιθιοπίας που μπήκε στην Αυλή του Μεγάλου Πέτρου, και ότι σπουδαίο ρόλο έπαιξε για την πνευματική διαμόρφωση του Πούσκιν η νταντά του, που με τα παραμύθια της τού ζωογόνησε τη φαντασία και τον έκαμε ν’ αγαπήσει το λαό. Μιλά κατόπιν για την παιδική ηλικία του, για τις πρώτες του περιπέτειες όταν τον εξόρισε ο Τσάρος στο νότο, για την επιστροφή του μετά το θάνατο του Τσάρου στη Μόσχα, όπου το όνομά του επροφέρετο από όλους με θαυμασμό, και τέλος για το γάμο του με την ωραία αλλά ελαφρόμυαλη Ναταλία Γκοντσαρώφ, που την πήρε μαζί του για να εγκατασταθούν στην Πετρούπολη. Μπαίνομε στην ατμόσφαιρα όπου θα παιχθεί η τραγωδία. Αυτή θα αναπαραστήσομε, χρησιμοποιώντας συνοπτικά στοιχεία από τις σελίδες του Ανρί Τρουαγιά, που από κάποια συγγένεια σλαβική, αν καλοθυμόμαστε, γνωρίζει το ρωσικό κλίμα και το ρωσικό παρελθόν όσο λίγοι.
Ξαναγυρίζομε στο 1837. Ο ποιητής, διάσημος κι’ από τα έργα του κι’ από τις εξορίες που του επέβαλε ο Τσάρος επειδή συμπαθούσε κάθε φιλελεύθερη κίνηση, ήταν μόλις τριάντα οχτώ ετών. Η σύζυγός του, η Ναταλία, πάντα όμορφη αλλά και πάντα επικίνδυνα φιλάρεσκη, όχι μόνο δεν μπορούσε να τον βοηθά σε τίποτε, αλλά άρχισε και να τον εκθέτει με τις ελαφρότητές της. Ένας κοσμικός τύπος, ο Γεώργιος ντ’ Αντές, θετός γυιός του βαρώνου Έκκερεν, πρεσβευτή της Ολλανδίας στην Πετρούπολη, την κυνηγούσε μ’ επιμονή. Κανένας δεν ξέρει αν η Ναταλία τού δόθηκε – η ίδια κοβότανε πάντα για την αθωότητά της, χωρίς ωστόσο ν’ αρνιέται τους ελαφρούς τρόπους της. Μια φορά ο κόσμος άρχισε να κουτσομπολεύει. Ο Πούσκιν είχε πολλούς εχθρούς, και οι εχθροί του νόμισαν πως βρήκαν επιτέλους την κατάλληλη περίσταση για να τον χτυπήσουν, για να τον τσακίσουν ηθικά. Του στέλνουν αλλεπάλληλα γράμματα, όπου τον προσαγορεύουν με τους προσβλητικότερους χαρακτηρισμούς του απατημένου συζύγου. Αποφασίζει λοιπόν να τελειώσει το γρηγορότερο και καλεί τον αντίζηλο σε μονομαχία. Αλλά η μονομαχία δεν γίνεται, γιατί ο νέος ντ’ Αντές βεβαιώνει ότι είναι ερωτευμένος με την αδερφή της, όχι μ’ αυτή. Και για να το αποδείξει, την παντρεύεται. Ο δήθεν εραστής της κυρίας Πούσκιν, που ετροφοδοτούσε με τη συμπεριφορά του το σκάνδαλο, παίρνει γυναίκα του την αδερφή της. Γίνεται ησυχία, σύντομη όμως, γιατί οι κοσμικοί τύποι, όλοι άσπονδοι εχθροί του ποιητή, επειδή επήγε με το λαό κι’ επεριφρόνησε την αριστοκρατική τοποθέτησή του, ξαναρχίζουν από τα παρασκήνια την επίθεση. Του στέλνουν κάθε μέρα νέα ανώνυμα γράμματα, όπου του λένε ότι ο γάμος της αδερφής της Ναταλίας έγινεν επίτηδες, για να καμουφλαριστεί η δική της σχέση. Κι’ αλήθεια, η Ναταλία δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να διαψεύσει τη φήμη ότι ανταποκρίνεται και μετά το γάμο της αδερφής της στον έρωτα του ντ’ Αντές, μ’ άλλα λόγια εξακολουθεί να τον προκαλεί με τους φιλάρεσκους τρόπους της. Ο Πούσκιν ξαναπαίρνει τώρα την απόφαση να βάλει το θάνατο διαιτητή. Μ’ ένα υβριστικό γράμμα του σταλμένο στον Ολλανδό πρεσβευτή, καλεί το γυιο του σε μονομαχία. Κι’ αυτή τη φορά η απόφασή του είναι αμετάκλητη. Δεν χωράνε νέες αναβολές, ένας από τους δύο θα μείνει στον τόπο. Ο ντ’ Αντές δέχεται. Και η μονομαχία ορίζεται την άλλη μέρα.
Η 27 του Γενάρη του 1837 ξημέρωσε θαμποφωτίζοντας την πολιτεία, γεμάτη χιόνια, λάσπη και παγωνιά. Ο άνεμος άφηνε επάνω στο άσπρο τοπίο μία φωνή μελαγχολικά μονότονη. Οι διαβάτες περπατούσαν γρήγορα-γρήγορα. Οι υπάλληλοι άνοιγαν τα μαγαζιά. Οι θυρωροί εσκούπιζαν το χιόνι μπροστά στις πόρτες τους.
Η Ναταλία Γκοντσαρώφ
Ο ποιητής ξυπνά, πηγαίνει στο γραφείο του. Κοιτάζει τα ράφια με τα αγαπητά βιβλία, τα παράθυρα με το ωχρό πρωινό φως, το ντιβάνι με την κόκκινη τσόχα, το τραπέζι με τα χειρόγραφα, τους τοίχους με τα ταμπλώ. Το δωμάτιο μυρίζει καπνό και μελάνι. Χαμογελά με συγκίνηση νιώθοντας τον εαυτό του μέσα σε τούτο το συμπαθέστατο χώρο, την γκαρσονιέρα της φαντασίας του, όπου είχε περάσει τόσες αλησμόνητες ώρες, τόσες γλυκύτατες δημιουργικές νύχτες. Κάθισε στην πολυθρόνα του, πήρε έναν κοντυλοφόρο, τον βούτηξε στο μπρούντζινο καλαμάρι, κράτησε μερικές σημειώσεις σ’ ένα χαρτί. Κι’ άρχισε να ετοιμάζεται για να φύγει. Έκαμε την τουαλέτα του προσεκτικότερα από άλλοτε, επλύθη ολόκληρος, άλλαξε, έβαλε μυρωδιά κι’ εφόρεσε την καλύτερή του ρεντιγκότα. Καθώς εντυνόταν σιγοτραγουδούσε, σιγοσφύριζε, όλα έδειχναν πως ξεκινούσε για το μοιραίο με κέφι. Η ιδέα πως θα έπλενε στο αίμα την τιμή του απατημένου συζύγου τον ανακούφιζε. Εζήτησε από τον υπηρέτη το παλτό του, αλλά καθώς ανοίγοντας την πόρτα για να βγει αισθάνθηκε κρύο, γύρισε να πάρει ένα άλλο βαρύτερο. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε φεύγοντας αν θα ξανάμπαινε σ’ αυτό το σπίτι. Βρίσκει ένα μάρτυρά του, τον Ντάνζας, αξιωματικό και παλιό του συμμαθητή στο Λύκειο, μπαίνουν στο έλκηθρο και ξεκινούν λέγοντας διάφορα αστεία. Πότε-πότε γυρίζει ο ποιητής το πρόσωπό του και αγναντεύει την Πετρούπολη, την τόσο γνώριμη στα μάτια του άποψη της πολιτείας, χωρίς να λογαριάζει ότι την αγναντεύει ίσως για τελευταία φορά.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.3.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όταν έφτασαν στον τόπο της μονομαχίας, στην Τσερνάγια-Ρέτσκα, οι μάρτυρες, αφού χαιρετιστήκανε ευγενικά, άρχισαν να εξετάζουν το έδαφος. Ο παγωμένος αέρας, φυσώντας δυνατά, σήκωνε τούφες από χιόνι. Το μικρό τρίγωνο πρόσωπο του Πούσκιν, καθώς παρακολουθούσε τις προετοιμασίες, έλαμπε παράξενα. Λίγο πιο πέρα περίμενε ο αντίζηλος, ο ντ΄Αντές, που τη μορφή του, αυθάδη και όμορφη μαζί, την εκορνιζάριζε ένας γιακάς από καστόρι, ο γιακάς του παλτού του, που όταν μισάνοιγε άφηνε να φαίνεται αποκάτω μία άσπρη στολή. Και κάποια γριά είπε κάποτε στον Πούσκιν να φυλάγεται από έναν άσπρον άνθρωπο. Νάτος ο άσπρος άνθρωπος!
Οι μάρτυρες μετρούσαν τα βήματα και χτυπούσαν τα πόδια τους στο χώμα, για να το κάμουν πιο στερεό. Ο ποιητής, με ήρεμη πάντα έκφραση, στενοχωριόταν ωστόσο βλέποντας να παίρνουν τέτοιο μάκρος οι διατυπώσεις. Επιτέλους όλα κανονιστήκανε, οι αντίπαλοι τοποθετούνται στις θέσεις τους με τα πιστόλια. Μία τρομερή σιγή έγινε ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους, που στέκονταν αντιμέτωποι, κι’ ο καθένας τους λαχταρούσε να σκοτώσει τον άλλο. Όλα είναι έτοιμα, μετρημένα, τα πιστόλια βγαλμένα από τις θήκες τους. Δίνεται το σύνθημα της μονομαχίας. Εμπρός, κύριοι!
Ο Γεώργιος ντ’ Αντές
Ο Πούσκιν προχωρεί ως τη γραμμή που ορίστηκε, και σημαδεύει. Ο ντ’ Αντές, χωρίς να καρτερά, σηκώνει το πιστόλι του. Μία εκπυρσοκρότηση ακούεται μέσα στην άθυμη σιωπή κι’ αμέσως έπειτα ο ποιητής σωριάζεται στο χιόνι. Η σφαίρα τούσπασε το μηρό. Αλλά δεν θέλει να δώσει τέλος στη σύρραξη, και καθώς ο ντ’ Αντές αφήνει την εντύπωση πως πάει να φύγει, του φωνάζει και τον σταματά. Εκείνος τότε ξαναπαίρνει τη θέση του. Ο Πούσκιν, πεσμένος στο χιόνι, ανασηκώνεται λίγο ακουμπώντας στον αριστερό του βραχίονα και σημαδεύει αρκετή ώρα μ’ όλο το πάθος του. Μία μικρή φλόγα –γράφει ο Ντε Λανγκλ, που εμελέτησε επίσης το θέμα με βάση πάντα τις πληροφορίες του Τρουαγιά– έφυγε από την κάννη του πιστολιού, κι’ εκείνη τη στιγμή ο ποιητής εδοκίμασε την αγαλλίαση να ιδεί το σώμα του αντιπάλου του να ταλαντεύεται, αλλά χωρίς να μάθει τι έγινε, γιατί λιποθύμησε στο μεταξύ.
–Τον σκότωσα; ρώτησε μόλις συνήλθε.
– Όχι, τον ελάβωσες μόνο, του απαντήσανε.
– Τότε θα χρειαστεί μία νέα συνάντηση, εψιθύρισε ο ποιητής.
Ο ντ’ Αντές έφυγε μ’ ένα ελαφρό τραύμα στο δεξί μπράτσο, ενώ η κατάσταση του Πούτιν ολοένα εχειροτέρευε. Τον σηκώνουν, θανάσιμα χλωμό από αβάσταχτους πόνους, που τους έδειχναν οι συσπάσεις του προσώπου του σε κάθε τίναγμα του αμαξιού που βρέθηκε για να τον μεταφέρει. Ωστόσο, δεν τόρριχνε κάτω, προσπαθούσε να γελάσει, να αστειευθεί. Και το συγκινητικό είναι πως δεν συλλογιζόταν το δικό του μαρτύριο. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν το πώς θα γλύτωνε η γυναίκα του απο το θέαμα του βασανισμένου κορμιού του. «Η Ναταλία δεν ξέρει τίποτε», έλεγε στους συνοδούς του, «δεν ξέρει τίποτε!»
Εκείνη έβαλε τις φωνές όταν έφτασε το αμάξι, φώναζε τ’ όνομά του με τρυφερότητα, ήθελε να πάει κοντά του, να τον ιδεί. Αλλά ο Πούσκιν θέλησε πρώτα να τον πλύνουν, να τον ετοιμάσουν, να τον κοινωνήσουν, επειδή καταλάβαινε ότι πλησιάζει η στερνή ώρα του. Και ύστερα εκάλεσε κοντά στο προσκέφαλό του τη Ναταλία.
Στις 28 του Γενάρη το πρωί ο ποιητής ζήτησε να ξυπνήσουν τη γυναίκα του και του φέρουν τα παιδιά του. Του τα έφεραν μισοκοιμισμένα, τους έδωσε να φιλήσουν το χέρι του και τάστειλε πάλι να κοιμηθούν. Το βράδυ αισθανόταν σαν καλύτερα, κι’ αυτό ήταν το τέλος.
– Κατεβάστε τα στόρια, εψιθύρισε, θέλω να κοιμηθώ!
Στις 29 του Γενάρη, λίγο πριν από τις τρεις το απόγευμα, έκλεισαν τα μάτια του Πούσκιν για πάντα.
Αναφέρεται ότι στην κηδεία του μεγάλου Ρώσου πεζογράφου και ποιητή, που ήταν καταπληκτική σε όγκο και σε συγκίνηση, έκανε εντύπωση η παρουσία ενός γέρου, ανθρώπου του λαού, που έκλαιγε με αναφιλητά όλη την ώρα.
– Εγνωρίζατε προσωπικά τον νεκρό; τον ερώτησαν.
– Όχι! τους αποκρίθηκε. Αλλά είμαι Ρώσος.
*Επιφυλλίδα του δημοσιογράφου, κριτικού και λογοτέχνη Γεωργίου Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967) για τον Αλεξάντρ Πούσκιν. Το κείμενο του Φτέρη, που έφερε τον τίτλο «Μνήμη του Πούσκιν», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 3 Μαρτίου 1963.
Ο μέγας ρώσος ποιητής, δραματουργός και πεζογράφος Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, ένας ρομαντικός που έφυγε νωρίς, γεννήθηκε στη Μόσχα στις 26 Μαΐου (6 Ιουνίου) 1799 και απεβίωσε στην Αγία Πετρούπολη στις 29 Ιανουαρίου (10 Φεβρουαρίου) 1837.
Ο Πούσκιν, που θεωρείται ως η προσωποποίηση του ρωσικού πνεύματος, η ενσάρκωση της ρωσικής ψυχής, υπήρξε ένας διανοούμενος που ασχολήθηκε με όλα τα λογοτεχνικά είδη.
Ήταν εκείνος που, κατά γενική παραδοχή, διαμόρφωσε τη νεότερη ρωσική γλώσσα και έθεσε τα κοινωνικά ζητήματα που έμελλε να επικρατήσουν στη ρωσική λογοτεχνία επί δύο αιώνες.
Πέραν των άλλων, ο Πούσκιν υπήρξε ένθερμος φιλέλληνας και υπερασπίστηκε με πάθος την Ελληνική Επανάσταση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις