Για τις νταντάδες του ενός τοις εκατό, το καλοκαίρι δεν είναι διακοπές
Αυτό το σπίτι με τα 15 υπνοδωμάτια μπορεί να μοιάζει με μια χρυσοποίκιλτη φυλακή όπου η νταντά δεν έχει ποτέ ρεπό.
Αν σταθείτε στο σιδηροδρομικό σταθμό του East Hampton, στη Νέα Υόρκη, οποιαδήποτε Παρασκευή απόγευμα μεταξύ Memorial Day και Labor Day, θα γίνετε μάρτυρες μιας αντίστροφης μετακίνησης που καθορίζει τους καλοκαιρινούς ρυθμούς του One Percent, του ένα τοις εκατό αυτού του κόσμου.
Οι νταντάδες – πολλές από αυτές μαύρες γυναίκες που δίνουν στους εργοδότες τους την ευελιξία να εργάζονται, να παίζουν τένις και να κοινωνικοποιούνται κατά τη διάρκεια της εβδομάδας – γεμίζουν τα τρένα που επιστρέφουν στη Νέα Υόρκη, ανυπομονώντας να ξεφύγουν από τις καλοκαιρινές παιδικές χαρές των εργοδοτών τους και να περάσουν σε κάτι που μοιάζει με κανονικότητα.
Οι εποχιακοί προορισμοί της ελίτ
Ενώ αυτές οι γυναίκες (ναι, σχεδόν όλες τους είναι γυναίκες) μπορεί να ζουν σε σπίτια με εννιαψήφιο νούμερο σε τραπεζικές καταθέσεις ή σε πόλεις όπου οι ψαροκαλύβες πωλούνται για εκατομμύρια δολάρια, οι νταντάδες έχουν συχνά μια πολύ διαφορετική άποψη για αυτούς τους ελίτ εποχιακούς προορισμούς.
«Το μισούν το μέρος», σύμφωνα με μια μακροχρόνια κάτοικο των Χάμπτονς που έχει φέρει μόνιμους υπαλλήλους στο κτήμα της στο Μπρίτζχαμπτον τα τελευταία χρόνια. Σημείωσε ότι πολλοί από τους ανθρώπους που προσλαμβάνει δεν οδηγούν ή δεν κολυμπούν, συν το ότι «είναι όλα τόσο “λευκά” και ας μην μιλήσουμε καν για το πόσο κακή είναι η υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας…». Με άλλα λόγια, αυτό το σπίτι με τα 15 υπνοδωμάτια μπορεί να μοιάζει περισσότερο με χρυσοποίκιλτη φυλακή, όπου μια νταντά δεν έχει ποτέ ρεπό.
Η Silvia, μια ηρωίδα της καθημερινότητας
Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν ότι η Silvia, ο χαρακτήρας της Φιλιππινέζας νταντάς στο ζουμερό νέο μυθιστόρημα της Emma Rosenblum, Bad Summer People, φαίνεται να μετράει αντίστροφα τις μέρες μέχρι να μπορέσει να δραπετεύσει από ένα γεμάτο κουνούπια χωριουδάκι στο Fire Island.
Η Silvia εργάζεται για ένα ζευγάρι, τη Lauren και τον Jason, που αποτελούν το κοινωνικό κέντρο βάρους του Salcombe, του αποκλειστικού θύλακα όπου διαδραματίζεται το βιβλίο. (Εκτός από τις αιχμηρές παρατηρήσεις της συγγραφέως για τη ζωή της κοινωνικής και οικονομικής ελίτ της Νέας Υόρκης, το μυθιστόρημα περιλαμβάνει πολλαπλές σχέσεις, έναν φόνο και ανεξέλεγκτη απάτη στο τένις).
«Σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να συμπεριλάβω την οπτική γωνία μιας νταντάς» δήλωσε η Rosenblum. «Η Σίλβια είναι σε μεγάλο βαθμό μέρος της ιστορίας και είναι μάρτυρας πολλών από όσα συμβαίνουν».
Η Rosenblum είπε ότι δεν ήθελε να μετατρέψει τη Silvia σε «σωτήρα ή μάρτυρα». Προσθέτοντας: «Είναι λίγο σκληρή και έχει περίπλοκα συναισθήματα. Ξέρει ότι ο μπαμπάς απατά τη μαμά και της αρέσει το ένα παιδί περισσότερο από το άλλο. Πληρώνεται καλά, αλλά θα ήθελε να πληρώνεται λίγο περισσότερο».
Με τα ρούχα στην πισίνα
Το Bad Summer People αποκαλύπτει επίσης αυτό που είναι κοινή γνώση μεταξύ πολλών νταντάδων: Οι «καλοκαιρινές διακοπές» είναι μια λανθασμένη ονομασία για αυτούς τους μήνες έντονης παραγωγής.
Αρκετές νταντάδες με τις οποίες μίλησε η συγγραφέας επιβεβαίωσαν ότι η ζωή με μια οικογένεια σε αυτές τις απομακρυσμένες τοποθεσίες σημαίνει συχνά περισσότερη δουλειά από ό,τι συνήθως απαιτείται από αυτές τον υπόλοιπο χρόνο.
Μια νταντά που συνήθιζε να περνάει τα καλοκαίρια στο Χάμπτονς είπε ότι ο εργοδότης της της ζήτησε να μπει στην πισίνα πλήρως ντυμένη για να ψαρέψει το 3χρονο παιδί της, το οποίο αρνιόταν να βγει. «Η μητέρα δεν ήθελε να βραχεί, άσχετα αν εγώ δεν ξέρω κολύμπι» είπε.
Η Silvia περιγράφει την καθημερινότητά της στο Salcombe με τόνους φόβου και εξάντλησης.
«Ήταν συνεχώς έξω με τα παιδιά, τα πήγαινε για τένις και μετά στην παραλία. Περιστασιακά γινόταν φίλη με μια άλλη νταντά, αλλά πολλές οικογένειες πλήρωναν ντόπιους εφήβους για να προσέχουν τα παιδιά τους. Έτσι, καθόταν μόνη της στο τρίκυκλο των ενηλίκων, το οποίο οδηγούσε, με το μεγάλο πίσω καλάθι του γεμάτο πετσέτες και τσάντες παραλίας, περιμένοντας τα παιδιά να τελειώσουν τις δραστηριότητες, κάνοντας scroll στο τηλέφωνό της».
Παρ’ όλη την ομορφιά και τη γραφικότητα του Ναντάκετ, μια νταντά που εργάστηκε εκεί για ένα καλοκαίρι αναρωτιέται: «Γιατί να θέλεις να πας σε ένα συννεφιασμένο, γκρίζο νησί με κρύα νερά;».
Δείτε το βίντεο
Άνιση μεταχείριση και καθόλου διακοπές
«Πέταξα με την οικογένεια για την οποία δούλευα σε ένα θέρετρο και ταξίδεψα με τα παιδιά στην οικονομική θέση, ενώ οι γονείς ταξίδευαν στην πρώτη θέση» είπε μια γυναίκα. Μόλις έφτασαν, μοιράστηκε ένα δωμάτιο με τα παιδιά, ενώ οι γονείς είχαν τη δική τους σουίτα. «Ήμουν αρκετά νέα για να σκέφτομαι: ‘Ουάου, μένω στο Ritz Carlton! Αντί να προσβληθώ» λέει.
Ένα καλοκαίρι σε γιοτ ακούγεται σαν φαντασίωση αλλά δεν είναι για την Candi Vajana, η οποία γράφει το blog Funny Nanny. Κάποτε δούλευε για μια οικογένεια που συνήθιζε να σχεδιάζει αυθόρμητες διακοπές στην Ισπανία τη μια εβδομάδα και στην Ανταρκτική την επόμενη. Ένα καλοκαίρι, η Vajana κατέληξε σε ένα γιοτ με τρία μικρά παιδιά που περνούσαν «αρκετό χρόνο στη θάλασσα», κάτι που, όπως είπε, αποτελούσε πρόκληση επειδή «δεν υπήρχε πουθενά αλλού να πάμε».
«Επιστρέφοντας στη στεριά, απλώς ρωτήστε τις νταντάδες για το πώς να σπρώχνουν τα καροτσάκια στους πλακόστρωτους δρόμους του Nantucket, ενός νησιού γνωστού ως το μέρος «όπου οι δισεκατομμυριούχοι πηγαίνουν για να ξεφύγουν από τους εκατομμυριούχους»» λέει.
Σε παρόμοιο πνεύμα, η Silvia μιλάει για το πώς οι πεζόδρομοι στο Salcombe την αγχώνουν και ότι «κάποιος ήταν βέβαιο ότι θα έσπαγε κάποιο κόκαλο».
Υπάρχει και το βουνό, όχι μόνο η θάλασσα
Και δεν είναι μόνο οι παραθαλάσσιες πόλεις που κάνουν το καλοκαίρι μια δύσκολη υπόθεση. Μια πρώην νταντά που ζούσε σε μια οικογένεια στο Upper East Side είπε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κάποιος θα ήθελε να πάει στο Άσπεν, περιγράφοντας πόσο άρρωστη και αφυδατωμένη ήταν για ολόκληρη την εβδομάδα που πέρασε εκεί έναν Αύγουστο.
Καθώς όλοι ζουν κάτω από την ίδια στέγη για οκτώ εβδομάδες, ακόμη και αν είναι μεγάλη, πολλές νταντάδες αναλαμβάνουν άθελά τους νέα συναισθηματικά βάρη – και έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που μπορεί να τις φέρουν σε περίπλοκες, δύσκολες καταστάσεις.
Στο βιβλίο Bad Summer People, η Silvia υποψιάζεται ότι ο εργοδότης της έχει δεσμό, κάτι που δεν αποτέλεσε έκπληξη για αυτήν. Η Rosenblum γράφει: «Οι περισσότεροι από τους μπαμπάδες για τους οποίους δούλευε είχαν σχέσεις. Αλλά ο Τζέισον ήταν μακράν ο πιο προφανής. Δεν προσποιούνταν καν ότι του άρεσε η γυναίκα του, Λόρεν. Ακόμα και ο Άρλο και η Αμέλι μπορούσαν να το καταλάβουν. Η Αμελί της είπε κάποτε ότι «ο μπαμπάς μισεί τη μαμά»».
Η Vajana, η οποία έχει εργαστεί για πολλές πλούσιες οικογένειες, δήλωσε ότι είχε να αντιμετωπίσει δυσάρεστες στιγμές κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, από εργοδότες που έψαχναν τα προσωπικά συρτάρια του κομοδίνου της τις ημέρες των ρεπό της μέχρι έναν μπαμπά που περιφερόταν στο υπόγειο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, με τα εσώρουχά του.
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου η Silvia, κάνει την παρατήρηση ότι «οι πλούσιοι άνθρωποι ήταν δυστυχισμένοι, αλλά δεν ήξεραν πόσο τυχεροί ήταν». Έχει δει όλα τα προνόμιά τους – και τις στενοχώριες και τα ασήμαντα παράπονά τους. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο η συγγραφέας λέει: «η Σίλβια θα μπορούσε να είναι η αφηγήτρια του δικού της βιβλίου».
*Το βιβλίο της Emma Rosenblum, «Bad Summer People», δεν έχει μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά
*Με στοιχεία από romper.com
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις