Στις 29 Μαΐου 2017 έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών και εμπειριών, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα του β’ μισού του 20ού αιώνα.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διέγραψε μια μακρότατη πολιτική διαδρομή (αρχής γενομένης από το 1946), αφήνοντας κατά γενική ομολογία ως παρακαταθήκες την αφοσίωση στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, τη στήριξη της δημοκρατίας, καθώς και την υπεράσπιση της ενότητας και της ομόνοιας.

Η Βουλή των Ελλήνων τίμησε τη μνήμη του πρώην πρωθυπουργού και επίτιμου προέδρου της ΝΔ με ειδική συνεδρίαση της ολομέλειάς της, που πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιουνίου 2017.

Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής συνεδρίασης, πέραν του νυν και του τέως πρωθυπουργού, είχαν λάβει το λόγο η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά και ο Δημήτρης Κουτσούμπας. Οι ομιλίες τους για τον εκλιπόντα πολιτικό άνδρα, όπως κατεγράφησαν στα πρακτικά της Βουλής, ήταν οι ακόλουθες:


Θα ήθελα και από το Βήμα της Βουλής να απευθύνω τα θερμότερά μου συλλυπητήρια προσωπικά, αλλά και εκ μέρους του συνόλου της κοινοβουλευτικής ομάδας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, στον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, στην Ντόρα Μπακογιάννη και φυσικά στο σύνολο της οικογένειας. Γνωρίζω ότι είναι μια μεγάλη και πολύ δεμένη οικογένεια. Ξέρω πολύ καλά πόσο μεγάλο είναι το πλήγμα της απώλειας των γονιών σε οποιαδήποτε ηλικία.

Εξαιρετικά δύσκολη, κυρίες και κύριοι βουλευτές, η σημερινή συζήτηση, γιατί είναι νωπό το χώμα που τον σκεπάζει στην αγαπημένη του Κρήτη. Kι αυτό επιβάλλει ιδιαίτερα ειλικρινή σεβασμό και στοιχειώδη ευαισθησία.

Η Βουλή θέλω να είμαι καθαρή δεν γράφει η ίδια την ιστορία, ούτε την προσωπική ούτε τη συλλογική. Η Βουλή, όμως, κατέχει και προσφέρει το υλικό για τη συγγραφή της ιστορίας. Και σε αυτή τη σημερινή αποτίμηση συμμετέχω κι εγώ με αίσθημα ευθύνης και με πλήρη και βαθιά επίγνωση των όρων που έθεσα από την αρχή.

Κάθε φορά που μια σημαντική προσωπικότητα του δημόσιου βίου φεύγει από τη ζωή αφήνει ένα ανεξίτηλο σημάδι στο πολιτικό ημερολόγιο του τόπου κι ανοίγει το μεγάλο βιβλίο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας για να γραφτούν νέες σελίδες αφηγήσεων, αξιολογήσεων και κριτικής αποτίμησης. Αυτή η αίσθηση είναι πάντοτε ακόμα πιο έντονη όταν ο εκλιπών είχε μακρόχρονη παρουσία στην πολιτική ζωή του τόπου. Και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανήκει σε εκείνους τους πολιτικούς που κυριάρχησαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, μετά τον πόλεμο, με έργα και πρωτοβουλίες και με έντονο πολιτικό λόγο μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής του.

Μπολιασμένος από νωρίς με το πάθος για συμμετοχή στα κοινά, δεν έπαψε ποτέ να αναπτύσσει πολυσχιδή πολιτική δράση. Υπήρξε σθεναρός υποστηρικτής της δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας μέχρι και το τέλος της ζωής του.

Έζησε όλα όσα θα ήθελε ένας πολιτικός να ζήσει, σε όλους τους ρόλους, από όλα τα μετερίζια, και άσκησε όλα σχεδόν τα καθήκοντα, τα κυβερνητικά πάνω από όλα, πρωθυπουργός, υπουργός, αλλά βεβαίως και τα κοινοβουλευτικά.

Αποτελεί και δική μου εκτίμηση ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μπορεί να αναγνωριστεί ως ένας από τους κορυφαίους κοινοβουλευτικούς. Δεν ήταν ρήτορας με τα παραδοσιακά κριτήρια. Είχε, όμως, το χάρισμα να διατυπώνει τις πολιτικές του θέσεις και να τις αναλύει και να τις υποστηρίζει μέσα στην αίθουσα αυτή με ένα μοναδικό τρόπο.

Όσο και αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις πολιτικές επιλογές του, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί το υψηλό πολιτικό του ανάστημα, τη σημαντική παρουσία του στη Βουλή και την αποφασιστικότητά του στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, της οποίας υπήρξε πρωθυπουργός από το ’90 έως το ’93, άσκησε μια πολιτική που είχε σαφές πρόσημο, συγκεκριμένο περιεχόμενο και αποτέλεσμα. Η δική μας παράταξη, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, βρεθήκαμε απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Δεν ήταν προσωπικές οι διαφορές, ήταν άκρως πολιτικές.

Αντιταχθήκαμε στη λογική της βίαιης προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας στα κελεύσματα των πιο συντηρητικών επιλογών εκείνης της εποχής. Αντιταχθήκαμε στην επικράτηση της αδιέξοδης, κατά την άποψή μας, λογικής της διαρκούς λιτότητας, της πλήρους απουσίας της εγγυητικής κρατικής παρέμβασης στην αγορά, στην υποχώρηση και αποδιοργάνωση του κοινωνικού κράτους.

Και ήρθαμε, τέλος, σε ευθεία αντιπαράθεση με τη μεγάλη πολιτική περιπέτεια του ’89, όταν στοχοποιήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου με την παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο, μια καθαρά πολιτική δίωξη, που δημιούργησε πόλωση και δίχασε τον ελληνικό λαό, μια πολιτική θύελλα που συνεχίστηκε μέχρι την επάνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβέρνηση και τις γενναίες πολιτικές πρωτοβουλίες που έλαβε για το τέλος της σκανδαλολογίας και την εθνική συνεννόηση και συμφιλίωση.

Η λογική της εθνικής συμφιλίωσης και συνεννόησης οδήγησαν στην επίτευξη του μεγάλου στόχου της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΟΝΕ επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη. Το αίτημα της εθνικής συνεννόησης παραμένει έως σήμερα εξαιρετικά επίκαιρο και ζωντανό, ένα αίτημα που η Δημοκρατική Συμπαράταξη επιμένει να υπηρετεί και να διεκδικεί στις μέρες μας.

Υπάρχουν μεγάλα και κρίσιμα κομμάτια της ιστορίας μας που δεν μπορούν να ξαναγραφούν. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη διορατικότητα και το πολιτικό αισθητήριο του εκλιπόντος.

Ανεξάρτητα από την κριτική άποψη για τις επιλογές και τις πολιτικές που ακολούθησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, δεν έπαψε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του να διακρίνεται για την οξεία πολιτική σκέψη, να υποστηρίζει με σθένος αυτό που ο ίδιος θεωρούσε σωστό, να έχει ευρεία αντίληψη της διεθνούς πραγματικότητας και ικανότητα να διαβάζει τα σημάδια των καιρών.

Είναι αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, που σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη, συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία του στον δημόσιο πολιτικό βίο της χώρας τοποθετούν τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στη χορεία των σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων της Ελλάδας.

Ο ιστορικός του μέλλοντος είμαι βέβαιη θα αφιερώσει μεγάλο μέρος της μελέτης και του έργου του στην ανάλυση και αποτίμηση της πολυετούς σταδιοδρομίας και προσφοράς του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στον πολιτικό μας βίο. Θα φανεί είμαι σίγουρη γενναιόδωρος για τα θετικά και αυστηρός απέναντι σε πιθανά σφάλματα και παραλείψεις. Άλλωστε, η ιστορία, η αντικειμενική ιστορική αξιολόγηση, δεν γράφεται ούτε με τη μεταθανάτια ωραιοποίηση ούτε με ανεδαφικά αναθέματα.

Κάθε πρόσωπο που πέρασε και άφησε το αποτύπωμά του στη σύγχρονη πολιτική μας ιστορία με την ένταση και τη διάρκεια που το έπραξε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αξίζει κάτι πολύ περισσότερο από μια παθιασμένη ή εμπαθή μεταθανάτια κατάθεση διαπιστευτηρίων αγάπης και μίσους στον Τύπο και στο διαδίκτυο.

Οφείλουμε να συμβάλουμε στην αποτίμηση και αξιολόγηση ενός πολιτικού που γεννήθηκε και μεγάλωσε πορευόμενος ανάμεσά μας και μετεξελίχθηκε στον πιο σκληρό αντίπαλό μας. Αναμφίβολα, η αποτίμησή μας και η αξιολόγησή μας είναι θετική.

Από τη ζωή κάθε μεγάλου πολιτικού ηγέτη, από τις πράξεις, τις ιδέες, ακόμα και από τα σφάλματά του η πληγωμένη σήμερα κοινωνία μας έχει μαθήματα να αντλήσει. Ξαναδιαβάζοντας το παρελθόν μας μπορούμε να βρούμε ξανά όσα πραγματικά μας ενώνουν και μας εμπνέουν, να αναστηλώσουμε το χαμένο κύρος και την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, να εργαστούμε για την εμβάθυνση της δημοκρατίας μας, την ενίσχυση των θεσμών, τη διαφάνεια και αξιοπρέπεια της πολιτικής μας ζωής.

Αυτό είναι το χρέος ενός λαού και μιας κοινωνίας απέναντι στο παρελθόν του και σε όλες τις σπουδαίες προσωπικότητες που υπηρέτησαν την πατρίδα.

Γιατί, κυρίες και κύριοι βουλευτές, έρμα στη δύσκολη πλεύση προς το μέλλον μπορεί να είναι μόνο η γνώση και η σωστή αξιολόγηση του παρελθόντος με υπευθυνότητα και αμεροληψία, χωρίς παρωπίδες, δογματισμούς και αγκυλώσεις, δίχως αγίους και δαίμονες.

Φώφη Γεννηματά, πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ


Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, αναμφίβολα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στην αιωνόβια ζωή του αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού αστικού πολιτικού κόσμου.

Στα χρόνια της Κατοχής υπήρξε στέλεχος της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης, η οποία βρισκόταν σε στενή συνεργασία με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Με τη δράση του, τις πρωτοβουλίες και τις πρακτικές ενέργειές του συνέβαλε ώστε να αποκατασταθεί η κλονισμένη αστική εξουσία εξαιτίας και της στάσης τής τότε ηγεσίας της κατά τη διάρκεια της Κατοχής και αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, αλλά και εξαιτίας της αντιστασιακής δράσης και της μεγάλης επιρροής μέσα στο λαό της ΕΑΜικής εθνικής αντίστασης.

Η υπεράσπιση της αστικής εξουσίας αποτέλεσε σταθερό προσανατολισμό του και όλη την περίοδο της ενεργού στη συνέχεια ανάμιξής του στην πολιτική ζωή του τόπου, από το 1946, που πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής, μέχρι την ανάληψη άλλων αξιωμάτων στον πολιτικό βίο, όπως σε υπουργικές θέσεις, αρχηγός κόμματος, μέχρι και την ανάδειξή του στη θέση του εκλεγμένου πρωθυπουργού της χώρας.

Σε αυτό το πλαίσιο, πρωταγωνίστησε στις προσπάθειες διαφόρων αναγκαίων εκσυγχρονισμών που απαιτούνταν για την αποτελεσματικότερη άσκηση και εδραίωση της αστικής εξουσίας και κυριαρχίας. Ήταν από τις πολιτικές προσωπικότητες του αστικού κόσμου που κατάλαβε σχετικά νωρίς ότι για την αντιμετώπιση του εργατικού, λαϊκού, του κομμουνιστικού κινήματος δεν αρκούσε η καταστολή και οι διώξεις, αλλά επιβαλλόταν και η προώθηση πολιτικών μέτρων συμμετοχής και ενσωμάτωσής τους τελικά στο αστικό πολιτικό σύστημα. Από τη σκοπιά αυτή, από την αρχή ήταν ανοιχτός στην προοπτική ελεύθερης πολιτικής δράσης του ΚΚΕ, μέχρι το σημείο βέβαια που και το ίδιο θα περιόριζε τους στόχους και τη δράση του στα όρια και στα πλαίσια της αστικής διαχείρισης.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης περιπλέχθηκε στις αντινομίες και τις αντιφάσεις που πήγαζαν από το τρίγωνο στρατός – παλάτι – κυβέρνηση της μεταπολεμικής αστικής εξουσίας και τις διαφορετικές διεθνείς συμμαχίες που προωθούσαν οι διάφορες αντιμαχόμενες μερίδες της αστικής τάξης, της κυρίαρχης τάξης στη χώρα πριν την εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Ως αποτέλεσμα έφυγε από την Ένωση Κέντρου και την κυβέρνησή της τον Ιούλη του 1965, συνεχίζοντας όμως να υπερασπίζεται τα στρατηγικά συμφέροντα του συστήματος, αντιτασσόμενος, όπως και άλλοι αστοί πολιτικοί της περιόδου, στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967.

Μετά την πτώση της δικτατορίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συμμετείχε στην πολιτική ζωή αρχικά ως ανεξάρτητος και στη συνέχεια ως στέλεχος και αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας.

Η ανάδειξη της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση και του ίδιου στην πρωθυπουργία το 1990 συνδέθηκε και με την ψήφιση αντιλαϊκών μέτρων σε ένα εγχώριο και διεθνές περιβάλλον που σημαδευόταν από την προώθηση αντεπαναστατικών ανατροπών στις σοσιαλιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και την προετοιμασία συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την περίοδο τότε της μετατροπής της από ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Ακόμα και μετά την πτώση της κυβέρνησής του το 1993 συνέχιζε να υποστηρίζει με συνέπεια τις στρατηγικές επιλογές της άρχουσας τάξης, τις διεθνείς συμμαχίες της, το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ έδωσε ανεπιφύλακτα τη στήριξή του σε όλες τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και μεταρρυθμίσεις, σε όλα τελικά τα μετέπειτα μνημόνια.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας αντιμετώπισε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη με βάση αντικειμενικά δεδομένα, όπως άλλωστε κάνει για κάθε πολιτικό αντίπαλό του, σε συνδυασμό με τα συνολικά κριτήρια που διατηρεί έως σήμερα προκειμένου να κρίνει τον ρόλο μίας κυβέρνησης, ενός ηγέτη απέναντι στο λαϊκό κίνημα.

Κάποιοι μας κατηγορούν μερικές φορές ότι είμαστε σκληροί και ισοπεδωτικοί απέναντι σε αντιπάλους μας. Άλλοι πάλι, για τους δικούς τους λόγους, ισχυρίστηκαν ότι είμαστε επιεικείς, ότι τάχα ίσως και να υπήρχαν κάποια κρυφά μορατόριουμ μαζί τους. Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει.

Αν και σκληρός ιδεολογικά και πολιτικά αντίπαλος, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πάντα έλεγε αυτά που πίστευε, με ευθύτητα αντιμετώπιζε τους πολιτικούς του αντιπάλους. Με ευθύτητα και πολιτικά επιχειρήματα τον αντιμετωπίσαμε πάντοτε και εμείς.

Το ΚΚΕ αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έναν μεγάλο και ικανό αντίπαλο με καθαρό πολιτικό λόγο. Καθαρά και με ευθύτητα το κόμμα μας αντιπαρατέθηκε στις πολιτικές θέσεις και απόψεις του, με πολιτικά επιχειρήματα, χωρίς μισόλογα, χωρίς μικροκομματικούς ελιγμούς.

Πιστεύουμε ότι αυτό μας το αναγνώρισε και ότι δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση, χάριν σκοπιμότητας, αυτές τις ώρες να κρύβουμε λόγια, ακόμη και τώρα που πλέον δεν είναι στη ζωή.

Δημήτρης Κουτσούμπας, Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας