Φώτης Σιώτας: «Έχω ακολουθήσει άναρχη πορεία στη μουσική»
Ο πολύτροπος βιολιστής και συνθέτης μιλάει για τις ετερόκλητες δημιουργικές διαδρομές του, τα ακούσματα που τον επηρέασαν και το στίγμα του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
Ο βιολιστής και συνθέτης Φώτης Σιώτας έχει κάτι απ’ τον ήχο και τον τρόπο των Waterboys, αλλά πατάει και κοιτάει πάντα προς το μέσα τοπίο της δικής μας παράδοσης και των ανανεωτικών της όψεων. Τραγουδάει, ενορχηστρώνει, γράφει μουσική για το θέατρο, γράφει νέο λαϊκό.
Ιδιαίτερη περίπτωση στα μουσικά πράγματα, εδώ και τριάντα χρόνια γνώριμος ενός κοινού πλάι στους Θανάση Παπακωνσταντίνου και Σωκράτη Μάλαμα, μοιάζει εσχάτως να επιχειρεί έναν πιο αυτόνομο βηματισμό πηγαίνοντας και σε πιο ετερόδοξες για εκείνον μουσικές περιοχές.
Τραγουδά πλάι στην Τάνια Τσανακλίδου, δοκιμάζεται σε ένα πιο νεωτερικό είδος και συμβάλλει σε ένα ρεύμα της εποχής μας με βασικό του γνώρισμα την ανεξιθρησκία. Ολα αυτά περνούν από τη σημερινή μας συνέντευξη που είχε τον χαρακτήρα πινγκ πονγκ, με ερωταπαντήσεις γραπτές για μια εβδομάδα και με παρεμβολές τις εκατέρωθεν σκέψεις μας – βασικά εκείνου – για το σήμερα.
Αναρωτιέμαι τόση ώρα από πού να πιάσω το νήμα. Γιατί κάθε άνθρωπος είναι πολύπλοκος αλλά, όπως και να ‘χει, έχουμε αρχή και μέση και τέλος. Ας πάω έτσι. Νιώθω μια βαθιά σας σχέση με τον Ρασούλη και τον Ξυδάκη, τον Τάσο Φαληρέα και το πρώτο ρεύμα απενοχοποίησης του λαϊκού, στα τέλη του ’70, με την «Εκδίκηση της γυφτιάς» (1978) και μετά με τα «Δήθεν».
Κάθε άνθρωπος είναι πολύπλοκος, σωστά το λες. Στη δική μου περίπτωση νομίζω ότι μιλάμε για μία πορεία άναρχη. Και αυτό γιατί τα είδη μουσικής με τα οποία έχω ασχοληθεί είναι ετερόκλητα και επίσης τα μέσα που χρησιμοποιώ ποικίλλουν, το βιολί, η φωνή, η σύνθεση για το θέατρο, οι ενορχηστρώσεις, η τραγουδοποιία. Η αγάπη για το δικό μας τραγούδι, το ρεμπέτικο, το λαϊκό, το παραδοσιακό, έχει χαράξει την πληροφορία μέσα μου από τα παιδικά χρόνια και από τα ακούσματα στο οικογενειακό περιβάλλον. Η αίσθησή σου έχει βάση. Η παρέα της «Εκδίκησης της γυφτιάς» πέρα από τα καταπληκτικά τραγούδια που έδωσε, έφερε ξανά στον πυρήνα του τραγουδιού τον ανεπιτήδευτο τρόπο που έχουν τα παλιά λαϊκά, αφαίρεσε τη σπουδαιοφάνεια που ξεχείλιζε κάποιες φορές από το τραγούδι της εποχής, τόσο στον λόγο όσο και στη μουσική, στον τρόπο ηχογράφησης και στις ενορχηστρώσεις. Βάζω αυτή την παρέα στους παιδικούς μου ήρωες.
Αν είστε σήμερα πενήντα ετών, σημαίνει πως μεγαλώσατε σε μια Θεσσαλονίκη που είχε και Νίκο Παπάζογλου και Τρύπες. Και Γιώργο Ζήκα και ροκ. Εχει ενδιαφέρον αν αυτό το όλο κλίμα και κράμα το ξαναβρίσκετε μέσα σας τα επόμενα χρόνια.
Οι εμπειρίες μου στη Θεσσαλονίκη του ’90 ήταν αυτές. Επαιζα με τον Γιώργο Ζήκα, έβλεπα τις Τρύπες, ηχογραφούσα στο στούντιο του Παπάζογλου, έπαιζα με τους αδελφούς Χουλιάρα στην «Ομορφη Νύχτα» αλλά και με τους Ποδηλάτες, τους Boomstate, τον Σαδίκη, τους Ευοί Ευάν στα Λαδάδικα και στον Μύλο. Πράγματα ετερόκλητα χωρίς να γειτονεύουν μουσικά, ένα χαρμάνι «απάλευτο». Και επειδή τα αγαπούσα όλα, φτιάχτηκαν οι συνάψεις και έγινε κράμα και κλίμα το φαινομενικά αταίριαστο. Ετσι φτιάχτηκε η πατίνα και ό,τι έκανα και κάνω μετά είναι πιο εύκολο και να το κατανοήσω και να το επικοινωνήσω.
Το λογικό πάντως σε τέτοιο περιβάλλον θα ήταν να ασχοληθείτε με κιθάρα, μπάσο, μπουζούκι… Το βιολί πώς προέκυψε;
Η σχέση μου με τη μουσική ξεκίνησε στην προσχολική ηλικία. Τραγουδούσα συνέχεια στο σπίτι και έτσι πέντε χρονών μπήκα στην παιδική χορωδία Αγίας Τριάδος Θεσσαλονίκης όπου εκεί ουσιαστικά έμαθα μουσική, ήρθα σε επαφή με το κλασικό χορωδιακό ρεπερτόριο και η φυσική συνέχεια ήταν να πάω στο ωδείο να μάθω ένα όργανο. Η μάνα μου είχε καημό να μάθω ακορντεόν επειδή ο παππούς μου δεν την άφησε να μάθει, αλλά όταν πήγα στο ωδείο και άκουσα κάποιον να παίζει βιολί είπα αυτό θέλω και εγώ.
Είχατε πρότυπα-εικόνες βιολάτορες; Τότε λαϊκά μεγαλουργούσε ας πούμε ο Κόρος, ή ο Κουκουλάρης, ή ο Ζέρβας, ή ο Χατζόπουλος… ακόμη και το ’90 μέχρι και μετά το 2000 όλα αυτά, σε κέντρα, πανηγύρια και σε δίσκους.
Τα πρώτα ακούσματα εκτός του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος ήταν οι κέλτες βιολιστές. Συγκροτήματα όπως οι Waterboys, The Levellers, The Pogues, King Crimson, Tuxedomoon, όπου πρωταγωνιστεί το βιολί. Αργότερα βάρεσε η ρίζα μέσα μου και γνώρισα τους δικούς μας ήρωες. Στη «Θεσσαλονικιά» είδα τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο αλλά βασικά πήγα για τον Ζέρβα και άφησα το όργανο στη θήκη για κάνα μήνα μέχρι να συνέλθω και στο πανηγύρι στο Μετόχι στην Εύβοια το 1991 το καλοκαίρι είδα τον τεράστιο Στάθη Κουκουλάρη. Ο δίσκος «Από τη Μικρασία στο Αιγαίο» του Στάθη Κουκουλάρη είναι από τους δίσκους που έχω ακούσει περισσότερο. Η καταγωγή μου είναι από Καστοριά και Γρεβενά και εκεί μεγαλούργησαν ο Νίκος και ο Σπύρος Γκιουλέκας. Αγαπώ το παίξιμό τους και τη μουσική που κόσμησαν τον «Θεσσαλικό δρόμο». Να προσθέσω ότι μεγάλο πρότυπο για όλους τους βιολιστές που ήθελαν να ασχοληθούν με το ελληνικό ρεπερτόριο στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του ’90 ήταν και είναι ο πατέρας του βιολιού Κυριάκος Γκουβέντας.
Σωκράτης Μάλαμας. Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Συνεργάζεστε χρόνια. Πώς μπαίνουν στη ζωή σας;
Στις αρχές του ’90 ο εξαιρετικός ακορντεονίστας και συνθέτης Κώστας Βόμβολος, τον οποίο γνώρισα σε μία ηχογράφηση στο στούντιο του Νίκου Παπάζογλου, με κάλεσε στην ορχήστρα που έφτιαξε για να συνοδεύσει τον καινούργιο τραγουδοποιό Θ. Παπακωνσταντίνου και την ερμηνεύτρια Μελίνα Κανά. Σε αυτή τη συναυλία στο κοινό ήταν ο Σωκράτης Μάλαμας. Μετά τη συναυλία μού είπε να μπω στο σχήμα του που θα έκανε συναυλίες το καλοκαίρι σε όλη την Ελλάδα. Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Δεν περίμενα ότι αυτό το βράδυ θα ήταν τόσο καθοριστικό για τα επόμενα τριάντα χρόνια.
Σκέφτομαι πως έχετε ζήσει τόσα χρόνια δίπλα τους, πλάι τους, μαζί τους, με τους δύο σημαντικότερους συναυλιακούς σταρ που έχουμε μετά την εποχή του Β. Παπακωνσταντίνου ή του Γ. Νταλάρα. Και που ξεκίνησαν και οι δυο τους τόσο διαφορετικά. Πώς εξηγείτε εσείς την επικοινωνία και γλώσσα που κατέκτησαν με τόσο ευρύ κοινό; Και δη νέο κοινό.
Από τους πρώτους δίσκους έδωσαν μια καινούργια δυναμική στο τραγούδι, ένα πολύ ισχυρό προσωπικό ύφος. Ο δίσκος «Βραχνός προφήτης» και αμέσως μετά η «Αγρύπνια» με τη συνεργασία του Θανάση με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο έφτιαξε μια καινούργια γλώσσα στο τραγούδι και μια πολύ δυνατή μπάντα, τους «Λαϊκεδέλικα». Το γεγονός ότι οι συναυλίες αυτές δεν είχαν ακριβώς πρόγραμμα, ήταν θα έλεγα μια τελετουργία και ένα πανηγύρι με πολύ αυτοσχεδιασμό, δημιούργησε μια κατάσταση όπου το κοινό συμμετείχε πολύ πιο ενεργά από ό,τι ένας ακροατής. Επίσης ο Θανάσης δεν προετοιμάζει τι θα πει στη σκηνή, και αυτό είναι πολύ γοητευτικό. Στην περίπτωση του Σωκράτη πιστεύω ότι ο τρόπος που απευθύνει το τραγούδι είναι μοναδικός.
Κάπου εκεί ξεκινάτε και εσείς να τραγουδάτε; Το «Σαν Παιδί» μοιάζει με σημείο μας τελετουργίας όταν το λέτε…
Νομίζω ότι είναι από τα λίγα ερωτικά τραγούδια του Θανάση και θυμάμαι ότι είχε αμφιβολίες αν θα πρέπει να το δισκογραφήσει. Ηταν μια πολύ ωραία στιγμή για εμένα εκτός ότι το τραγούδησα, ήταν ένα τραγούδι από τον δίσκο «Ελάχιστος Εαυτός» που είχα αναλάβει την ενορχήστρωση και ήταν μεγάλη η χαρά μου το ότι ο Θανάσης μετά από κάποια χρόνια συνεργασίας με είχε εμπιστευτεί και σαν ενορχηστρωτή. Φτιάχνει έναν πολύ ωραίο κόσμο αυτό το τραγούδι.
Θέατρο και σύνθεση. Πώς ξεκινούν τα δύο σκέλη της εκ παραλλήλου δράσης σας; Μουσική για θέατρο εννοώ, και αυτοτελώς σύνθεση, όπως με τον στιχουργό-ποιητή Θοδωρή Γκόνη και την ερμηνεύτρια Ιουλία Καραπατάκη;
Πριν από περίπου είκοσι χρόνια μαζί με τον κιθαρίστα Κώστα Παντέλη φτιάξαμε τους Sancho 003. Πειραματιζόμασταν με λούπες και εφέ φτιάχνοντας πρωτότυπες συνθέσεις. Κυκλοφορήσαμε δύο δίσκους, γνωρίσαμε τη χορευτική ομάδα Sinequanon και γράψαμε μουσική για αρκετές παραστάσεις τους. Αυτή ήταν και η πρώτη μου εμπειρία ξεκινώντας βέβαια από τον σύγχρονο χορό και μετά άρχισα να γνωρίζω κόσμο από τον χώρο του θεάτρου και η μια συνεργασία έφερε την άλλη. Ολο αυτό τον καιρό δίσταζα να ασχοληθώ με το τραγούδι. Είχα γράψει κάποια τραγούδια για τους Σωτήρες και τους Ευοί ευάν, γκρουπ στα οποία συμμετείχα, αλλά ήταν περισσότερο στο πλαίσιο μιας ομάδας, μιας μπάντας, όχι τραγουδοποιία. Πέρασα μια φάση που άρχισα να ακούω παλιά τραγούδια, είχα αρκετές ελλείψεις από το ρεπερτόριο των μεγάλων λαϊκών συνθετών, γοητεύτηκα και έτσι κάπως, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα να σκαλίζω μια κιθάρα, να ζητάω στίχους από τον Θοδωρή Γκόνη και έφτιαξα τα «Δεύτερα».
Επειδή μιλάμε για τραγούδια, και επειδή ξέρω πως σας απασχολεί το θέμα, τελικά το λαϊκό είναι μια σχολή του ’60 ή του ’70 που διατηρεί ένα σταθερό μονοπάτι, ή μετασχηματίζεται μαζί με την εποχή; Τι είναι λαϊκό για εσάς;
Η δική μου οπτική είναι ότι το πρώτο αστικό τραγούδι στην Ελλάδα στήθηκε από τον Μάρκο Βαμβακάρη, όπως λέει και ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, αυτός έστρωσε το τραπέζι. Και στον δρόμο αυτόν περπάτησαν όλοι οι μεγάλοι συνθέτες με πρώτο τον Βασίλη Τσιτσάνη. Χιώτης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης και πολλοί άλλοι. Στα χρόνια από το ’60 και μετά μπολιάστηκε επιτυχώς με στοιχεία από τους έντεχνους συνθέτες Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο και άλλους και από τους νεότερους λαϊκούς συνθέτες: Ζαμπέτας, Πάνου, Καλδάρας, Νικολόπουλος, Σούκας. Και επίσης το ρεπερτόριο των μεγάλων τραγουδιστών του, Καζαντζίδη, Διονυσίου, Μητροπάνου, Τερζή. Και βέβαια υπάρχουν και οι πιο λόγιες προσεγγίσεις με κορυφαίο τον Μαμαγκάκη. Ο δρόμος που πατάει όλη αυτή η εξέλιξη είναι κυρίως η τροπικότητα, οι ρυθμοί και το μπουζούκι. Για μένα το λαϊκό τραγούδι έχει αυτές τις αναφορές, είναι μια γλώσσα που δημιουργήθηκε από ανθρώπους με πολύ ταλέντο σε βάθος χρόνων με πολύ ισχυρό αποτύπωμα. Αν ζούσαμε εκείνη την εποχή τότε πιστεύω θα μπορούσαμε να καταλάβουμε την τεράστια δυναμική του και τη μαζική αποδοχή από τον κόσμο.
Κυρίαρχο ρόλο παίζουν τα όργανα για εσάς στο λαϊκό ή ο στίχος;
Δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω. Το ένα καθορίζει το άλλο. Πάντως οι πρώτοι μεγάλοι συνθέτες γράψανε πάνω στο μπουζούκι. Είναι ο ήχος αυτού του τραγουδιού.
Εσείς δείχνετε μια ευελιξία και ως ερμηνευτής. Π.χ. έχετε πει το «Είπα να φύγω» σε αφιέρωμα για τον Γιάννη Σπανό. Δύσκολο, όχι αμιγώς λαϊκό, όπως εκείνα του ’60, αναμετριέστε δε με δύσκολα τραγούδια.
Πέρα από το λαϊκό, έχω αγαπημένες στιγμές σε όλο το ρεπερτόριο του ελληνικού τραγουδιού. Οταν καταφέρνω να φυλακίσω ένα τραγούδι στην ιδιοτροπία που έχουν η φωνή και ο τρόπος ερμηνείας μου και καταφέρω αυτό να με δονήσει, να μου σκάσει ένα χαμόγελο, τότε βγαίνω και το λέω με σιγουριά.
Πώς είναι η εμπειρία πλάι σε μια μεγάλη τραγουδίστρια σαν την Τάνια Τσανακλίδου; Σήμερα υπάρχει μια κουβέντα πως λείπουν ανδρικές φωνές.
Είναι πολύ ωραίο αυτό το αντάμωμα που έχει γίνει με την Τάνια. Μία πολύ μεγάλη ερμηνεύτρια, ένας γενναιόδωρος άνθρωπος, μια ελεύθερη γυναίκα με ανοιχτή καρδιά και καθαρό βλέμμα. Είναι μεγάλη τύχη να είμαι δίπλα της. Δεν το λέω με τυπικότητα ούτε από ευγένεια, είναι κάποιες φορές που κάποιοι άνθρωποι σε βοηθούν να δεις και κάτι άλλο έξω από το πλαίσιο που βάζεις μακριά από τις ευκολίες σου. Νομίζω ότι υπάρχουν αντρικές φωνές. Αναφέρω ενδεικτικά τον Γιάννη Διονυσίου που είναι ένας πολύ καλός λαϊκός τραγουδιστής. Στα μικρά μαγαζιά που παίζεται το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι υπάρχουν φωνές-διαμάντια, αναφέρω τον Σταμάτη Αναστόπουλο που παίζει κυρίως σε μικρούς χώρους. Η δυσκολία να εδραιωθούν συνδέεται με το ρεπερτόριο που θα στηρίξει αυτές τις φωνές.
Παίζετε σε μικρούς χώρους, έχετε παίξει και σε πολύ μεγάλους. Λείπει σήμερα το μεσαίο κέντρο α λα ’80 ή ακόμη και ’90 που τροφοδοτούσε το ελληνικό λαϊκό και αυτό καθορίζει και μια νέα μουσική συμπεριφορά του κοινού, των ακροατών;
Σωστά το λέτε. Και όχι μόνο για το λαϊκό τραγούδι, γενικότερα για το πώς επικοινωνεί με τον κόσμο η μουσική. Μεσαίας χωρητικότητας χώροι είναι η ιδανική συνθήκη. Δεν είναι η αρένα που δεν έχεις επαφή οπτική με τον κόσμο, έχουν καλύτερο ήχο και από τους μεγάλους χώρους και από τους μικρούς και μπορεί να γίνει ένα «πάρε – δώσε» όμορφο με τον κόσμο. Επίσης στους μικρούς χώρους συνήθως έχει φαγητό και οι συνθήκες ακρόασης είναι δύσκολες. Απλά τα καφενεία και οι ταβέρνες μέχρι στιγμής έχουν κρατήσει ζεστό ένα πολύ σημαντικό δυναμικό που παίζει το παλιό ρεπερτόριο.
Προσεχώς θα σας δούμε σε μεγάλο ή μικρό χώρο; Τι θα κάνετε το καλοκαίρι;
Το καλοκαίρι θα γράψω τη μουσική για την παράσταση «Οιδίποδας Τύραννος» σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Στάνκογλου. Θα γίνει μια μεγάλη περιοδεία και θα παίξουμε και στα τέλη Αυγούστου στην Επίδαυρο. Ταυτόχρονα θα κάνω λίγες συναυλίες μαζί με την Τάνια Τσανακλίδου και λίγες συναυλίες με το δικό μου σχήμα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις