Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος: Ίλεως αυτοίς και Εμοί ο Κύριος
Ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ιεράρχες του 20ού αιώνα
Στις 2 Ιουνίου 1941, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος εξέπεσε από το αξίωμά του. Η αιτία της καθαίρεσής του από τον αρχιεπισκοπικό θώκο ήταν η επίμονη άρνησή του να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, γεγονός που είχε επισύρει τη μήνιν των κατακτητών και των συνεργατών τους.
Ο Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης), πέραν πάσης αμφιβολίας ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ιεράρχες του 20ού αιώνα, είχε γεννηθεί στη Γρατινή Ροδόπης (στην ευρύτερη περιοχή της Κομοτηνής) το 1881.
Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και στο εξωτερικό (Γερμανία και Ελβετία), ενώ στη συνέχεια χρημάτισε αρχειοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 1913 εξελέγη μητροπολίτης Τραπεζούντος και στα κατοπινά χρόνια συνέβαλε ουσιωδώς στην προβολή των δικαίων του αλύτρωτου ελληνισμού στο εξωτερικό.
Ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή ο Χρύσανθος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και διετέλεσε αποκρισάριος (αντιπρόσωπος) του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ελληνική πρωτεύουσα.
Το Δεκέμβριο του 1938, μετά την ακύρωση της εκλογής του μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών (Νοέμβριος 1938) και την έκδοση ειδικού νόμου από την κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά, ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος επεβλήθη ως εκλεκτός τού τότε δικτατορικού καθεστώτος και κατέλαβε τον αρχιεπισκοπικό θώκο.
Το 1939 ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Χρύσανθος απεβίωσε στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου 1949, ημέρα Τετάρτη (περί τις 11:30 μ.μ. υπέστη συγκοπή συνεπεία χρονίου καρδιακού νοσήματος), και κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού.
Στις 10 Ιουλίου 1943, μεσούσης της Κατοχής, ο Χρύσανθος είχε συντάξει ιδιοχείρως τη διαθήκη του, η οποία έμελλε να ανοιχτεί στο Πρωτοδικείο και να δημοσιευτεί στις 7 Οκτωβρίου 1949. Η διαθήκη του αειμνήστου ιεράρχη είχε ως εξής:
«Σήμερον την 10 Ιουλίου 1943 εν Αθήναις, Κυψέλη, οδός Σουμελά αριθμός 4, συνέταξα την παρούσαν ιδιόχειρον διαθήκην μου. Ζητώ συγγνώμην παρά πάντων ους εν τη ασκήσει των καθηκόντων μου τυχόν παρεπίκρανα και απονέμω συγγνώμην εις πάντας όσοι με ελύπησαν. Ίλεως αυτοίς και Εμοί ο ΚΥΡΙΟΣ. Περιουσίαν χρηματικήν ή κτηματικήν δεν έχω. Τα αρχιερατικά μου άμφια και την βιβλιοθήκην μου διέθεσα εν καιρώ ως ηβουλήθην […].
[…]
Πέποιθα ότι οι συγγενείς μου κατά σάρκα θα σεβασθούν την μνήμην μου και δεν θα θελήσουν επικαλούμενοι το όνομά μου ή τας μικράς μου υπηρεσίας εις την Εκκλησίαν και το έθνος να ζητήσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και επιβαρύνουν την Εκκλησίαν ή την Πολιτείαν με αιτήσεις συντάξεων ή επιδομάτων ή οιασδήποτε υλικάς ή ηθικάς βοηθείας. Αλλ’ εάν παρά προσδοκίαν ευρεθή τις των συγγενών μου αθετών την τελευταίαν ταύτην θέλησίν μου, τον τοιούτον αποκηρύττω ως συγγενή μου κατά σάρκα και παρακαλώ την Εκκλησίαν και την Πολιτείαν να απορρίψουν πάσαν τοιαύτην ασεβή αίτησιν».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις