Το βλέπουμε ξανά και ξανά σε όλο τον κόσμο. Μια εκλογική νίκη προσδίδει στον νικητή, πέρα από νομιμοποίηση να κυβερνήσει, άφεση των όποιων «αμαρτιών»: αφού νίκησε, άρα ο λαός μίλησε, όλα καλώς καμωμένα κι η μέχρι τώρα πορεία δικαιωμένη. Κι αντίστροφα: ο ηττημένος αποδείχθηκε ότι είχε οριστικά άδικο, αφού κρίθηκε κι αυτός στην κάλπη. Στη δημοκρατία, όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι: άλλο το εκλογικό αποτέλεσμα, άλλο η πολιτική ουσία, άλλο το (διαρκές) δικαίωμα κριτικής και αμφισβήτησης.

Το παράδειγμα των πρόσφατων εκλογών στην Τουρκία είναι βέβαια το πιο χαρακτηριστικό: η τάση είναι για θαυμασμό του Ερντογάν, του «ανίκητου Σουλτάνου», του ανθρώπου που «ξέρει να μιλά στην καρδιά του λαού». Η έκτη συνεχής νίκη δικαιώνει τα πεπραγμένα στην εξουσία, την οποία το συγκεκριμένο πρόσωπο κατέχει από το 2003, πρώτα ως πρωθυπουργός κι από το 2014 ως πρόεδρος. Ξεπερνά τον όλο και πιο ανοιχτό αυταρχισμό που, μετά το πραξικόπημα του 2016, έγινε επίσημο δόγμα του κράτους και οδήγησε σε ένα καθεστώς τύπου Πούτιν. Θεωρεί δευτερεύουσα τη χρήση της κρατικής ισχύος και καταστολής, την καταπίεση της ελευθερίας του λόγου και των μέσων ενημέρωσης, την οικονομική και ψυχολογική ασφυξία κάθε αντίθετης φωνής, τη βέβαιη, αν όχι νοθεία (όπως είχε γίνει στο δημοψήφισμα του 2017, με την καταμέτρηση δυόμισι εκατομμυρίων «ασφράγιστων» ψηφοδελτίων, που έδωσαν ένα υπέρ του Ερντογάν αποτέλεσμα 1,7 εκατομμυρίων ψήφων), πάντως «βελτίωση» του υπέρ του προέδρου αποτελέσματος. Και τείνει να προσλαμβάνει ως «δημοκρατική» τη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια ενός προσώπου, την πλήρη υποδούλωση της δικαιοσύνης, το πογκρόμ πιέσεων, διώξεων και φυλακίσεων που έρχεται για όποιον τόλμησε ή θα τολμήσει να αμφισβητήσει τον μονοκράτορα. Ολα αυτά τα κρισιμότατα για τη δημοκρατία στοιχεία μπορεί να μην αλλάζουν το εκλογικό αποτέλεσμα, οφείλουν ωστόσο να το συμπληρώνουν και να καθιστούν ακόμα πιο αναγκαία την επαγρύπνηση ενόψει νέων παραβιάσεων, καθώς και την καταγγελία και την αντίσταση έναντι τέτοιων παραβιάσεων, εφόσον συμβούν.

Αντίστροφης φοράς προκατάληψη επιφυλάσσεται στους ηττημένους: ο γενναίος και αυθεντικός Κιλιτσντάρογλου ήταν «λίγος», παρότι πάλεψε υπέρ της ελευθερίας και τελικά εξέφρασε το 48% ενός βαθύτατα διαιρεμένου λαού. Διαβάζω και ακούω ότι και ο ισπανός πρωθυπουργός Σάντσεθ αποδείχθηκε εξίσου λίγος, μετά την πρόσφατη ήττα σε τοπικές εκλογές και την προκήρυξη πρόωρων εθνικών εκλογών. Λίγο ενδιαφέρει, αυτούς που σκέφτονται έτσι, το υπέρ της ισότητας (ιδίως των φύλων), της δικαιοσύνης και της Ευρώπης έργο του στα χρόνια της διακυβέρνησής του, καθώς και το γεγονός ότι αυτοί που ετοιμάζονται να τον διαδεχθούν – αν και δεν έχει γίνει ακόμη, και δεν θα γίνει τόσο εύκολα – είναι ένα κράμα υπερσυντηρητικών, λαϊκιστών και θαυμαστών του Φράνκο. Στη χώρα μας, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του υπέστησαν πράγματι «στρατηγική ήττα» στις πρόσφατες εκλογές – με πιθανότητες να βαθύνει ακόμα περισσότερο στις επερχόμενες -, αυτή όμως έχει τις ρίζες της στην άρνηση ή αδυναμία να μετατραπούν από κόμμα τυφλής διαμαρτυρίας σε κόμμα σοβαρής εξουσίας και δεν συνεπάγεται πλήρη κατάφαση ή ανοχή στα πεπραγμένα του νικητή των πρόσφατων, και σχεδόν σίγουρα και των επόμενων, εκλογών.

Η δημοκρατία δεν είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, στο οποίο ο «νικητής τα παίρνει όλα». Ούτε ισχύει ότι «ο λαός είναι αλάθητος» (θα το πούμε άραγε αν ξαναβγεί ο Τραμπ;). Η πραγματική δημοκρατία θέλει μνήμη και κρίση και δίνει τη δυνατότητα συνεχούς επανεκτίμησης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ