Πωλ Γκωγκέν: Το έργο κάθε ανθρώπου είναι να εξηγήσει τον εαυτό του
Πάντα τον τραβούσε το άγνωστο, η περιπέτεια
Στις 7 Ιουνίου 1848 γεννήθηκε στο Παρίσι ο σπουδαίος ζωγράφος Πωλ Γκωγκέν (Eugène Henri Paul Gauguin), ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της γαλλικής τέχνης του 19ου αιώνα.
Στη ζωή και το έργο του Γκωγκέν ήταν αφιερωμένο ένα άρθρο που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το Μάιο του 1953, με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από το θάνατο του διάσημου ζωγράφου. Στο εν λόγω άρθρο, που έφερε τον τίτλο «Πωλ Γκωγκέν, η δραματικώτερη μορφή της γαλλικής ζωγραφικής», αναφέρονταν τα εξής:
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.5.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια, την 8ην Μαΐου 1903, πέθανε από καρδιακή προσβολή ο μεγάλος ζωγράφος Πωλ Γκωγκέν. Για τη ζωή και το έργο του έχουν γραφή πολλά, σ’ όλες τις χώρες του κόσμου. Η προσωπικότητά του προσέφερε στους ερευνητάς άφθονο και πλούσιο υλικό για δραματικές εξιστορήσεις και κριτικές. Μυθιστορήματα αρκετά, ρομαντικές βιογραφίες και τουλάχιστον μία κινηματογραφική ταινία έχουν αφιερωθή στην δραματική του μορφή. Μερικοί αυστηροί κριτικοί τον παρουσιάζουν σαν «άνθρωπο του κακού», άλλοι, απολογηταί του αυτοί, σαν μια παρεξηγημένη μεγαλοφυΐα. Όλοι συμφωνούν πως η ζωή του στάθηκε γεμάτη από φυσικούς και πνευματικούς πόνους, και πως αν δεν υπήρξε ένας ιδανικός ήρως, τουλάχιστον εξακολουθεί να παραμένη ένας από τους πιο εξαιρετικούς και πιο εντυπωσιακούς καλλιτέχνας της γενεάς του.
Ο Πωλ Γκωγκέν γεννήθηκε στο Παρίσι στις 7 Ιουνίου 1848 από Γάλλο πατέρα και Ισπανίδα μητέρα. Σε ηλικία τριών χρόνων ταξίδεψε στο Περού, όπου έμενε η οικογένεια της μητέρας του. Ο πατέρας του πέθανε στο καράβι πριν φθάσουν στον προορισμό τους. Ύστερα από τέσσαρα χρόνια γύρισε στη Γαλλία, ενεγράφη σ’ ένα σεμινάριο της Ορλεάνης, και όταν μεγάλωσε κατετάγη στο εμπορικό ναυτικό και έκανε πολλά ταξίδια στη Νότια Αμερική. Μετά τον πόλεμο του 1870 (σ.σ. γαλλοπρωσικός πόλεμος των ετών 1870-1871) εγκατέλειψε τη θάλασσα και επεδόθη στο Χρηματιστήριο. Γνώρισε μια νεαρή Δανέζα, την Μέτε Σοφία Γκαντ, και την έκαμε γυναίκα του ύστερα από σύντομο ειδύλλιο.
Τα πρώτα χρόνια μετά το γάμο του ήταν ευτυχισμένος και συνήθιζε να ζωγραφίζη κάθε Κυριακή ερασιτεχνικά. Είχε γίνει ένας φροντισμένος μικροαστός με τη ζωή του καλά οργανωμένη. Τα έργα του έκαναν εντύπωσιν και το 1876 ένας πίνακάς του έγινε δεκτός σε μιαν εθνικήν έκθεσιν ζωγραφικής. Αυτό τον έκανε να αφιερωθή περισσότερο στη ζωγραφική, να εγκαταλείψη την επιχείρησίν του και να οργανώση εκθέσεις. Οι οικονομικές στενοχώριες που ακολούθησαν την αφοσίωσίν του στην ζωγραφική τον έφεραν σε σύγκρουσιν με την γυναίκα του, που είχε να μεγαλώση τρία παιδιά. Το 1884 πήγε μαζί με τη Σοφία στη Δανία, όμως οι Δανοί τον έδιωξαν κακήν κακώς, γιατί τους προκάλεσε μια έκθεσίς του. Γύρισε στη Γαλλία με το γυιο του, τον Κλοβίς, και πέρασε απερίγραπτη τραγωδία. Σ’ ένα γράμμα προς τη γυναίκα του έγραφε τότε: «Έλαβα τις κάλτσες που έστειλες για το παιδί μας. Τώρα έχει κάτι να βάλη μέσα τα πόδια του. Είναι πολύ καλός και παίζει μόνος του σε μια γωνιά χωρίς να με ενοχλή». Σ’ ένα άλλο τής έγραφε: «Κοιμάμαι τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Την ημέρα αγωνίζομαι σκληρά. Η αϋπνία με βασανίζει τη νύχτα. Επί τρεις ημέρες τρώμε μόνο ψωμί, και αυτό παρμένο με πίστωσιν».
Σ’ αυτές τις δοκιμασίες άστραψε ο χαρακτήρας του Γκωγκέν. Ο αγώνας του για το γυιο του ήταν μια υπέροχη μάχη. Λίγο αργότερα συνάντησε στο Παρίσι τον μεγάλο Ολλανδό ζωγράφο Βαν Γκογκ, και η συνάντησις αυτή άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στη ζωή των δύο ανδρών.
Αναζητώντας νέους τόπους, νέους ανθρώπους, νέες συγκινήσεις, ταξίδεψε στον Παναμά. Δούλεψε σαν απλός εργάτης σκληρά, για να κερδίση χρήματα και να περάση στη Μαρτινίκα. Εδώ ζωγράφισε μερικούς από τους εξωτερικούς πίνακές του, σπάζοντας τους δεσμούς του με τη σχολή των ιμπρεσιονιστών. Τον χτύπησαν δυσεντερία και τροπικοί πυρετοί και γύρισε στο Παρίσι. Συνέχισε τη ζωγραφική του με συνεχώς μεταβαλλόμενη τεχνοτροπία. Ο Τέο Βαν Γκογκ, αδελφός του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου, τον βοήθησε να οργανώση μια έκθεσιν που έκανε καλή εντύπωσιν. Το 1888 έμεινε με τον Βικέντιο (σ.σ. Βίνσεντ) στη Νότιο Γαλλία, στο ίδιο σπίτι, με έξοδα του Τέο. Εδώ οι δυο ζωγράφοι ήλπιζαν να ιδρύσουν μια σχολή του Νότου. Ευέξαπτοι και αυθορμητικοί και οι δυο, έρχονταν τακτικά σε σύγκρουσιν. Ο ίδιος ο Γκωγκέν αναφέρει στο ημερολόγιό του πώς μια νύχτα διεπίστωσε τα πρώτα σημάδια της τρέλας του φίλου του, πώς τον ακολούθησε στο σκοτεινό δρόμο και πώς διέφυγε το χτύπημα από το γυμνό ξυράφι που κρατούσε στο χέρι του ο Βαν Γκογκ. Την ίδια νύχτα ο Γκωγκέν κοιμήθηκε στο ξενοδοχείο, ενώ ο τρελός πια φίλος του έκοβε το ένα αυτί του, το έβαζε σ’ ένα φάκελο και το έστελνε σε έναν κακόφημο οίκο. Όταν ο φίλος του κλείστηκε στο άσυλο, ο Γκωγκέν έσπευσε να γυρίση στο Παρίσι. Για ένα διάστημα έζησε αμέριμνη ζωή, ανάμεσα στον κύκλο πολλών συγγραφέων και ποιητών. Πάντα όμως τον τραβούσε το άγνωστο, η περιπέτεια, και σχεδίαζε ένα ταξίδι στην Ταϊτή. Πραγματοποίησε το όνειρό του και έζησε ανάμεσα στους ιθαγενείς, μακριά από την ευρωπαϊκή παροικία. Εδώ εφιλοτέχνησε μερικούς από τους καλύτερους πίνακές του. Ξαναγύρισε στη Γαλλία με την υγεία του κλονισμένη, αποθαρρυμένος.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.5.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όμως, η τύχη δεν τον εγκατέλειψε. Ουρανοκατέβατα τού ήλθε μια κληρονομιά από έναν ξεχασμένο θείο. Οργάνωσε καινούργιο εργαστήριο, έδινε δεξιώσεις στο διαμέρισμά του και έμενε με μια Γιαβανέζα κοπέλα, την Άννα, που την απαθανάτισε σε πολλά πορτραίτα. Οι κριτικοί τον επαινούσαν για τους πίνακες της Ταϊτής, μολονότι το κοινόν δεν ενδιαφερόταν και πολύ.
Στις αρχές του 1894 πήγε στην Δανία για να συναντήση την γυναίκα του, και αυτή ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Ξαναγύρισε στο Παρίσι και χτυπήθηκε στον δρόμο με μεθυσμένους που επείραξαν την Άννα. Τον τραυμάτισαν, και λίγο αργότερα η κοπέλα, σε ένδειξιν ευγνωμοσύνης, τον εγκατέλειψε αφού ελεηλάτησε κυριολεκτικά το στούντιό του. Το πλήγμα αυτό τον συνέτριψε.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.5.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Άφησε και πάλι τη Γαλλία και το 1895 βρισκόταν στην Ταϊτή. Έμεινε στο νησί έξι χρόνια. Αυτήν την δραματική περίοδο των απογοητεύσεων και των δοκιμασιών στην εξωτική αυτή μοναξιά εφιλοτέχνησε μερικά από τα καλύτερα έργα του.
Το 1897 πληροφορήθηκε τον θάνατο της κόρης του Αλίν, που τον αγαπούσε και τον καταλάβαινε περισσότερο από τον καθένα. Τον επόμενο χρόνο, απελπισμένος και άρρωστος, απεπειράθη να αυτοκτονήση. Όμως, καινούργιες δυνάμεις τον ξύπνησαν και αυτήν την φορά ενίσχυσε τον αγώνα των ιθαγενών κατά των λευκών. Αυτό τον έφερε σε μεγάλες φασαρίες με τις αρχές.
Το 1900 αναχώρησε για το Μαρκέσα (σ.σ. σύμπλεγμα ηφαιστειογενών νησιών της Γαλλικής Πολυνησίας). Την τελευταία περίοδο της ζωής του την πέρασε στην Δομνίκη (σ.σ. νησί της Γαλλικής Πολυνησίας). Αισθανόταν την καρδιά του σπασμένη, όμως εξακολουθούσε να ζωγραφίζη και να μάχεται για τα δίκαια των ιθαγενών. Οι αρχές τον έστειλαν στην φυλακή για ένα μικρό διάστημα. Από τη φυλακή, τον Απρίλιο του 1903, έγραψε στον βιογράφο του Κάρολο Μορίς ένα γράμμα, όπου ξεχωρίζει σαν πιστεύω και σαν επιτάφιος η ακόλουθη φράσις: «Το έργο κάθε ανθρώπου είναι να εξηγήση τον εαυτό του». Το πρωί της 8ης Μαΐου 1903 η καρδιά του έπαψε να πάλλη.
- Έκλεβαν πολυτελή οχήματα SUV και τα πωλούσαν στο εξωτερικό – Το αιματηρό επεισόδιο με τον αρχηγό της σπείρας
- Κρήτη: Eίχε προσπαθήσει και πατήσει με το αμάξι του και άλλα άτομα ο 33χρονος Γάλλος
- Κώστας Γεωργουσόπουλος: Μ’ οδηγό ένα γραφιά…
- Άρης: Ξανά ατομικό για Μορόν και Μάγιο, ανεβάζει στροφές ο Κουάισον
- Σκωτία: Φυλακίστηκε ο νεοναζί που διατηρούσε οπλοστάσιο και απειλούσε οργάνωση LGBTQ – «Θα πληρώσουν με αίμα»
- Ο Δήμος Πολυγύρου αποκτά το δικό του λογότυπο