Απώλεια και πένθος.

Ποτέ κανένας δεν είναι έτοιμος για αυτά, όμως άπαντες τα έχουμε βιώσει.

Γεννιόμαστε προορισμένοι να πενθήσουμε τους αγαπημένους μας ανθρώπους και στην συνέχεια, όταν πεθάνουμε, να μας πενθήσουν οι άνθρωποι που μας αγαπούσαν.

Αυτό το μακάβριο συναίσθημα αποκόμισα βλέποντας το «Goodbye, Lindita».

Η παράσταση του Μάριο Μπανούσι ξεκίνησε το ταξίδι στα τέλη Μαρτίου στην Πειραιώς 260 και συνεχίστηκε από τα τέλη Απριλίου, έως τις αρχές Ιουνίου στην Σκηνή Κατίνα Παξινού του Θεάτρου REX. Μάλιστα, η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που δεν αποκλείεται να «ανέβει» ξανά τη επόμενη θεατρική σεζόν.

Ο ανθρώπινος θρήνος…

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά της παράστασης γίνεται κατανοητό ότι βρισκόμαστε στο σπιτικό μιας οικογένειας που πενθεί. Μέσα σε αυτό το φτωχικό, μικροαστικό σπίτι, όπου η παλιά τηλεόραση παίζει σαπουνόπερες, ο θρήνος διακρίνεται παντού…

Στις βουβές παρουσίες, στις μηχανικές κινήσεις χωρίς λόγο και αιτία των μελών της οικογένειας, στα σιδερωμένα ρούχα της νεκρής, αλλά και στη μυρωδιά από λιβάνι που διαχέεται στην ατμόσφαιρα.

Μπαίνοντας στην αίθουσα αντικρίζουμε ένα ζευγάρι, πιθανώς οι γονείς, το οποίο επιδίδεται βουβά και εμμονικά στο δίπλωμα ρούχων που βάζει σε στοίβα πάνω σε τραπέζι. Πόσες ώρες άραγε να το κάνουν αυτό; Πίσω τους ένα παράθυρο που αφήνει λίγες αχτίνες φωτός να μπαίνουν στον χώρο. Όχι για πολύ όμως, αφού αυτές χάνονται αμέσως στο σκοτάδι που έχει σκεπάσει το σπίτι. Στην άλλη άκρη του δωματίου, σε ένα κρεβάτι, μια νεαρή κοπέλα, πιθανώς η κόρη, κοιμάται σκεπασμένη με το κάλυμμα.

Τα πάντα δείχνουν παραίτηση.

Μέσα σε αυτούς τους 4 τοίχους ο Μάριο Μπανούσι μοιράζεται τη δική του μνήμη απώλειας. Η Lindita είναι η μητριά του, η δεύτερη σύζυγος του πατέρα του, με την οποία ήταν επίσης πολύ δεμένος, όπου έφυγε από τη ζωή από λύπη, τρεις ημέρες προτού πεθάνει και ο πατέρας του, ο οποίος ήταν βαριά άρρωστος.

Στο «Goodbye, Lindita» ο 24χρονος, άλλοτε με ρεαλιστικούς κι άλλοτε με ποιητικούς, συμβολικούς κατορθώνει να μας ταξιδέψει μέσα σε ένα προσωπικό βίωμα, δημιουργώντας ένα ποιητικό ταξίδι που δεν έχει ούτε αρχή, ούτε μέση, ούτε τέλος, αφού όλη η ιστορία ξεκινάει από το τέλος, από τον θάνατο.

Στην παράσταση, εκτός από γοερά κλάματα δεν ακούμε ποτέ τους πρωταγωνιστές να μιλούν, αφού ο θάνατος σημαίνει σιωπή και βουβός πόνος…

Οι νεκροί μας βλέπουν από ψηλά…

Το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης αφορά το τελετουργικό που εφαρμόζεται στους νεκρούς, με τους συγγενείς και τους φίλους να εκτελούν ευλαβικά τις φροντιστικές και συμβολικές χειρονομίες εξαγνισμού και στολισμού της νεκρής.

Για όσους ζούμε πλέον στις πόλεις όλη αυτή η διαδικασία μοιάζει πολύ ξένη, ωστόσο αποτελεί ένα τυπικό τελετουργικό για τους ανθρώπους στα χωριά, ακόμα και στις μέρες μας.

Καθ’ όλη τη διάρκεια, η νεκρή γυναίκα έχει ανοιχτά τα μάτια της και μας κοιτάει. Είναι η μόνη που μπορεί να σπάσει τον 4ο τοίχο, ανάμεσα στη σκηνή και τους θεατές. Τα βλέπει όλα, χωρίς όμως να αντιδρά σε τίποτα. Δεν μπορεί άλλωστε, είναι νεκρή.

Αποτελεί ίσως την καλύτερη ενσάρκωση της «πεποίθησης» ότι οι αγαπημένοι μας άνθρωποι, ακόμα κι αν πεθάνουν είτε είναι πάντα κάπου εκεί μαζί μας, είτε μας βλέπουν και μας προσέχουν από ψηλά.

Με αυτό τον τρόπο οι συγγενείς και οι φίλοι της νεκρής, βλέποντας το βλέμμα της να τους κοιτάει, προσπαθούν να μετριάσουν την οδύνη και να ξορκίσουν το ανεπανόρθωτο.

Ακολουθεί η αγρυπνία γύρω από τη νεκρή κι όταν αυτή ολοκληρωθεί, με πρώτη τη μάνα, τα συγκεντρωμένα πρόσωπα θα αρχίσουν να γδύνονται μένοντας ημίγυμνα ή ολόγυμνα. Καθώς οι γυναίκες πετούν τα ρούχα τους, διώχνουν και τα κοινωνικά «πρέπει». Πίσω από τις κλειστές πόρτες οι γυμνές γυναίκες θα αρχίσουν να κλαίνε, να ουρλιάζουν, ενώ η κορύφωση θα έρθει με μεγάλης έντασης περφόρμανς μια ολόγυμνης γυναίκας, πιθανώς αδερφής της νεκρής.

Σε μια ακόμα ξεκάθαρη αναφορά στην πίστη των ανθρώπων στη θεϊκή παρέμβαση, το ανατριχιαστικό τέλος έρχεται όταν η γυμνή μητέρα θα βρεθεί στην αγκαλιά της «μαύρης Παναγίας», σε μια προσπάθεια εξαγνισμού, με την μάνα (πλέον βρέφος) να αναζητά (και εν τέλει να βρίσκει) την παρηγοριά σε μια μεταφυσική αγκαλιά.

Το ποιητικό αυτό ταξίδι επιτυγχάνεται πλήρως με την βοήθεια των σκηνικών του Σωτήρη Μελανού, ο οποίος επιμελήθηκε και τα κουστούμια. Ό,τι πιο απλό για τους ζωντανούς και ένα πολύ εντυπωσιακό νεκρώσιμο ένδυμα για τη νεκρή.

Καθοριστικό ρόλο στην παράσταση, μιας και είναι βουβή, παίζει η εντυπωσιακή μουσική του Εμμανουήλ Ροβίθη, όπως και το τραγούδι της Τζέσικα Ονγιγέτσι Ανοσίκε, η οποία στο φινάλε μεταμορφώνεται στην «μαύρη Παναγία».

Τελευταίοι και ίσως πιο σημαντικοί είναι οι ηθοποιοί της παράστασης: ο Μπάμπης Γαλιατσάτος στον ρόλο του πατέρα που «πρέπει» σαν άντρας να κρύψει κρύψει το πένθος του, η Αλεξάνδρα Χασάνι στον ρόλο της νεκρής κοπέλας με τα εκφραστικά μάτια, αλλά και οι Χρυσή Βιδαλάκη, Μανταλένα Καραβάτου, Αφροδίτη Κατσαρού, Μάριο Μπανούσι, Ευτυχία Στεφάνου, Άννα Συμεωνίδου και Τζέσικα Ονγιγέτσι Ανοσίκε.

Η παράσταση ολοκληρώθηκε για τη φετινή σεζόν, ωστόσο όλα δείχνουν ότι θα την δούμε -έστω και για λίγο- και την επόμενη θεατρική σεζόν.

Ταυτότητα παράστασης

  • Συγγραφέας: Σύλληψη: Μάριο Μπανούσι
  • Σκηνοθεσία: Μάριο Μπανούσι
  • Σκηνικά: Σωτήρης Μελανός
  • Κοστούμια: Σωτήρης Μελανός
  • Μουσική: Εμμανουήλ Ροβίθης
  • Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας

Παίζουν

  • Χρυσή Βιδαλάκη,
  • Μπάμπης Γαλιατσάτος,
  • Μανταλένα Καραβάτου,
  • Αφροδίτη Κατσαρού,
  • Μάριο Μπανούσι,
  • Ευτυχία Στεφάνου,
  • Άννα Συμεωνίδου,
  • Αλεξάνδρα Χασάνι,
  • Τζέσικα Ονγιγέτσι Ανοσίκε