Γιάννης Μαρκόπουλος: «H μουσική μου μιλάει στο DNA του Έλληνα»
«Έβαλα παραδοσιακά ελληνικά όργανα στη κλασική συμφωνική ορχήστρα, αυτό ήταν και είναι το γεωπολιτικό αποτύπωμά μου στη μουσική» θα πει μεταξύ άλλων ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης που έφυγε από τη ζωή μετά από μάχη με τον καρκίνο.
- Αφαιρούν τα αντικλεπτικά και αρπάζουν τα ρούχα στα καταστήματα - Βίντεο ντοκουμέντο
- Σύλληψη Ικάρων έξω από την Αγία Σοφία – Ύψωσαν την ελληνική σημαία
- Συναγερμός στον ΕΟΔΥ για τον ιό mpox - 18 επιβεβαιωμένα κρούσματα στην Ελλάδα
- Χιονοθύελλα φέρνει χάος στα Βαλκάνια - Κροατία, Βοσνία, Σλοβενία δοκιμάζονται από την κακοκαιρία
«Θα ορίζατε το έργο σας ως “πολιτικό” ή είναι περιοριστικός αυτός ο όρος;» ρωτάει το 2011 ο Οδυσσέας Ιωάννου τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη σε μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή.
«Αν το “πολιτικό στοιχείο” έχει πλατιά έννοια, προερχόμενο από την “πολιτεία” δεν συγκρούεται με περιοριστικό όρο. Η σύνθεση ενός έργου -στην περίπτωση μου- περνάει εκτός απ’ τα υπερβατικά τοπία της φαντασίας και από τα καθημερινά συμβάντα μέσα στις πόλεις, στην παγκόσμια επικοινωνία, στη φύση, στην ανάγκη και στο ταξίδι. Όλα είναι πολιτική. Κι έτσι πρέπει. Στην αρχαία Ελλάδα οι μη ασχολούμενοι με την πολιτική ονομάζονταν “ιδιώτες” και τους χλεύαζαν. Δεν είναι τυχαίο που η λέξη μας αυτή για τους Ευρωπαίους (Idiot) σημαίνει τον βλάκα» απαντάει ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ενώ τρία χρόνια πριν, σε μία συνέντευξή του στον Κοσμά Βίδο και την εφημερίδα Το Βήμα απάντησε το εξής στην ερώτηση « Τι θα λέγατε για κάποιες αντιδράσεις, για κάποιες επιθέσεις που δέχθηκε η μουσική σας;»: «Οι αντιδράσεις και οι ηθελημένες ή αθέλητες επιθέσεις ίσως προέρχονται από τη διαφορετική αισθητική που έχει το έργο μου σε σχέση με τα έργα των άλλων Ελλήνων συνθετών. Θα υπενθυμίσω στους αναγνώστες ότι οι φιλοσοφικές παράμετροι που εμφανίζει το μουσικό κίνημα “επιστροφή στις ρίζες” δημιούργησαν σ’ εμένα τρομερές αντιπαραθέσεις από ορισμένους κύκλους που ενδιαφέρονταν κυρίως για την παγκοσμιοποίηση της μουσικής. Θα επαναλάβω ότι ουδέποτε το μουσικό αυτό κίνημα σήμαινε επιφανειακά ή παρελθοντολογικά θέματα. Αλλά όπως έχω πει, σημαίνει έναν μόνιμο σχεδιασμό του μέλλοντος με άφθαρτα στοιχεία από την παράδοση, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες επιλεγμένες μουσικές πληροφορίες της παγκόσμιας μουσικής».
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος μίλησε για την Ελλάδα μέσα από την μουσική του με έναν μοναδικό, αταξινόμητο και ιδιοσυγκρασιακό τρόπο, με αγάπη στην διαχρονικότητα της παράδοσης και στα «τοπικά ιδιώματα» όπως τα περιγράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου και συνεχίζει:
«Ο Μαρκόπουλος έγραψε μουσική και τραγούδια για περισσότερες από 30 κινηματογραφικές ταινίες, την περίοδο 1961-1969, πριν κυκλοφορήσει το πρώτο μεγάλο έργο του, το «Χρονικό». Ακούγοντας κανείς προσεκτικά εκείνα τα τραγούδια, που φανέρωναν τη στόφα μεγάλου λαϊκού μελωδού, θα περίμενε πως η συνέχειά του θα ήταν στο πεδίο του αμιγώς λαϊκού τραγουδιού, παρά τους όποιους “υπαινιγμούς” παραδοσιακής μουσικής περιείχαν».
Τα παιδικά χρόνια και τα πρώτα ακούσματα
«Είχα από φυσικού μου την ικανότητα σύνθεσης μελωδιών, από παιδί. Θυμάμαι ότι στην Ιεράπετρα αποφασίσαμε με τους συμμαθητές μου να φτιάξουμε καινούργια κάλαντα με την ευκαιρία που θα μπαίναμε από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Έτσι στα 12 χρόνια μου συνέθεσα τη μελωδία που ανεπτυγμένη αποτελεί τα “Μαλαματένια λόγια” της “Θητείας”» θα πει ο Γιάννης Μαρκόπουλος στον Κοσμά Βίδο στην εφημερίδα Το Βήμα και θα συνεχίσει: «Η τεχνική γενικά της μουσικής με βασάνιζε, διότι κάθε τόσο αμφισβητούσα τις ετοιμοπαράδοτες φόρμες, τα γνωστά ορχηστρικά χρώματα ή τα συνηθισμένα ρυθμικά σχήματα. Την ίδια εποχή, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τα ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) δοκίμαζαν νέες συμφωνικές φόρμες και το στοιχείο του μοντερνισμού κατακτούσε το κοινό, εξαιτίας, θα έλεγε κανείς, των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Νομίζω ότι έχαναν την ιδιομορφία τους στο τραγούδι τους, με εξαίρεση βέβαια την Αγγλία (Beatles), που αντιστάθηκε στην κυριαρχία της αμερικανικής ποπ και ροκ μουσικής, και ορισμένες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, που διατήρησαν μια μετασυμφωνική ατμόσφαιρα (Προκόφιεφ, Σοστάκοβιτς, Χατζαντουριάν).
»Είναι περίεργο το πώς η χώρα μας κράτησε σε υψηλά επίπεδα τη μεγάλη προίκα της σε όλες τις μορφές της μουσικής, της ποίησης, του χορού και την ατμόσφαιρα μιας επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, που, αν μη τι άλλο, ήταν ουσιαστική. Αργότερα, το 1970, η εργασία μου στα παμπάλαια “Ριζίτικα” που ερμηνεύτηκαν από τον αείμνηστο Νίκο Ξυλούρη θα είναι χρήσιμη ακόμη, δίνοντας δύναμη στον κόσμο που ένιωθε το αδιέξοδο από την τότε δικτατορία. »Στην Ιεράπετρα, όπου έμεινα και μεγάλωσα ως τα 17 μου χρόνια, ένιωθα άνετα με τα διάφορα ακούσματα που έρχονταν από την Αίγυπτο, τον Λίβανο, την Αθήνα που έπιανε το ραδιόφωνο, με τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας που μεταδίδονταν από την Ελληνική Ραδιοφωνία, με το άπλετο φως από τους χορούς και τα τραγούδια της Κρήτης και του Αιγαίου. Στο ωδείο της πόλης μαθαίναμε κομμάτια του Μότσαρτ, του Σούμπερτ, του Βιβάλντι, του Προκόφιεφ, ενώ από το ραδιόφωνο μεταδίδονταν τα τραγούδια του Κώστα Γιαννίδη και τα πρώτα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Στην Ιεράπετρα υπήρχαν δύο ενότητες της πόλης. Η Πάνω Μεριά (διοίκηση, αστική τάξη) και η Κάτω Μεριά (εργάτες, πρόσφυγες), όπου πήγαινα συχνά στις ολονύχτιες γιορτές και άκουγα μαγεμένος μικρασιάτικα τραγούδια, λαϊκά του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, μαζί με τα κομμάτια του Καλογερίδη και τα νεοκρητικά, όπως το “Φιλεντέμ”.
»Θυμάμαι υπέροχες στιγμές σε τοπικά πανηγύρια με τους λυράρηδες της Κρήτης, Μουντάκη και Σκορδαλό. Από τότε όμως παράλληλα άρχισα να αποκτώ τις ειδικές εκείνες γνώσεις, συνεχίζοντας στην Αθήνα και στο Ωδείο Αθηνών, που μου έλυναν πολλά προβλήματα στη φόρμα, στην ενορχήστρωση και στις αρμονικές δομές».
Έτσι περιγράφει μέσα σε λίγες λέξεις τις πρώτες και βασικές αναφορές του ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
«Ήμασταν αστικό σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος και είχε διατελέσει νομάρχης σε πολλά μέρη στην Ελλάδα. Η μητέρα μου έπιανε την κιθάρα και τραγουδούσε. Στην Κατοχή σχετίζονταν με τους Κούνδουρους, τη μεγάλη, γνωστή οικογένεια που μεταφέρθηκε στον Άγιο Νικόλαο. Ο Νίκος Κούνδουρος είναι μακρινός συγγενής μου, εκτός από συνεργάτης μου, αλλά και αυτός που με παρέλαβε κυριολεκτικά από το πλοίο της γραμμής όταν έφτασα στην πρωτεύουσα» θα πει ο ίδιος ο μουσικοσυνθέτης στον Αντώνη Μποσκοϊτη το 2015 για τη Lifo.
Το 1956 συνεχίζει τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, με τον συνθέτη Γεώργιο Σκλάβο και τον καθηγητή του βιολιού Joseph Bustidui. Την ίδια εποχή εισάγεται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές ενώ παράλληλα συνθέτει για το θέατρο, τον κινηματογράφο και το χορό.
Το 1963 βραβεύεται για την μουσική του στις Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τον ίδιο χρόνο ανεβαίνουν από νέα χορευτικά σύνολα τα μουσικά του έργα Θησέας (χορόδραμα), Χιροσίμα (σουίτα μπαλέτου) και τα Τρία σκίτσα για χορό.
Η φυγή στο Λονδίνο την περίοδο της Χούντας
Το 1967 επιβάλλεται στην Ελλάδα η δικτατορία και ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναχωρεί στο Λονδίνο. Εκεί εμπλουτίζει τις μουσικές του γνώσεις με την Αγγλίδα συνθέτρια Elisabeth Lutyens. Επίσης συνθέτει την κοσμική καντάτα Ήλιος ο πρώτος, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη (που τιμάται με το βραβείο Νόμπελ το 1979), και τη μουσική για τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (για το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), ολοκληρώνει το Χρονικό και τη μουσική τελετή Ιδού ο Νυμφίος, έργο ανέκδοτο με εξαίρεση ενός τμήματος, με τίτλο Ζαβαρακατρανέμια (ιδιαίτερη σύνθεση διονυσιακού χαρακτήρα) που αποτελεί ένα από τα διάσημα κομμάτια του.
Την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τους συνθέτες Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου και έρχεται σε επαφή με τα πλέον πρωτοποριακά μουσικά έργα. Στο Λονδίνο συνθέτει ακόμα τους Χρησμούς, για συμφωνική ορχήστρα, και τους πρώτους Πυρρίχιους χορούς Α, Β, Γ, (από τους 24 που ολοκλήρωσε το 2001), οι οποίοι παίζονται, το 1968, από την ορχήστρα Concertante του Λονδίνου στο Queen Elizabeth Hall. Τότε γράφει και τη μουσική για την Τρικυμία του Σαίξπηρ, που ανεβαίνει από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, σε σκηνοθεσία David Jones με τον Sir John Clemens.
«Στο Λονδίνο έμενα σε ένα σπίτι που μου είχε παραχωρήσει ο Κωνσταντινίδης, ο φίλος του Λοΐζου. Αυτός ήταν και πολύ φίλος με τον μίμο και χορογράφο, τον Μαρσέλ Μαρσό. Γίνονταν σπουδαία πράγματα τότε. Όταν ανέβηκε στο Λονδίνο η Μάρω, η γυναίκα του Λοΐζου, σηκώθηκα κι έφυγα και πήγα κι έμεινα σπίτι του σκηνοθέτη, του Μίνου Βολανάκη. Θυμάμαι και τη Μαρίζα Κωχ που ήθελε να παντρευτεί έναν ξένο, Εγγλέζο, και μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά Έλληνες αντιχουντικοί και την παντρέψαμε με το Ζαβαρακατρανέμια (γέλια). Ήταν όμως στον αέρα αυτός ο γάμος και, τελικά, σαν να μην έγινε ποτέ. Στο Λονδίνο έμεινα συνολικά τρία-τέσσερα χρόνια, αλλά κατά καιρούς πηγαινοερχόμουν» θα πει o ίδιος στον Αντώνη Μποσκοϊτη το 2015 για τη Lifo.
Το 1969 επιστρέφει στην Αθήνα για να συμβάλει με τα έργα του στην πορεία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας
Ξεκινά μουσικές παραστάσεις, συνεργαζόμενος με ποιητές και σκηνοθέτες, παρουσιάζοντας τα έργα του στο στούντιο Λήδρα με νέους τραγουδιστές και μουσικούς στους οποίους δίδαξε τον τρόπο της ερμηνείας της μουσικής και των τραγουδιών του στην αισθητική κατεύθυνση που επιζητούσε. Μαζί με τα θεατρικά στιγμιότυπα και τον εικαστικό διάκοσμο δημιούργησε μια πολύτροπη μουσική παράσταση. Διανοούμενοι και φοιτητές γεμίζουν καθημερινά τον χώρο της δραστηριότητας του, παρά τα εμπόδια και τις επεμβάσεις της στρατιωτικής εξουσίας. Τα τραγούδια του μπαίνουν στο στόμα του ελληνικού λαού και συμβάλουν αποφασιστικά στο αίτημα για αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Με την είσοδο της δεκαετίας του ’70 υλοποιεί το μουσικό του όραμα: Καταθέτει μουσικά έργα που χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους ως νέα πρόταση και τομή για τη μέχρι τότε ελληνική μουσική πραγματικότητα· έργα με ενότητα της αισθητικής και της φιλοσοφικής άποψης του συνθέτη ως προς τις θεμελιακές αρχές τους, με το καθένα όμως από αυτά να είναι διαφορετικό.
Ιδρύει ένα νέο και ιδιόμορφο ορχηστικό σχήμα, καθιερώνοντας, με τις συνθέσεις του, την ουσία της μουσικής συμβίωσης και τους συσχετισμούς έκφρασης μεταξύ συμφωνικών και τοπικών οργάνων, μέσω του μελωδικού και ρυθμικού του ορίζοντα, των αρμονικών του δομών και των ηχοχρωμάτων της διάφανης ενορχήστρωσής του. Παράλληλα, προτείνει εμφατικά την «Επιστροφή στις Ρίζες», εννοώντας τον «σχεδιασμό του μέλλοντος, με ενδοσκόπηση, μελέτη και πλησίασμα των άφθαρτων πηγών της ζωντανής τέχνης του κόσμου και επιλεγμένες σύγχρονες πληροφορίες τέχνης». Η πρότασή του αυτή παίρνει τις διαστάσεις ενός κινήματος τέχνης.
Λίγο αργότερα ιδρύει την ορχήστρα Παλίντονος αρμονία, που αποτελείται από όργανα συμφωνικά και ελληνικά. Παρουσιάζει τα έργα του στο στούντιο Λήδρα και αργότερα στη μπουάτ «Κύτταρο», με νέους τραγουδιστές και μουσικούς.
«Έβαλα παραδοσιακά ελληνικά όργανα στη κλασική συμφωνική ορχήστρα, αυτό ήταν και είναι το γεωπολιτικό αποτύπωμά μου στη μουσική. Η ορχήστρα Παλίντονος αρμονία, που ίδρυσα πάνω σε αυτή μου τη θέση, αποτελείται από συμφωνικά και ελληνικά όργανα που ομοηχούν, δεν έχει σχέση με τον “λαϊκό” κομφορμισμό. Ως προς τη δεύτερη ερώτησή σας, η απουσία μεγάλου αριθμού σημαντικού καλλιτεχνών οφείλεται στην παρακμή της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας, η οποία χρειάζεται επειγόντως ανανέωση» θα πει στον Γιάννη Αλεξίου σε συνέντευξή του που διαβάζουμε στην Αυγή.
Who Pays the Ferryman?
Το 1976 συνθέτει τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά του ΒΒC, Who Pays the Ferryman? και το μουσικό θέμα φτάνει στη κορυφή των αγγλικών charts. Ο συνθέτης γίνεται διεθνώς γνωστός.
Το 1977 έρχεται η κοσμική λειτουργία Oι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι με βάση το ποίημα του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού που παρουσιάζεται την ίδια χρονιά ενώπιον 22.000 νέων σε στάδιο της Αθήνας υπό την διεύθυνση του συνθέτη. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος με το έργο του και τη στάση του σηματοδοτεί το εξαίσιο μουσικό τοπίο της δεκαετίας του ’70.
Η δημοτικότητα την οποία απολαμβάνει η μουσική του και στο εξωτερικό εκφράζεται με πολλές μετακλήσεις για συναυλίες. Ο συνθέτης πραγματοποιεί αλλεπάλληλα ταξίδια ανά τον κόσμο. Επισκέπτεται διαδοχικά, δίνοντας συναυλίες με τα έργα του, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Σουηδία, την Ολλανδία, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αγγλία καθώς και διάφορες πόλεις της Ρωσίας και της Αυστραλίας.
Στην καλλιτεχνική του παραγωγή συμπεριλαμβάνεται μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, σε έργα του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου, του Σαίξπηρ, του Τσέχωφ, του Μπέκετ και σύγχρονων Ελλήνων, με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου και με τους σκηνοθέτες Αλέξη Σολωμό, Πέλλο Κατσέλη, Μίνωα Βολονάκη, κ.ά. Ανάμεσα στις ταινίες: Vortex και Byron του Κούνδουρου, Κραυγή γυναικών και Πρόβα του Jules Dassin, Beloved του G. Cosmatos, Φόβος του Κώστα Μανουσάκη, Επιχείρηση Απόλλων του Γ. Σκαλενάκη, Η Μοίρα ενός αθώου του Γρηγόρη Γρηγορίου (βραβείο μουσικής Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης).
Ακούστε το
Το 1980 ξεκινά την προετοιμασία για το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στη μουσική του. Στον κορμό των νέων συνθέσεών του εμφανίζονται μελωδικά ξεσπάσματα στηριγμένα στην εκτεταμένη πολυτονικότητα της αρμονικής του δομής, που ενισχύονται από το πάθος μιας ανεξάντλητης ζωτικότητας. Από τα έργα ενόργανης μουσικής σημειώνουμε: Κονσέρτο-Ραψωδία για λύρα και ορχήστρα, τα Μητρώα (για ορχήστρα εγχόρδων), τις Τετράδες (5 κουαρτέτα), δύο σονάτες, Πέντε κομμάτια για βιολί και πιάνο, τις Σειρήνες (ορατόριο), τον κύκλο τραγουδιών Φίλοι που φεύγουν σε ποίηση Νίκου Καρούζου, Μανόλη Αναγνωστάκη, Ανδρέα Εμπειρίκου, τα 5 Στάσιμα – Επί Σκηνής, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη.
«Σε όλη μου τη ζωή δεν μελοποίησα αλλά προσέγγισα τους ποιητές. Θεωρώ το τραγούδι και τη μουσική αυτόνομες τέχνες, αυθύπαρκτες. Ο πατέρας μου είχε γνωρίσει τον Σεφέρη στην Αλεξάνδρεια, όταν έγιναν οι δύο περίφημες διαλέξεις του για τον Μακρυγιάννη και τον Ερωτόκριτο. Πολλοί είπαν τότε ότι κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια για να αντικρούσει τον Καβάφη, που δεν είχε γράψει ούτε μια αράδα για το ’21. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο Σεφέρης θεωρούσε τον Μακρυγιάννη έναν αμόρφωτο άνθρωπο και συγγραφέα. Τα πρώτα μου τραγούδια ελάχιστοι ξέρουν ότι ήταν σε στίχους του Παπαδιαμάντη. Ήμουν ο πρώτος ακόμη που προσέγγισα τον Σεφέρη, καθ’ υπόδειξιν μάλιστα του πατέρα μου, φεύγοντας από την Κρήτη για την Αθήνα. Ο τίτλος «Ο Στράτης ο Θαλασσινός και άλλα τραγούδια» έχει πηγή έμπνευσης το «Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός και άλλα παραμύθια». Στην Αθήνα προσέγγισα τον Ελύτη, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Χρονά, τον Ελευθερίου» θα πει ο ίδιος στον Αντώνη Μποσκοϊτη για τη Lifo, το 2015.
Δείτε το βίντεο
Προσωπική ζωή και οικογένεια
Τον Ιανουάριο του 1981 ενώνεται και στη ζωή με την τραγουδίστρια και συνεργάτιδά του Βασιλική Λαβίνα. Γεννιέται η κόρη τους Ελένη. Για μια περίοδο ο συνθέτης αποζητεί μια πιο ιδιωτική ζωή με την οικογένειά του, ενώ ξεκινά η προετοιμασία του για το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στη μουσική του: στον κορμό των νέων συνθέσεών του εμφανίζονται μελωδικά ξεσπάσματα στηριγμένα στην εκτεταμένη πολυτονικότητα της αρμονικής του δομής –καρποί της φαντασίας του–, που ενισχύονται από το πάθος μιας ανεξάντλητης ζωτικότητας.
Το 1994 εκδίδεται ένα από τα πιο σημαντικά του έργα, η Λειτουργία του Ορφέα. Παρουσιάζεται στο Palais des Beaux-Arts των Βρυξελλών αφιερωμένη στον επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου με την φύση, εγκαινιάζοντας μια νέα σχέση κοινού και συναυλιακής παράστασης, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται έκθεση κεραμικής, ζωγραφικής και χειροτεχνίας, υπό την αιγίδα του Βελγικού Υπουργείου πολιτισμού με τίτλο «Από το σκοτάδι στο φως».
Το όνομα του Γιάννη Μαρκόπουλου ακούστηκε έντονα πριν λίγους μήνες όταν ο Παύλος Παυλίδης διασκεύασε τα έργα του για τη γενιά του streaming, όπως χαρακτηριστικά έγραψε η Μαρία Παππά στη Lifo μιλώντας για αυτή την εξαιρετικά γόνιμη συνεργασία.
Ακούστε το τραγούδι
*Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης πέθανε στις 10 Ιουνίου του 2023. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έδινε μάχη εδώ και ένα χρόνο με τον καρκίνο ενώ στις 5 Μαΐου είχε εισαχθεί στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αλεξάνδρα».
*Με στοιχεία από To Βήμα / Καθημερινή / Lifo / wikipedia.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις