Σαπφώ Νοταρά: Η αξέχαστη «φωνακλού» του παλιού ελληνικού κινηματογράφου
Οι φράσεις της «μπουρλοοότο» και το «εδώ γίνονται Σόδομα και Γόμορα» έχουν μείνει στην ιστορία του ελληνικού σινεμά.
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Ενώ στεκόταν πεθαμένη στην ψάθινη καρέκλα της, η ανοιχτή τηλεόραση συνέχιζε να παίζει.
Αυτό ήταν το τέλος της αγαπημένης Σαπφώς Νοταρά. Ολομόναχη στο διαμέρισμα που διέμενε επί της πλατείας Κουμουνδούρου, σημερινής πλατείας Ελευθερίας, στον αριθμό 22, το ενοίκιο του οποίου πλήρωνε κάποιος νέος επιχειρηματίας θαυμαστής της, που έμεινε όμως άγνωστος. Τη βρήκαν δύο ημέρες αργότερα μετά από αναζήτηση από παρακείμενο εστιατόριο που συνήθιζε να πηγαίνει. Η αστυνομία διέρρηξε την πόρτα και τη βρήκε νεκρή στις 13 Ιουνίου του 1985.
Μια μοναχική απόκοσμη ζωή
Όταν οι αστυνομικοί ερεύνησαν το μικρό διαμέρισμα της, εξετάζοντας την περίπτωση δολοφονίας, τα μόνα πράγματα που βρήκαν ήταν χαρτόκουτα στοιβαγμένα, πολλά χαρτόκουτα που δεν περιείχαν τίποτα απολύτως. Η ενασχόληση της με τον βελονισμό ως εναλλακτική μορφή θεραπείες από τις αρρώστιες που την έκαναν να υποφέρει, ακόμη και η έφεση της στην καφεμαντεία και την χαρτομαντεία, οδήγησαν πολλούς στο να τη χαρακτηρίσουν μετά θάνατον απόκοσμη γυναίκα ή ακόμα και απομονωμένη μάγισσα.
Κηδεύτηκε σε στενό κύκλο στο Νεκροταφείο του Ζωγράφου παρουσία της Αλίκης Γεωργούλη και της Ντίνας Κώνστα. Οι μόνοι της απόγονοι ήταν ανίψια.
Οι σπουδαίες συνεργασίες από την αρχή του αιώνα
Η αξέχαστη «φωνακλού» του παλιού ελληνικού κινηματογράφου έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 11 Ιουνίου του 1985. Η Σαπφώ Νοταρά γεννήθηκε το 1907 και το πραγματικό της επίθετο ήταν Χανδάνου. Σπούδασε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Στην αρχή της καριέρας της συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της περιόδου του Μεσοπολέμου, όπως τη Μαρίκα Κοτοπούλη, την Κατερίνα Ανδρεάδη (κυρία Κατερίνα), το Χριστόφορο Νέζερ, κ.ά.
Η καριέρα της συνεχίστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία και κατά τα μεταπολεμικά χρόνια και ξεχώριζε εκτός από το ταλέντο της και για την ιδιαίτερη φωνή της. Ειδικότερα, συνεργάστηκε με την Έλλη Λαμπέτη στην παράσταση «Φιλουμένα Μαρτουράνο» όπου και επαινέθηκε για το ταλέντο της.
Συμμετείχε σε πολλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου με πιο ξεχωριστές να παραμένουν οι ερμηνείες της στις ταινίες: «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Αχ αυτή η γυναίκα μου» (1967), «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου» (1967), κ.ά.
Αισθάνονταν αδικημένοι με τους ρόλους της
Ήταν από τις λίγες γυναίκες της εποχής της με πανεπιστημιακή μόρφωση, αφού είχε σπουδάσει στη Βιομηχανική Σχολή. Ωστόσο, εγκατέλειψε τη δουλειά της στην τράπεζα και βγήκε στο θέατρο.
Συχνά, ενσάρκωνε την αυταρχική και άσχημη γυναίκα, αν και δεν της άρεσαν καθόλου αυτοί οι ρόλοι. Αισθανόταν αδικημένη και πίστευε ότι είχε το ταλέντο για να υποδυθεί και άλλους χαρακτήρες.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή.
Σύμφωνα με ένα κείμενο – μαρτυρία για αυτήν, που έγραψε ο ποιητής και στενός φίλος της, Ματθαίος Μουντές, κάποτε πρόσβαλλε ένα γκαρσόνι που της ζήτησε να πει κάποιο αστείο για να γελάσουν. «Είναι σαν να σε δω εγώ στην Πανεπιστημίου» του’χε απαντήσει, «και να σου πω ”Τράβα φέρε μου ένα ποτήρι νερό”»!
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις