Κηρύχθηκε εθνικό πένθος και καλώς. Έπρεπε να γίνει, γιατί άνθρωποι που πνίγηκαν στην πατρίδα μας, που θάφτηκαν μέσα στη θάλασσά μας, είναι πια δικοί μας νεκροί. Κομμάτι μας.

Οπότε, πενθούμε. Το θέμα είναι να μην ξεχάσουμε, όμως. Όταν πεθαίνεις, δεν έχεις πλέον χρώμα, καταγωγή, ούτε καν θρησκεία. Γίνεσαι το κύτταρο που ενώνει την ανθρωπότητα.

Θα ακούσουμε πολλά τις επόμενες ημέρες. Ότι ήταν μετανάστες και πρόσφυγες, εισβολείς, «λαθραίοι». Η ακροδεξιά θα το καρπωθεί ως νίκη, η ανθρωπιά ίσως φύγει από το παράθυρο.

Και ξέρουμε ότι υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι που πανηγυρίζουν τέτοιους θανάτους. Και στον Έβρο και στο Αιγαίο. Και στη Μόρια. Και λένε, δεν τους θέλουμε εδώ. Λένε χυδαιότητες που δεν θα γραφτούν σε αυτό το κείμενο.

Χυδαιότητες για μικρά παιδιά που πνίγονται στα αμπάρια των σαπισμένων καϊκιών κι έπειτα τα ξεβράζει η θάλασσα.

Μια Ευρώπη που ύψωσε τείχη στα σύνορά της, έπειτα έδωσε εντολές στα λιμενικά της να πνίγουν, στα λιμάνια της να μη δέχονται τους καραβοτσακισμένους, που παρατάει ανθρώπους στοιβαγμένους σε μία χώρα – αποθήκη: τη δική μας.

Να μιλήσουμε για ευθύνες μόλις μετρηθούν όλοι οι νεκροί. Αλλά τώρα, να μιλήσουμε για όσους δεν έχουν ευθύνες.

Και ευθύνες δεν έχουν οι νεκροί. Αυτοί είναι οι μόνοι που δεν φταίνε. Τόση φρίκη, τόσα θύματα στην ευρωπαϊκή παραμεθόριο τροφοδότησε τόσα τέρατα και μίσος και ρατσισμό…

Όχι, όχι, τέρατα. Οι νεκροί τροφοδοτούν τα όρνια. Να κερδίσει η ανθρωπιά είναι η πραγματική μάχη.