Κόρμακ ΜακΚάρθι, ο μυθιστοριογράφος μιας πιο σκοτεινής Αμερικής
«Όλα τα όμορφα άλογα», «Ο δρόμος» και «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους» ήταν μεταξύ των αναγνωρισμένων βιβλίων του που εξερευνούν έναν ζοφερό κόσμο βίας και παρείσακτων ενώ αγαπήθηκαν από τη μεγάλη οθόνη. O Κόρμακ ΜακΚάρθι πέθανε στα 89 του χρόνια.
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι, ο τρομερός και απομονωμένος συγγραφέας των Απαλάχιων Όρεων και των νοτιοδυτικών πολιτειών της Αμερικής, του οποίου τα κουρελιασμένα περίτεχνα πρώιμα μυθιστορήματα για απροσάρμοστους και γκροτέσκους έδωσαν τη θέση τους στην πλούσια σιωπή του «All the Pretty Horses» (Όλα τα όμορφα άλογα) και στον αποκαλυπτικό μινιμαλισμό του «The Road» (Ο Δρόμος), πέθανε την Τρίτη στο σπίτι του στη Σάντα Φε του Ν.Μ. Ήταν 89 ετών.
Οι εκδόσεις Knopf ανέφεραν σε ανακοίνωσή της ότι ο γιος του Τζον επιβεβαίωσε τον θάνατό του.
«Δεν υπάρχει ζωή χωρίς αιματοχυσία»
Η μυθοπλασία του ΜακΚάρθι είχε μια σκοτεινή άποψη της ανθρώπινης κατάστασης και ήταν συχνά μακάβρια. Διακόσμησε τα μυθιστορήματά του με αποκεφαλισμούς, εμπρησμούς, βιασμούς, αιμομιξίες, νεκροφιλία και κανιβαλισμό. «Δεν υπάρχει ζωή χωρίς αιματοχυσία», δήλωσε στο περιοδικό The New York Times το 1992 σε μια σπάνια συνέντευξη. «Νομίζω ότι η ιδέα ότι το είδος μπορεί να βελτιωθεί με κάποιο τρόπο, ότι όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά, είναι μια πραγματικά επικίνδυνη ιδέα».
Οι χαρακτήρες του ήταν παρείσακτοι, όπως και ο ίδιος. Ζούσε ήσυχα και αποφασιστικά έξω από το λογοτεχνικό ρεύμα. Αν και δεν ήταν τόσο απομονωμένος όσο ο Τόμας Πίντσον, ο ΜακΚάρθι δεν έδινε αναγνώσεις και δεν έγραφε διαφημιστικά για τα εξώφυλλα των βιβλίων άλλων συγγραφέων. Δεν ασχολήθηκε ποτέ με τη δημοσιογραφία ούτε δίδαξε γραφή. Παραχώρησε μόνο μια χούφτα συνεντεύξεις.
Δεν κυνηγούσε την επικαιρότητα αλλά η επικαιρότητα αυτόν. Το «Όλα τα όμορφα Άλογα», ένα στοχαστικό γουέστερν που ήταν αντίθετο με το προηγούμενο έργο του, κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου το 1992 και το «Ο Δρόμος» κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ το 2007. Και τα δύο έγιναν ταινίες, όπως και το «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους», το οποίο κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας το 2008.
Αυτή η ταινία, σε σκηνοθεσία των Τζόελ και Ίθαν Κοέν, έδωσε στον κόσμο την ανεξίτηλη εικόνα του Χαβιέ Μπαρδέμ ως μηδενιστή εκτελεστή.
Το τρέιλερ της ταινίας «Όλα τα όμορφα άλογα»
Απολύτως συγκλονιστική χρήση της γλώσσας
Ο ΜακΚάρθι είχε συζητηθεί τα τελευταία χρόνια ως πιθανός νικητής του Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο κριτικός Χάρολντ Μπλουμ τον ονόμασε έναν από τους τέσσερις σημαντικότερους Αμερικανούς μυθιστοριογράφους της εποχής του, μαζί με τον Φίλιπ Ροθ, τον Ντον ΝτεΛίλο και τον Τόμας Πίντσον, και χαρακτήρισε το μυθιστόρημα του ΜακΚάρθι «Ματωμένος Μεσημβρινός» (1985), ένα κακό, ονειρικό γουέστερν, «το σπουδαιότερο ενιαίο βιβλίο μετά το “Καθώς ψυχορραγώ” του Φόκνερ».
Ο Καναδός νομπελίστας λογοτέχνης, Σολ Μπέλοου, σημείωσε την «απολύτως συγκλονιστική χρήση της γλώσσας από τον ΜακΚάρθι, τις ζωογόνες και θανατηφόρες προτάσεις του».
Ωστόσο, η επιδοκιμασία για το έργο του ΜακΚάρθι δεν ήταν καθολική. Ορισμένοι κριτικοί βρήκαν τα μυθιστορήματά του δυσοίωνα και συνειδητά ανδροπρεπή. Υπάρχουν λίγες αξιόλογες γυναίκες στο έργο του.
Γράφοντας στο New Yorker το 2005, ο Τζέιμς Γουντ εξήρε τον ΜακΚάρθι ως «έναν κολοσσιαία ταλαντούχο συγγραφέα» και «έναν από τους μεγαλύτερους αχταρμάδες της αμερικανικής πεζογραφίας, ο οποίος απολαμβάνει να παράγει μια θεατρική ρητορική που εγγαστρίμυθα μιλάει με ευφυή τρόπο για τη Βίβλο του Βασιλιά Ιάκωβου, τη σαιξπηρική και τη ιακωβική τραγωδία, τον Μέλβιλ, τον Κόνταντ και τον Φόκνερ».
Ο Γουντ κατηγόρησε τον ΜακΚάρθι ότι έγραφε προτάσεις που μερικές φορές έφταναν «κοντά στην ανοησία», ότι «φαινόταν να απολαμβάνει τη βία που τόσο πλούσια κατέγραφε» και ότι ήταν εχθρικός προς τη διανοητική συνείδηση.
Η γλώσσα και ο τόνος των μυθιστορημάτων του ΜακΚάρθι άλλαξαν αισθητά με την πάροδο των δεκαετιών. Μεταξύ των ακαδημαϊκών και της λεγεώνας των εμμονικών αναγνωστών του, το βασικό ερώτημα σχετικά με το έργο του ήταν επί μακρόν: Τι είναι καλύτερο, ο πρώιμος Μακάρθι ή ο όψιμος;
Το βιβλίο «Όλα τα όμορφα άλογα» προσέλκυσε ένα ευρύ κοινό και γυρίστηκε σε ταινία το 2000 με πρωταγωνιστές τον Ματ Ντέιμον και την Πενελόπε Κρουζ. Δεν ήταν απλώς το πρώτο μπεστ σέλερ του ΜακΚάρθι, ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα που πούλησε πολλά αντίτυπα. Κανένα από τα προηγούμενα βιβλία του δεν είχε πουλήσει μέχρι τότε περισσότερα από 5.000 αντίτυπα σε σκληρό εξώφυλλο.
Πρώιμη ζωή στο Τενεσί
Γεννήθηκε ως Τσαρλς ΜακΚάρθι στις 20 Ιουλίου 1933 στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ, ως το τρίτο από τα έξι παιδιά και ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Μέσα σε λίγα χρόνια η φαμίλια μετακόμισε στο Νόξβιλ του Τενεσί, όπου ο πατέρας του ΜακΚάρθι, ο οποίος είχε αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή του Γέιλ, εργαζόταν ως δικηγόρος για την Tennessee Valley Authority.
Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο συγγραφέας υιοθέτησε το όνομα Κόρμακ, ένα οικογενειακό παρατσούκλι, για να αποφύγει συσχετισμούς με τον Τσάρλι ΜακΚάρθι, την κούκλα του εγγαστρίμυθου Έντγκαρ Μπέργκεν. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, που δόθηκε σε μια ιστοσελίδα αφιερωμένη στον ΜακΚάρθι, μετονομάστηκε σε Κόρμακ από έναν Ιρλανδό βασιλιά.
Η οικογένειά του ήταν εύπορη για το Νόξβιλ, το μεγάλο λευκό σπίτι της είχε πολλές υπηρέτριες. Ο νεαρός ΜακΚάρθι έλκεται, ωστόσο, από την πιο κακόφημη πλευρά της πόλης. «Ένιωθα από νωρίς ότι δεν επρόκειτο να γίνω ένας αξιοσέβαστος πολίτης» δήλωσε στο περιοδικό Times. «Μισούσα το σχολείο από την ημέρα που πάτησα το πόδι μου σε αυτό».
Φοίτησε στο Καθολικό Γυμνάσιο του Νόξβιλ και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί, όπου σπούδασε φυσική και μηχανική το 1951 και το 1952. Κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία το 1953 και υπηρέτησε τέσσερα χρόνια, αρκετά από αυτά τοποθετημένος στην Αλάσκα. Για να καταπνίξει την πλήξη του, είπε, «διάβασα πολλά βιβλία πολύ γρήγορα».
Το τρέιλερ της τανίας «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους»
Δεν αγάπησε τις σπουδές, αλλά λάτρεψε τη γλώσσα
Επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί από το 1957 έως το 1959. Έμαθε ότι είχε ταλέντο στη γλώσσα, είπε κάποτε, όταν ένας καθηγητής του ζήτησε να διαβάσει μια συλλογή δοκιμίων του 18ου αιώνα και να τα αναδιατυπώσει για ένα εγχειρίδιο. Άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα στο φοιτητικό λογοτεχνικό περιοδικό. Ωστόσο, δεν αποφοίτησε ποτέ και μετακόμισε στο Σικάγο, όπου εργάστηκε σε μια αποθήκη ανταλλακτικών αυτοκινήτων, ενώ παράλληλα έγραφε το πρώτο του μυθιστόρημα.
Έστειλε το χειρόγραφο του μυθιστορήματος, το Ο Φύλακας των Περιβόλων (The Orchard Keeper), στον εκδοτικό οίκο Random House, όπως είπε, επειδή «ήταν ο μόνος εκδοτικός οίκος που είχα ακούσει».
Κριτικάροντας το «The Orchard Keeper» στους Times το 1965, ο Orville Prescott το χαρακτήρισε «εντυπωσιακό» αλλά σημείωσε ότι ο ΜακΚάρθι χρησιμοποίησε «τόσα πολλά από τα λογοτεχνικά μέσα και τους τρόπους του Φόκνερ που μισοβυθίζει το δικό του ταλέντο κάτω από μια πλημμύρα απομίμησης».
Ακολούθησαν ακόμα τέσσερα βιβλία του, τα οποία ορίζουν την πρώιμη φάση του, με τελευταίο αυτό που διαδραματίζεται στον Νότο, το «Suttree» (1979), το πιο αυτοβιογραφικό του. Τοποθετείται ανάμεσα στους περιθωριακούς χαρακτήρες που κατοικούσαν στην προκυμαία του Νόξβιλ, ένα περιβάλλον που γνώριζε καλά. «Πάντα με έλκυαν οι άνθρωποι που απολάμβαναν έναν επικίνδυνο τρόπο ζωής» είχε πει κάποτε ο ίδιος.
Κάποιοι είδαν το μυθιστόρημα ως αποχαιρετισμό στη θορυβώδη, παλιά του ζωή. Σταμάτησε να πίνει πριν από τη δημοσίευση του μυθιστορήματος. «Οι φίλοι που έχω είναι απλώς εκείνοι που έκοψαν το ποτό» είπε. «Αν υπάρχει επαγγελματικός κίνδυνος στο γράψιμο, αυτός είναι το ποτό».
«Μια λεγεώνα φρικτών»
Ήταν πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου «Όλα τα όμορφα άλογα» το 1992 όταν ο ΜακΚάρθι συμφώνησε να μιλήσει στο περιοδικό The Times για την πρώτη του μεγάλη συνέντευξη.
Ο συγγραφέας του άρθρου, Richard B. Woodward, σημείωνε τότε ότι ο ΜακΚάρθι «κόβει μόνος του τα μαλλιά του, τρώει έτοιμα γεύματα ή σε καφετέριες και πλένεται σε δημόσια λουτρά».
Σε εκείνη τη συνέντευξη, ο ΜακΚάρθι ονόμασε ως «καλούς συγγραφείς» τον Μέλβιλ, τον Ντοστογιέφσκι και τον Φόκνερ, μια λίστα που παρέλειπε συγγραφείς οι οποίοι, όπως είπε «δεν ασχολούνται με θέματα ζωής και θανάτου». Σχετικά με τον Προυστ και τον Χένρι Τζέιμς, σχολίασε: «Ο Προυστ και ο Χένρι Τζέιμς είναι οι καλύτεροι συγγραφείς που έχω γνωρίσει. Δεν τους καταλαβαίνω. Για μένα, αυτό δεν είναι λογοτεχνία. Πολλούς συγγραφείς που θεωρούνται καλοί τους θεωρώ παράξενους».
*Με στοιχεία από nytimes.com
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις