Άρης Βελουχιώτης: Έμοιαζε σαν στάμνα σπασμένη…
Ο Άρης πίστευε ότι με το σταμάτημα του αγώνα προδώσαμε το λαό
- Μέλος κυκλώματος που διέπραττε τηλεφωνικές απάτες ήταν η Ειρήνη – Τι λένε τα θύματα της σπείρας
- Πώς το Προσφυγικό πλήττει βαριά τη Μελόνι – Το πολιτικό φιάσκο της συμφωνίας Ιταλίας-Αλβανίας
- «Ένα μάτι και αρκετά δάχτυλα» Τα ΜΜΕ της Τεχεράνης ζητούν αντίποινα για τον πρέσβη τους
- Κοινή αναφορά στη Βουλή από τους ανεξάρτητους βουλευτές πλησίον Κασσελάκη
«Ο Άρης αυτοκτόνησε σε μικρή απόσταση από μένα. Πέντε κουβέντες είπε, έβγαλε το πιστόλι και τίναξε τα μυαλά του. Ήμασταν κυκλωμένοι από ώρες, μας βάζανε από παντού. Νωρίτερα, οι περισσότεροι δικοί μας κατηφόρισαν, κατόρθωσαν να ξεφύγουν. Έμεινα τρεις μέρες κρυμμένος σε μια σπηλιά, δέκα μέτρα πάνω από το πτώμα του αρχηγού. Ήρθαν οι άλλοι, του ’κοψαν το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια. Ο Άρης έμοιαζε σαν στάμνα σπασμένη…»
Η συγκλονιστική αφήγηση για τις τελευταίες στιγμές του Άρη Βελουχιώτη, διακοπτόμενη από λυγμούς, έγινε από τον πολιτικό πρόσφυγα και δάσκαλο Βαγγέλη Γκονέζο, στην έβδομη ελληνική πολιτεία, στην περιοχή Κύρωφ της Τασκένδης.
Ο Βαγγέλης Γκονέζος, 54 χρονών, κατάγεται από την Άρτα. Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων και υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στο Αλβανικό Μέτωπο στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
Η συζήτηση γύρω από το θάνατο του Άρη τον ξάφνιασε. Αναρωτήθηκε γιατί του θυμίσαμε αυτή την ιστορία και διέκοψε τρεις φορές την αφήγησή του από τη ζωηρή συγκίνηση.
«ΤΑ ΝΕΑ», 14.7.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Βαγγέλης Γκονέζος είπε ακριβώς:
Υπηρετούσα στο 85 σύνταγμα. Μετά την παράδοση του οπλισμού πήγα στη Βόνιτσα. Απ’ εκεί πέρασε ο Άρης με 45 άνδρες. Συναντηθήκαμε και τον ακολούθησα, γιατί είχα τη γνώμη ότι οι συμφωνίες που έγιναν δεν ήταν σωστές και ότι έπρεπε να συνεχίσουμε τον αγώνα.
Συνεχίσαμε την πορεία μας με σκοπό να συναντηθούμε με την Κεντρική Επιτροπή του αλβανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και την Κεντρική Επιτροπή του γιουγκοσλαβικού, να πούμε ποια ήταν η κατάσταση και αν έπρεπε να συνεχίσουμε την πάλη.
Φθάσαμε στην Καλή Βρύση, όπου το βράδυ κυκλωθήκαμε από ένα τάγμα. Κατορθώσαμε να σπάσουμε τον κλοιό και να βγούμε έξω. Είχαμε έναν νεκρό. Όταν το τάγμα συμπτύχθηκε, επιστρέψαμε πάλι στην Καλή Βρύση και θάψαμε τον νεκρό, έναν αν δεν απατώμαι Μανώλη ή Πελοπίδα, δεν θυμάμαι καλά.
Από την Καλή Βρύση μια ομάδα με τον Άρη κατέβηκε στο διπλανό χωριό, αλβανικό ήταν, ενώ εγώ με το υπόλοιπο τμήμα έφθασα στο Γιαννοχώρι και περίμενα την ομάδα να επιστρέψει την επομένη. Ο Άρης έφθασε στο χωριό αυτό και συναντηθήκαμε μ’ έναν περιφερειακό, ο οποίος είπε ότι το Κόμμα πρόδωσε τον ελληνικό λαό, ότι είχε την κατάσταση στα χέρια του και την έδωσε στην αντίδραση.
Η ομάδα επέστρεψε, αλλά δεν συνεχίσαμε την πορεία μας προς τη Γιουγκοσλαβία. Σκοπός τώρα ήταν να συναντηθούμε με τον Ζαχαριάδη, στον οποίον ο Άρης είχε περισσότερη εμπιστοσύνη, ενώ τους άλλους, από ντοκουμέντα, τηλεγραφήματα κ.λπ. που είχε, τους θεωρούσε τότε εχθρούς του ελληνικού λαού.
Αρχίσαμε την πορεία προς τα κάτω. Φθάσαμε στο Ελληνικό (σ.σ. τα Ελληνικά της Δυτικής Αργιθέας), για να περάσουμε από τα Βραγκιανά στη Θεσσαλία. Από τη Μεσοχώρα στείλαμε ένα γράμμα μέσω του θεσσαλικού γραφείου μ’ ένα σύνδεσμο να φθάσει στον Ζαχαριάδη. Εμείς συνεχίσαμε την πορεία, πλην όμως τότε κινηθήκανε πολλές δυνάμεις από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και ο σύνδεσμος δεν κατόρθωσε να επιστρέψει και να μας συναντήσει. Γύρισε στο Περτούλι, συνάντησε στρατό και τανκς, και δεν μπόρεσε να πιάσει επαφή μαζί μας.
Συνεχίσαμε πάλι την πορεία. Φθάσαμε από την Καλή Κώμη πιο πέρα σ’ ένα χωριό, δεν θυμάμαι πώς το λένε, για να περάσουμε στα Βραγκιανά. Εκεί κυκλωθήκαμε και κατορθώσαμε να σπάσουμε όρθιοι τον κλοιό. Θέλαμε τώρα να γυρίσουμε προς τα πίσω και από άλλο μονοπάτι να βαδίσουμε προς τη Θεσσαλία, μέσω γέφυρας Κοράκου.
«ΤΑ ΝΕΑ», 14.7.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μετά που σπάσαμε τον κλοιό, φθάσαμε στο Κοθώνι (σ.σ. το Πολυνέρι Τρικάλων), όπου συγκέντρωσα πληροφορίες για την κατάσταση. Είχε φθάσει μια διλοχία και επίσης από το Τετράκωμο είχαν φθάσει τμήματα Ελληνικού Στρατού. Εμείς ήμασταν δύναμη 96 ανδρών. Είπα στον Άρη τότε αν ήθελε να πάμε μέσω Κοθωνίου, Μυρόφυλλου πάνω στη Μεσοχώρα, και από εκεί στη Νεράιδα, να περάσουμε πάλι προς το Γαρδίκι και να φύγουμε προς τα έξω. Μου απάντησε ότι το βράδυ θα φεύγαμε.
Ξεκινήσαμε το βράδυ παίρνοντας μαζί έναν σύνδεσμο από το Κοθώνι. Μεταξύ Κοθωνίου και Μυρόφυλλου το αντέρεισμα αυτό το είχαν καταλάβει και στις 11 το βράδυ χτυπηθήκαμε. Χτυπήθηκε το κέντρο του τμήματος τη στιγμή που περί τους 70 άνδρες είχαν περάσει προς το Μυρόφυλλο. Εμείς οι υπόλοιποι 26 αναγκασθήκαμε να κατέβουμε προς το ποτάμι σ’ ένα απότομο μέρος. Η ημέρα μάς βρήκε κάτω χαμηλά στο ποτάμι. Αναγκασθήκαμε να σταματήσουμε και να περιμένουμε άυπνοι όλη την ημέρα. Σκοπός μας ήταν, αν μπορούσαμε, να συναντηθούμε με τους άλλους τους δικούς μας, που είχαν περάσει από το Μυρόφυλλο στο Τετράκωμο.
Την επόμενη βραδιά στείλαμε σύνδεσμο στα παιδιά, όμως δεν μπορέσαμε να συναντηθούμε. Επειδή κινδύνευαν να κυκλωθούν, φύγανε προς τη γέφυρα Κοράκου, ενώ εμείς αρχίσαμε να ανεβαίνουμε και φθάσαμε πάνω από τη Μεσούντα, σ’ ένα μέρος που είχε ορισμένα πεύκα. Καθίσαμε εκεί όλη την ημέρα. Στο μέρος αυτό υπήρχε ένας βράχος, καλό παρατηρητήριο. Τοποθετήσαμε δύο παρατηρητές. Ένας ήταν ο Γερόδρακος, τον άλλον δεν τον θυμάμαι.
Ήταν αργά, βασίλεμα του ήλιου, όταν άρχισαν να ανεβαίνουν προς τα πάνω πρόβατα με κάτι κτηνοτρόφους. Πρόβατα και κτηνοτρόφοι φθάσανε κοντά στους παρατηρητές, και τότε οι κτηνοτρόφοι τούς πιάσανε. Στην πραγματικότητα δεν ήταν κτηνοτρόφοι, αλλά στρατιώτες. Τότε κυκλώσανε και εμάς γύρω στα 12-15 μέτρα και άρχισαν να μας βάζουν με αυτόματα και χειροβομβίδες. Αναγκασθήκαμε να κατέβουμε πάλι προς το ποτάμι. Στο κατέβασμα ο Άρης έπεσε και χτύπησε άσχημα στη σπονδυλική στήλη.
Σταματήσαμε πιο κάτω σ’ ένα μέρος πολύ απότομο. Από απέναντι μάς χτυπούσαν βαριά πολυβόλα. Πριν σταματήσουμε σ’ αυτό το απότομο μέρος, 19 δικοί μας πήδησαν και φύγανε. Ήμασταν ελάχιστοι πλέον, διασκορπισμένοι. Σε μια στιγμή, δεν ξέρω πώς, σκέφθηκε ο Άρης και είπε: «Παιδιά, εγώ έζησα 42 χρόνια και καλά και άσχημα. Κοιτάξτε εσείς τι θα κάνετε τώρα. Γεια σας». Τράβηξε το πιστόλι και αυτοκτόνησε.
Στο κέντρο ο Τζαβέλας, αριστερά του ο Λέων
Δεν μπόρεσα να αντιδράσω, ήμουν μαζί με τον Λέοντα, οι δυο μας. Μόλις αυτοκτόνησε ο Άρης, γύρισε ο Τζαβέλας, που ήταν 7-8 μέτρα μπροστά, είδε τον αρχηγό, άνοιξε μια χειροβομβίδα, την κράτησε και αυτοκτόνησε. Φάνηκε ένας άλλος, τον θέρισε όμως μια ριπή, έμεινε κι αυτός εκεί. Και οι τρεις μαζί.
«ΤΑ ΝΕΑ», 14.7.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Προσπαθήσαμε να φύγουμε με τον Λέοντα. Δεν μπορέσαμε. Σκέφθηκα να ακολουθήσουμε άλλο δρομολόγιο, από την πίσω μεριά, πολύ απότομο, ήταν όμως αργά, θάμπωνε. Προς το ποτάμι είχε δύο πέτρες σαν σπηλιά. Μπήκαμε μέσα, εγώ και ο Λέων, που ήταν μαυροσκούφης, σύνδεσμος του Άρη. Είχαμε αυτόματα και πιστόλια, και αποφασίσαμε ότι σε περίπτωση που θα μας αντιλαμβάνονταν, θα τους βάζαμε και μετά θα αυτοκτονούσαμε.
Μείναμε εκεί τρεις ημέρες, 10 μέτρα από τα πτώματα. Την άλλη ημέρα κατέβηκε μια διμοιρία μαζί με τους δύο παρατηρητές τους δικούς μας που είχαν συλλάβει. Κόψανε το κεφάλι του Άρη, τα δύο χέρια από τους ώμους, τα πόδια από τα γόνατα. Του Τζαβέλα τού κόψανε το κεφάλι και το δεξί χέρι. Πήρανε τα ρούχα του Άρη, το σκούφο, τον οπλισμό του. Τον άφησαν γυμνό με τη φανέλα και το σώβρακο. Ο Άρης έμοιαζε σαν στάμνα σπασμένη…
Την τρίτη ημέρα το βράδυ αποφασίσαμε να βγούμε και να φύγουμε. Είχαμε μείνει νηστικοί 6-7 ημέρες. Περάσαμε μπροστά από τα πτώματα. Είχε φεγγάρι. Δακρύσαμε, ήταν πολύ συγκινητικό. Θέλαμε να θάψουμε τα πτώματα, μα δεν μπορούσαμε. Γύρω-γύρω ήταν οι άλλοι. Σκαρφαλώσαμε σ’ ένα απότομο μέρος, κατορθώσαμε να περάσουμε και φθάσαμε στο ποτάμι. Βρήκαμε εκεί τον πατέρα του Μήτσου του Λάκα. Αλλάξαμε τη στρατιωτική περιβολή, πήραμε τα πιστόλια και σφαίρες. Πλησιάσαμε με προφυλάξεις παραπέρα, στο ποτάμι. Μείναμε πάλι κρυμμένοι μια μέρα.
[…]
Έφθασα στα Τζουμέρκα, έμεινα παράνομος και από εκεί στάλθηκα στα Γιάννενα. Από τα Γιάννενα πέρασα στην Αλβανία και από εκεί στη Γιουγκοσλαβία. Το 1947 γύρισα πάλι στην Ελλάδα.
Ο Άρης τις τελευταίες ημέρες ήταν πολύ σκεφτικός. Επαναλάμβανε συνεχώς ότι έπρεπε να συναντηθούμε με τον Ζαχαριάδη. «Μόνο στον Νίκο», έλεγε, «έχω εμπιστοσύνη. Σε κανέναν άλλον, και ό,τι πει ο Νίκος, αυτό και θα κάνουμε. Θα σταματήσουμε ή θα συνεχίσουμε την πάλη».
Πίστευε ότι με το σταμάτημα του αγώνα προδώσαμε το λαό. Αυτό το πράγμα τον τυραννούσε. Έπειτα, του στοίχισε πολύ η θέση που είχε πάρει το Κόμμα απέναντί του. Μετά τον τραυματισμό του τα πράγματα χειροτέρεψαν. Ήταν χτυπημένος πολύ άσχημα στη σπονδυλική στήλη. Δε δέχθηκε να τον βοηθήσουμε. Κατέβηκε 100-150 μέτρα μόνος του, χωρίς βοήθεια. Όλο το βράδυ βογγούσε πολύ.
Μας είχαν κυκλωμένους σ’ ένα πολύ άσχημο μέρος. Ήταν χαράδρα, δεν μπορούσαμε να πάμε ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Ξαφνικά μας είπε τα λόγια που είπε, έβγαλε το πιστόλι και αυτοκτόνησε. Ούτε «ζήτω» ούτε τίποτα. Επαναλαμβάνω, δεν μπορούσαμε να τον θάψουμε. Μας είχαν κυκλωμένους. Έπειτα, το μέρος ήταν πετρώδες και δεν είχαμε τίποτα μαζί μας. Πιστεύω ότι ο Άρης ήταν μεγάλος.
*Άρθρο-ντοκουμέντο για το τέλος του Άρη Βελουχιώτη, τον Ιούνιο του 1945. Η συνέντευξη του Βαγγέλη Γκονέζου στο διακεκριμένο δημοσιογράφο Δημήτρη Γουσίδη (1939-2012) είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 14 Ιουλίου 1975.
Ο Άρης Βελουχιώτης απεβίωσε το σούρουπο της 15ης Ιουνίου 1945.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις