Κεντρικές τράπεζες σε αναζήτηση πυξίδας
Η στάση και της ΕΚΤ και της FED παραπέμπει στο ότι ακόμη οι κεντρικές τράπεζες αναζητούν προσανατολισμό
Την Τετάρτη 14 Ιουνίου, η αμερικανική κεντρική τράπεζα, η FED κατάφερε να στείλει ένα μήνυμα ότι επιμένει σε μια πολιτική αύξησης επιτοκίων μέσα από την ανακοίνωση ότι αυτή τη φορά δεν θα αυξήσει τα επιτόκια.
Ο λόγος είναι ότι η ανακοίνωση ότι προσωρινά διακόπτεται μια 15μηνη πορεία αύξησης των επιτοκίων που περιλάμβανε 10 συνεχείς αυξήσεις συνοδεύτηκε από τη διευκρίνιση ότι θα έρθουν άλλες δύο αυξήσεις 0,25% μέχρι το τέλος της χρονιάς, πράγμα που ισοδυναμεί τελικά με μια αρκετά επιθετική πολιτική επιτοκίων.
Και αυτό γιατί αυτή η προαναγγελία των επόμενων αυξήσεων σημαίνει ότι το επιτόκιο θα καταλήξει σε ένα επίπεδο 5,5%-5,7% το οποίο θεωρείται περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα υψηλότερο από τις προηγούμενες εκτιμήσεις.
Μόνο που ένα τέτοιο επιτόκιο βάσης θα σημαίνει ένα σημαντικό επιπλέον κόστος στην αμερικανική οικονομία, παρά τα θετικά σημάδια που δείχνει η τελευταία σε άλλα πεδία, και θα μπορούσε να ανακόψει μέρος της αναπτυξιακής της δυναμικής.
Και τα ερωτήματα γίνονται ακόμη πιο επείγοντα όσο παραμένει ενεργό το ερώτημα για το εάν η αμερικανική οικονομία έχει φτάσει στο όριο της αναπτυξιακής της δυναμικής. Για παράδειγμα ενώ η ανεργία παραμένει σε ένα ιστορικά χαμηλό επίπεδο, εντούτοις για πρώτη φορά έδειξε μικρή τάση αύξησης τον Μάιο φτάνοντας το 3.7%, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων επτά μηνών.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι στις ΗΠΑ που φοβούνται ότι οι αναπτυξιακοί ρυθμοί στις ΗΠΑ θα επιβραδυνθούν και υπάρχει ακόμη και ενδεχόμενο ύφεσης σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει κάνει πρόβλεψη για ανάπτυξη (σε όρους πραγματικού ΑΕΠ) στις ΗΠΑ στο 1,1% για το 2023 (διόρθωση προς τα πάνω) και στο 0,8% για το 2024 (διόρθωση προς τα κάτω).
Σε αυτό το φόντο, όντως το να πάνε τελικά τα επιτόκια στο ύψος που προαναγγέλλει η FED θα μπορούσε να είναι ένα παράγοντας που θα επιτάχυνε το πέρασμα της αμερικανικής οικονομίας σε μια υφεσιακή δυναμική.
Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ φάνηκε να υποχωρεί τον Μάιο κινούμενος στο 4.05%, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο εδώ και δύο χρόνια και αρκετά κάτω από το κορυφαίο σημείο του 9,06% τον Ιούνιο του 2022. Ωστόσο παραμένει αρκετά υψηλότερα από το επίπεδο του 2% που παραμένει ο διακηρυκτικός στόχος της FED.
Από την άλλη, υπάρχουν και αυτοί που επιμένουν ότι ένας από τους λόγους που η FED επέλεξε την τακτική να μην κάνει αύξηση επιτοκίων και να προαναγγείλει τις αυξήσεις μέχρι το τέλος της χρονιάς αναλογεί ακριβώς στην προσπάθεια ταυτόχρονα να δείξει ότι θέλει να σταθμίσει τα πράγματα και εάν χρειαστεί με βάση τα δεδομένα να αναπροσαρμόσει την τακτική της αλλά και να στείλει το μήνυμα ότι παραμένει «αποφασιστική».
Η ΕΚΤ επιμένει στις αυξήσεις
Η ΕΚΤ από την άλλη ανακοίνωσε στις 15 Ιουνίου ότι αυξάνει το βασικό επιτόκιό της κατά 0,25% στο 3,5% που είναι το υψηλότερο βασικό επιτόκιο της 22χρονης ιστορίας της.
H EKT έχει να αντιμετωπίσει σχετικά υψηλότερο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη. Για τον Μάιο του 2023 εκτιμάται ότι θα είναι στο 6,1% αρκετά κάτω από το 7% του Απριλίου αλλά σίγουρα υψηλό.
Με βάση την βασική «αντιπληθωριστική» γραμμή της ΕΚΤ, φαντάζει λογικό να προχωρά σε αυξήσεις επιτοκίων. Άλλωστε, εδώ η διάφορά ανάμεσα σε βασικό επιτόκιο και πληθωρισμό είναι μεγαλύτερη από τις ΗΠΑ και φαινομενικά υπάρχει περιθώριο για αυξήσεις.
Ωστόσο, στην Ευρώπη υπάρχει και μια παράμετρος ακόμη: Η ευρωζώνη αυτή τη στιγμή είναι από τεχνικής άποψης σε ύφεση, εφόσον καταγράφηκαν δύο συνεχόμενα τρίμηνα, το τελευταίο του 2022 και το πρώτο του 2023 με συρρίκνωση. Και μάλιστα «ατμομηχανή» της ύφεσης είναι η παραδοσιακή «ατμομηχανή της ανάπτυξης», η Γερμανία (μαζί με χώρες όπως η Ιρλανδία).
Με αυτή την έννοια, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί για το πόσο θεμιτή είναι η αύξηση των επιτοκίων σε μια συγκυρία αν όχι ύφεσης σίγουρα επιβράδυνσης των αναπτυξιακών ρυθμών στην Ευρώπη, ακόμη και εάν ακόμη η αφετηρία είναι χαμηλότερη από τα αμερικανικά.
Η στρατηγική αμηχανία των κεντρικών τραπεζών
Όμως, το ερώτημα είναι συνολικότερο. Ούτως ή άλλως, η τρέχουσα αύξηση του πληθωρισμού, που δείχνει να υποχωρεί αν και παραμένει σε υψηλά επίπεδα, είχε την ιδιαιτερότητα να προέρχεται κυρίως από τη μεριά της προσφοράς, είτε αυτό αφορούσε τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες είτε την προσπάθεια των επιχειρήσεων να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα κερδοφορίας και όχι την υπερβάλλουσα ζήτηση ή την αύξηση του εργατικού κόστους. Την ίδια στιγμή η αναπτυξιακή δυναμική παραμένει ιδιαίτερα αντιφατική.
Ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχουν διοικήσεις που κατεξοχήν έχουν διαπαιδαγωγηθεί εντός μιας πολύ συγκεκριμένης οικονομικής «ορθοδοξίας».
Σε αυτόν τον τρόπο σκέψης εάν αυξάνεται ο πληθωρισμός, η αντίδραση είναι μονόδρομος: αύξηση των επιτοκίων με απώτερο σκοπό να επέλθει ύφεση στην οικονομία, να μειωθεί η απασχόληση, να υποχωρήσει το διαθέσιμο εισόδημα και άρα να προσαρμοστούν ανάλογα και οι τιμές καταναλωτή.
Την ίδια στιγμή, όμως, οι κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται τον πληθωρισμό ως κρίση κόστους ζωής που πρέπει να αντιμετωπιστεί αλλά και την ύφεση ως προάγγελο συνολικότερης οικονομικής υποχώρησης.
Αυτό διαμορφώνει ένα αντιφατικό κλίμα, τόσο ως προς την παραγωγή πολιτικής, όσο και ως προς το πώς αυτή προσλαμβάνεται, αλλά και μια βαθύτερη αμηχανίας ως προς το ποια πολιτική θα πρέπει τελικά να επιλεγεί.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις