Οποίος είχε τη δυσάρεστη εμπειρία να επισκεφτεί την κόλαση της Μόριας, αυτή τη Σπιναλόγκα των προσφύγων στη Μυτιλήνη, θυμάται πως λίγο πριν πέσει ο ήλιος άρχιζε να σχηματίζεται μια μεγάλη ουρά, όπου χιλιάδες πρόσφυγες στέκονταν επί ώρες για να πάρουν ένα πλαστικό πιάτο φαγητού.

Με ένα μόνο μπουκάλι νερό έπρεπε να περιμένουν σε μια ουρά με χιλιάδες ανθρώπους. Σπρωχνόντουσαν μεταξύ τους για να προλάβουν να φάνε, πριν τελειώσουν τα τεμάχια.

Το φαγητό βεβαίως δεν έφτανε ποτέ για όλους. Αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι υπεύθυνοι. Και μόλις τελείωνε το φαγητό, ξεκινούσαν φωνές και δυσαρέσκεια ενώ καμία φορά αυτό μπορεί να οδηγούσε σε επεισόδια μέσα και έξω από το καμπ.

Ήξεραν, ότι μπορεί να έφευγαν με άδεια χέρια από εκείνη την γεμάτη από πεινασμένους ανθρώπους ουρά, ωστόσο στέκονταν εκεί κάθε μέρα, με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα φάνε.

Κι έτσι, αναζητούσαν φαΐ οπουδήποτε. Έμπαιναν σε φάρμες, έκλεβαν ζωντανά, έκλεβαν φρούτα, λαχανικά, οτιδήποτε για να γεμίσουν τα άδεια στομάχια τους.

Την επόμενη μέρα οι ανακοινώσεις των Αρχών έκαναν λόγο απλώς για «επεισόδια στη Μόρια» τροφοδοτώντας αν μη τι άλλο την Ακροδεξιά ρητορική ότι «δεν φτάνει που τους ταΐζουμε, τα καίνε κιόλας».

Η στάση της εκάστοτε κυβέρνησης και η πολιτική της ΕΕ προς τους πρόσφυγες ήταν πάντοτε η ίδια: τους πετάμε ένα κομμάτι φαΐ και έχουμε παίξει τον ρόλο του «καλού Σαμαρείτη».

Κανένας βεβαίως από τους πρόσφυγες δεν ήθελε να βρίσκεται στην Μόρια. Περίμεναν μήνες –αν ήταν τυχεροί- ακόμα και χρόνια μέχρι να φτάσει η ώρα για τη μοιραία εκείνη συνέντευξη για το άσυλο, ζητώντας επιτέλους να σωθούν από την κόλαση του ΚΥΤ και του Ελαιώνα.

Κατά πάσα πιθανότητα οι διασωθέντες του ναυαγίου ανοιχτά της Πύλου θα ήταν καταδικασμένοι να έβλεπαν την φρίκη του καμπ εκείνου, αν δεν είχε καεί ολοσχερώς το 2020.

Αν και τρία χρόνια μετά την καταστροφή της, δεν έχουν αλλάξει πολλά.

Δεν έχουμε ιδέα πόσους νεκρούς μετράμε από το ναυάγιο της 14ης Ιουνίου και οι Αρχές «πυροβολούν» για άλλη μια φορά ανθρώπους ανυπεράσπιστους και ταλαιπωρημένους. Κρατώντας ανθρώπους για ώρες σε μια βασανιστική διαδικασία, κατηγορώντας τους ότι δαγκώνουνε το χέρι που τους ταΐζει, ισχυριζόμενοι ότι δεν ζήτησαν ποτέ βοήθεια και ότι μάλιστα, πέταξαν το φαγητό που τους δόθηκε στην θάλασσα.
Στο αμπάρι, όπως αποκαλύφθηκε μετά από μαρτυρίες, βρισκόταν κόσμος πεινασμένος και διψασμένος, τόσο που κάποιοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο με χαρακτηριστικά αφυδάτωσης.

Το μόνο που βλέπουμε να αλλάζει συνεχώς στις ανακοινώσεις του Λιμενικού είναι τα ναυτικά μίλια και οι ώρες, όμως το μόνο το οποίο παραμένει αναλλοίωτο, είναι ο ισχυρισμός ότι «δεν ζητούσαν βοήθεια.

Οι εικόνες από το αλιευτικό δείχνουν εκατοντάδες άτομα, εγκλωβισμένα σε ένα σαπιοκάραβο, με χέρια σηκωμένα, ζητώντας για βοήθεια.

Πάνω σε ένα καράβι στη μέση του πουθενά, εκτεθειμένος στον ήλιο, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό. Δεν αρκούν άραγε ως σημάδια για «βοήθεια»;