Άγγελος Σικελιανός: Αντίδωρο άμετρων ψυχών
Ο εσταυρωμένος Βάκχος
Θα μας εξένιζε, κ’ εμένα μάλιστα θα μ’ εξένιζε δυσάρεστα, ο τίτλος της εκλογής του Αγγέλου Σικελιανού «Αντίδωρο», αν δεν είχε αισθανθή την ανάγκη ο ίδιος ο ποιητής σε μια σύντομη επισημείωσι να τον εξηγήση – για να τον δικαιολογήση. Είνε τόσο στενά συνυφασμένος ο όρος με την άσκησι της δικής μας λατρείας, ξυπνάει τόσο άμεσα την ιδέα του σώματος του Κυρίου, που βαλμένος στο εξώφυλλο μιας ποιητικής συλλογής φαντάζει σαν ιερόσυλος. Η επισημείωσις αίρει την παρεξήγησι: μια μυστική λειτουργία τελεί κι’ ο ποιητής, και σαν μικρά κομμάτια από τη θεία ουσία της ποιήσεως μάς δίνονται «αντίδωρο» λίγοι στίχοι. Εξ άλλου, θα προσέθετα, βρίσκοντας μέσα στην ίδια τη λέξι τη δικαίωσι του τίτλου, κάποιου μεγάλου δώρου της εμπνεύσεως, μήπως δεν είνε αντίδωρο το ποίημα; Τέλος, ας λεχθή πως ο όρος βρίσκεται μέσα στο έργο του Σικελιανού, βαλμένος με τρόπο που δεν αφίνει αμφιβολία καμιά για το εξω-λατρευτικό νόημά του, από την άποψι τη χριστιανική:
αντίδωρο άμετρων ψυχών,
εσταυρωμένε Βάκχε…
Κι’ αγαπά κανείς να φαντάζεται, να στοχάζεται, πως ο ποιητής, ο κάθε ποιητής, είνε ο εσταυρωμένος Βάκχος ο προσφερόμενος στον πόνο και στο πάθος της δημιουργίας, «αντίδωρο άμετρων ψυχών», που χάρις στη δική του αγωνία θα γνωρίσουν την εμορφιά και θα συλλάβουν κάποιας τελειώσεως το νόημα.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 26.2.1943, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Σε μια κάπως μεθοδική, όσο κι’ αν είνε σύντομη μελέτη, όπως αυτή που καταπιάνομαι εδώ, επόμενο είνε να ξεπεράσω τα όρια του αντικειμένου, της ποιητικής συλλογής, μέσα στην προσπάθειά μου να πλησιάσω τα όρια του δημιουργού της, του ποιητή. Έτσι, αποφεύγοντας να θίξω οποιοδήποτε σημείο από τ’ ανέκδοτα έργα του Σικελιανού, σαν από ένα αίσθημα εντιμότητος απέναντι των αναγνωστών, να μην εισαγάγω τίποτε που να μην μπορούν οι ίδιοι να το γνωρίζουν, δεν θα διστάσω να αναφερθώ, άμα χρειάζονται, σε στοιχεία της δημοσιευομένης παραγωγής του που δεν περικλείονται μέσα στο «Αντίδωρο». Και τούτο μάλιστα στην αρχή, στην παλαιότερη εποχή, που ο ποιητής άφησε κάπως στην αφάνεια, κινημένος ίσως από την συνείδησι των μεταγενεστέρων επιτεύξεών του και από τη φυσική προοπτική που εγκαθιστά ο χρόνος. Πραγματικά, αν εξετάσουμε ποιες αναλογίες προσφέρει η εκλογή μέσα στις τέσσερις δεκαετηρίδες στις οποίες περίπου κατανέμεται η ποιητική παραγωγή του Σικελιανού, θα ιδούμε ως το 1910 τέσσερα μόνον αποσπάσματα από τον «Αλαφροΐσκιωτο» και ένα ακόμη απόσπασμα του 1910 ακριβώς. Στην επόμενη δεκαετία έχουμε αποσπάσματα από τον «Πρόλογο στη Ζωή», τη «Μητέρα Θεού», το «Πάσχα των Ελλήνων» και εκτός απ’ αυτά δεκατρία άλλα ποιήματα. Στη δεκαετία που κλείνει με το 1930 έχουμε δυο ποιήματα, τον «Δελφικό Λόγο», φυσικά, και τον «Ύμνο του μεγάλου Νόστου». Ας μην ξεχνούμε όμως πως εδώ μέσα, σ’ αυτά τα χρόνια, κλείνεται η Δελφική προσπάθεια, που απορρόφησε ένα μεγάλο μέρος από την ακατάβλητη αλλά όχι και απεριόριστη δημιουργικότητα του ποιητή. Τέλος, από τότε ως σήμερα έχουμε ένδεκα ποιήματα.
Ας πω αμέσως ότι μέσα στο σύνολο έργο του Σικελιανού ό,τι περισσότερο θαυμάζω βρίσκεται στην τελευταία αυτή δεκαετία. Θα επανέλθω σ’ αυτήν· αλλά εκείνο που θέλω να σημειώσω εδώ είνε ότι για μια όσο γίνεται πιο αντικειμενική εποπτεία της όλης παραγωγής του ποιητή θα έπρεπε να τονισθούν περισσότερο οι απαρχές του. Αν τούτο γινόταν, θα είχαμε την τύχη να απολαύσουμε για άλλη μια φορά την πλαστική αρμονία των νεανικών του δεκαπεντασυλλάβων, των οποίων το μυστικό ξαναβρέθηκε μόνο από τον ποιητή του «Ερωτικού Λόγου», τον Γιώργο Σεφέρη. Και δίπλα στην απόλαυσι θα μας εδίδετο κ’ ένα δίδαγμα τέχνης υψηλό:
Πέτρα που ανάβρυσες νερό και γλυκομουρμουρίζεις
…………………………………………………………………………..
Που ακούμπησα στα χείλη σου, σα μιαν υδρία, τη σκέψι
Με τέτοιους στίχους ξεκίνησε ο Άγγελος Σικελιανός, για να περάση λίγα χρόνια αργότερα στις πιο κρυφές αλχημείες των ελεύθερων στίχων του «Αλαφροΐσκιωτου». Και το δίδαγμα που βγαίνει από τα πρώτα αυτά έργα είνε το στερεότυπο δίδαγμα που μας δίνει κάθε προσεκτικό κύταγμα της τεχνικής κάθε γνησίου δημιουργού. Πως η ελευθερία, η απαλλαγή από τους νόμους και τους κανόνες τους παραδομένους, τότε μόνο μπορεί να σταθή γόνιμη, καρποφόρα, όταν έρχεται σαν φυσική συνέπεια μιας πάλης, μιας νίκης του δημιουργού επάνω στην ύλη την οποίαν εργάζεται. Η άλλη ελευθερία, εκείνη που αποφεύγει τον αγώνα προς την ύλη, εκείνη που υποτάσσεται άβουλα στα νεκρά δεδομένα της ύλης, είνε σκλαβιά και φέρνει στον μαρασμό. Μόνο κατέχοντας τον ρυθμικό παλμό του μέτρου, όπως τον κατέχει ο Σικελιανός στο πρώτο στάδιο του έργου του, μπορούσε ύστερα να φθάση στις σοφά εξηρμένες στιχουργικές ελευθερίες του «Αλαφροΐσκιωτου» ή του «Προλόγου στη Ζωή».
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 26.2.1943, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μία περίοδο μόνο δούλεψε συστηματικά τον ελεύθερο στίχο ο ποιητής· εκείνην που την ορίζουν και την καθορίζουν τα δυο μεγάλα του έργα που ανέφερα πιο επάνω. Γλήγορα ήρθε πάλι κανονικά στην παραδομένη μετρική, ξεφεύγοντας μόνο πότε και πότε προς τις μετρικές ελευθερίες σύμφωνα με κάποιους νόμους που θα μπορούσαν να αναζητηθούν. Από την επιστροφή του αυτή θα ήταν νομίζω παρακινδυνευμένο να προσπαθήση κανείς να εξαγάγη ένα δίδαγμα καλλιτεχνικό ή έναν γενικώτερο κανόνα. Θα ήθελα μόνο να θυμίσω πόσο ο ρυθμός ο κανονικός, η επάνοδος δηλαδή του τόνου σταθερά ύστερα από έναν ωρισμένο αριθμό ατόνων φθόγγων, είνε εγγενής στον άνθρωπο, εκφράζει όχι πια μόνο τον ψυχικό κόσμο του ποιητή, καθώς κάνει στο σύνολό της η ποίησις, αλλά πρωταρχικά τον οργανικό του κόσμο, που φανερώνει τη ζωή με δυο ρυθμούς: την αναπνοή και τον χτύπο της καρδιάς. Ίσως μια προωθημένη πολύ ψυχική ανάλυσις της ποιήσεως να μπορή να αποδείξη πως ο ρυθμός –κάποιος ρυθμός, ας είνε κ’ εντελώς αφανέρωτα εφαρμοσμένος– προσιδιάζει στην ίδια την ουσία της ποιήσεως. Μου αρκεί, σαν παράδειγμα, και για να δείξω με πόσους κρυφούς τρόπους παρουσιάζεται ο ρυθμός, να υποδείξω ένα απλούστατο πείραμα, που συνίσταται στο να διαμορφώση κανείς τυπογραφικά στο σχήμα του πεζού λόγου ένα ποίημα: μαζί με την απώλεια του σχήματος των στίχων χάνεται και κάτι από την ποίησι του έργου.
Μα τέτοιοι στοχασμοί θα μας πήγαιναν πολύ μακρυά. Τους προκάλεσε η διαπίστωσις της απουσίας από την εκλογή των πρώτων στιχουργικών δοκιμών του Σικελιανού· ας τελειώσω το σημερινό μου σημείωμα παρατηρώντας πως η έλλειψις αυτή είνε η μόνη που έχει μιαν αντικειμενική βαρύτητα. Κάθε άλλη υπόδειξις σχετική με την παρουσία ή την απουσία του ενός ή του άλλου ποιήματος θα εξέφραζε μόνο τη γνώμη του κριτικού. Και είπαμε γιατί στο σημείο τούτο προέχει απολύτως η γνώμη του ποιητή.
*Άρθρο του Κ. Θ. Δημαρά για τον Άγγελο Σικελιανό, ειδικότερα δε για το ποιητικό του ξεκίνημα. Το κείμενο του Δημαρά, που έφερε τον τίτλο «Το ξεκίνημα του Σικελιανού», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 26 Φεβρουαρίου 1943, μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μεσούσης της Κατοχής.
Ο Άγγελος Σικελιανός, ο μέγας λευκαδίτης λογοτέχνης, ένας σπουδαίος στοχαστής και ένας άνθρωπος σπάνιας ηθικής πνοής, έφυγε από τη ζωή στις 19 Ιουνίου 1951, σε ηλικία 67 ετών.
- ΣΥΡΙΖΑ: Τα πρόσωπα κλειδιά για την προσέγγιση με τη Νέα Αριστερά – Μάχη Κωνσταντοπούλου – Κασσελάκη
- Η πρωινή άσκηση που διώχνει το άγχος
- Καιρός: Ραγδαία αλλαγή με ισχυρές καταιγίδες: Βροχές και στην Αττική – Πού θα έχουμε έντονα φαινόμενα
- Ερντογάν – Νετανιάχου «πολιορκούν» τη Συρία
- ΝΟΚ: Χτίζουν χωρίς πρόβλημα όσοι έχουν βγάλει άδεια
- Μαζί στη ζωή, μαζί στη γυμναστική: Πέντε διάσημα ζευγάρια που προπονούνται παρέα