Ιστορίες επιθεωρητισμού
Για το βιβλίο του Δημήτρη Μαριόλη, «Ο ιέραξ είναι εδώ. Επιθεωρητές και αξιολόγηση στο σχολείο της εθνικοφροσύνης (1949-1974)» (Αθήνα, Εκδόσεις ΚΨΜ, 2023)
Στην πολιτική, ιδεολογική και συνδικαλιστική αντιπαράθεση γύρω από την προσπάθεια να καθιερωθούν διαδικασίες αξιολόγησης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, συχνή είναι η καταγγελία, από τη μεριά όσων είναι επικριτικοί απέναντι στις πρακτικές αξιολόγησης, ότι πρόκειται για επαναφορά του «επιθεωρητισμού» στην ελληνική εκπαίδευση.
Η αναφορά αυτή συνδέει τις προτεινόμενες σήμερα μορφές αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου με τον θεσμό των Επιθεωρητών, όπως αυτός λειτούργησε έως την κατάργησή του 1982, με την ιδιαίτερα αρνητική πρόσληψή του από τους εκπαιδευτικούς, σε βαθμό αυτή να παραμείνει ενεργή στη συλλογική μνήμη της ελληνικής εκπαίδευσης για πάνω από τέσσερες δεκαετίες, ακριβώς γιατί ταυτίστηκε με μια ιδιαίτερα αυταρχική και συντηρητική συνάμα πολιτική για την εκπαίδευση.
Αυτό ακριβώς καθιστά ιδιαίτερα σημαντική και επίκαιρη συνάμα την έκδοση του βιβλίου του Δημήτρη Μαριόλη, Ο ιέραξ είναι εδώ. Επιθεωρητές και αξιολόγηση στο σχολείο της εθνικοφροσύνης (1949-1974), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΨΜ.
Γραμμένο από έναν ενεργό εκπαιδευτικό της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και βασισμένο σε μια εκ νέου επεξεργασία της διδακτορικής του διατριβής, το βιβλίο στηρίζεται σε σημαντική μελέτη του διαθέσιμου αρχειακού υλικού για να εξετάσει το πώς λειτούργησε η αξιολόγηση εντός του μετεμφυλιακού πλαισίου και ειδικότερα αυτού που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως το «σχολείο της εθνικοφροσύνης».
Η έρευνα του Μαριόλη αναδεικνύει τον τρόπο που λειτουργούσαν οι επιθεωρητές και οι αξιολογήσεις που έκαναν μέσα σε ένα πλαίσιο που χαρακτηριζόταν από τη μια από ιδιαίτερα αυταρχική κρατική συγκρότηση, με διώξεις και διακρίσεις σε βάρος όσων θεωρούνταν ότι δεν χαρακτηρίζονταν από «υγιή κοινωνικά φρονήματα», αλλά και από ιδιαίτερα συντηρητική εκδοχή εκπαιδευτικής πολιτικής.
Ο θεσμός των επιθεωρητών αποσκοπούσε αφενός στην εξασφάλιση της συμμόρφωσης με μια κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική, που είναι ιδιαίτερα συντηρητική και με έμφαση σε έναν συνολικότερο ρόλο του εκπαιδευτικού ως εγγυητή των «ηθών», αφετέρου στην εμπέδωση των διακρίσεων σε βάρος όσων είχαν μια αναφορά στην ΕΑΜική αντίσταση, που αντιμετώπιζαν δυσμενή υπηρεσιακή μεταχείριση, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου είχαν κάνει «δήλωση νομιμοφροσύνης».
Ένα πλαίσιο που παρότι φαίνεται να πάει να σπάσει στην σύντομη περίοδο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1964, εντούτοις στην περίοδο της δικτατορίας επιστρέφει στη προηγούμενη αυταρχική λογική και εφαρμογή του.
Ο τρόπος που ο Μαριόλης χειρίζεται εύστοχα το αρχειακό υλικό και τις μαρτυρίες που αυτό αντιπροσωπεύει σε συνδυασμό με μια στέρεη γνώση του ευρύτερου ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου, επιτρέπει να αναδειχθεί με τρόπο γλαφυρό το πώς διαμορφωνόταν ένα ολόκληρο πλέγμα εξουσίας που συστηματικά υπονόμευε τη δυνατότητα να προσφερθεί ουσιαστική και χειραφετητική παιδεία.
Αναδεικνύει έτσι ότι είναι ακριβώς η λειτουργία των επιθεωρητών ως αξιολογητών που εγγυάται ότι το εκπαιδευτικό σύστημα κινείται μέσα σε συγκεκριμένα συντηρητικά και αυταρχικά πλαίσια, αυτά που άλλωστε εξηγούν γιατί μέχρι και τη μεταπολίτευση το αίτημα δεν ήταν απλώς για αναβάθμιση της παιδείας αλλά για απαλλαγή της από το βάρος μιας σχεδόν συνειδητής οπισθοδρόμησής της.
Με αυτό προσφέρει μια επαρκή εξήγηση στο γιατί ο «επιθεωρητισμός θεωρήθηκε μια τόσο αρνητική συνθήκη για την εκπαίδευση και γιατί υπάρχουν τόσες εύλογες αντιδράσεις στην επαναφορά του.
Σίγουρα το πλαίσιο της προτεινόμενης σήμερα αξιολόγησης φαντάζει τόσο διαφορετικό από αυτό της εποχής των επιθεωρητών, όσο διαφορετικό είναι το σχολείο της εθνικοφροσύνης και του συντηρητισμού από ένα νεοφιλελεύθερο σχολείο προσανατολισμένο πολύ περισσότερο στην αγορά, στις αξιοποιήσιμες δεξιότητες και στα μετρήσιμα αποτελέσματα.
Όμως, ταυτόχρονα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει και σε πλευρές των διαδικασιών αξιολόγησης, πίσω από την επίκληση της βελτίωσης, το ίδιο στοιχείο της προσπάθειας συμμόρφωσης με ένα κυρίαρχο εκπαιδευτικό – και σε τελική ανάλυση κοινωνικό – υπόδειγμα και την ίδια προσπάθεια περιορισμού των αντιστάσεων σε αυτό και της συλλογικών προσπαθειών για μια δημοκρατική εκπαίδευση προσανατολισμένη στην χειραφέτηση των γνωσιακών και κοινωνικών πρακτικών.
Σε αυτό το πλαίσιο, παρότι οι εποχές δεν επαναλαμβάνονται και οι ιστορικές αναλογίες κάποιες φορές δεν βοηθούν, μπορούμε να πούμε ότι η επιστροφή στην ιστορία και τις επιπτώσεις του επιθεωρητισμού όντως μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε προβληματικές πλευρές και των διαδικασιών αξιολόγησης.
Μια τελευταία παρατήρηση: είπαμε ότι το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από ένα μάχιμο εκπαιδευτικό, με μακρά και συνεπή συνδικαλιστική παρουσία στο κίνημα των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το γεγονός ότι παράλληλα μπόρεσε να κάνει και υψηλού επιπέδου επιστημονική έρευνα όπως και το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετοί αγωνιζόμενοι εκπαιδευτικοί που ταυτόχρονα διαπρέπουν και ερευνητικά λέει πολλά για το πόσο αβάσιμα, εσφαλμένα και παραπλανητικά είναι τα στερεότυπα για τους συνδικαλιστές της εκπαίδευσης που συχνά συναντάμε στη δημόσιας σφαίρα.
Το βιβλίο του Δημήτρη Μαριόλη θα παρουσιαστεί την Τρίτη 20 Ιουνίου, στις 7.30 μμ στον «Κήπο του Μουσείου» μπροστά στο Αρχαιολογικό Μουσείο, Πατησίων 44, Αθήνα). Για το βιβλίο θα μιλήσουν, ο Προκόπης Παπαστρατής, ομότιμος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο Νίκος Σύφαντος, δάσκαλος και ο συγγραφείας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις