Η περσόνα μιας καλτ μυθολογίας
Ο τραγουδιστής-περφόρμερ ήταν ένας αθώος συγκερασμός του λαϊκού με το μοντέρνο, της παλιάς μαγκιάς του Πειραιά, των Λεμονάδικων ή της Τρούμπας με τα μιούζικαλ
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Την Παρασκευή στις 9 του Ιούνη, η σκόνη έξω απ’ τον Αγιο Νικόλαο του Πειραιά, μερικά βήματα από την Τρούμπα, δεν είχε κάτι απ’ τη σκόνη που σηκωνόταν στα σκυλάδικα της Θηβών, όταν σπάγανε οι θαμώνες τα γύψινα φτηνά πιάτα στα μέσα του ’70. Και η ζέστη, παρά το γεγονός πως ήταν ανυπόφορη, δεν είχε σχέση προφανώς με τη ζέστη της Αιγύπτου. Μέσα στον ναό ο κόσμος αποχαιρετούσε – όχι έναν Φαραώ – αλλά έναν δημοφιλή Ελληνα του ’70. Τον τραγουδιστή-περφόρμερ Γιάννη Φλωρινιώτη. Τα ρούχα του όμως ήταν ενός βασιλιά, έστω χωρίς βασίλειο. Λάθος. Το δικό του βασίλειο ήταν οι πίστες για παραπάνω από τέσσερις δεκαετίες που άφησε το στίγμα του. Παρεξηγημένο στίγμα, αλλά τι δεν συνιστά παρεξήγηση στη σύγχρονη Ελλάδα.
Η Ελλάδα του Instagram αποχαιρέτησε μια καλτ περσόνα. Οσοι τον πρόλαβαν στις πίστες, έναν εκκεντρικό λαϊκό καλλιτέχνη, έναν Πόντιο Bowie με στολές, μπαλέτα, γκλίτερ. Οσοι τον ήξεραν από κοντά, έναν καλό άνθρωπο, σπουδαίο οικογενειάρχη, σεμνό και καλό παιδί που ξεκίνησε μόνος το παράξενο ταξίδι του στη νύχτα και έφτασε να τον φιλοξενεί ο Χατζιδάκις στο Τρίτο Πρόγραμμα. Αν το καλτ προϋποθέτει και έναν φανατισμό και μια πίστη για το αντικείμενο λατρείας, ο Γιάννης ήταν καλτ και θα χαιρόταν τον όρο. Το κέρδισε μέσα στα χρόνια ψυχαγωγώντας τον κόσμο με ένα σόου αμφίσημο, στα όρια πάντα. Με μια πραγματικά καλή φωνή και με θητεία πριν αποφασίσει τις μεταμορφώσεις του με τα μεγάλα ονόματα των Μάρκου Βαμβακάρη, του Λαύκα, ή του Πάνου Γαβαλά.
Πρώιμοι περφόρμερ ήταν ο Ζαμπέτας, ο Χρηστάκης ή ο Γιώργος Κοινούσης. Κανείς όμως από αυτούς δεν έφτασε τον Φλωρινιώτη. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως πολλοί μεταγενέστεροι πάτησαν πάνω στην τομή που εκείνος έφτιαξε, πολύ περισσότεροι έπεσαν στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Γιατί το καλτ προϋποθέτει και κάτι γνήσιο. Και γιατί στην Ελλάδα του ’70 δεν ήταν και πολύ εύκολο να εικονογραφήσεις μια διαφορετικότητα. Αυτό αναγνώρισαν όσοι ασχολήθηκαν με αυτόν τον κόσμο, όχι με όρους ανθρωπολογίας ή κοινωνιολογικής καταγραφής με ολίγη από ελιτισμό. Και όσοι εκείνο το μεσημέρι θεώρησαν χρέος τους να πάνε στην εκκλησία για ένα κεράκι για τον Γιάννη ή λίγο μετά στο νταμάρι-νεκροταφείο του Σχιστού για την ταφή του βασιλιά χωρίς στέμμα.
Κι εκεί συναντούσες μια Ελλάδα που δεν φιλτράρεται στο Instagram. Ιδιοκτήτες σκυλάδικων. Αλλοτε κορίτσια και χορεύτριες στην Τρούμπα, ακόμη και σε εκείνη την Τρούμπα που έκλεισε ο Σκυλίτσης αλλά άντεξε μετά τη χούντα. Παλιούς τραγουδιστές. Μπουγάς, Αννούλα Βασιλείου, Κώστας Χρήστου, Γιώργος Σαλαμπάσης, Εφη Θώδη. Χορευτές και χορεύτριες από το κύκνειο άσμα μιας μετα-δαλιανιδικής Ελλάδας. Απλό κόσμο που διασκέδασε στα μαγαζιά όπου εμφανιζόταν ο Φλωρινιώτης, και αυτό είναι πάντα ιερό. Φίλους του γιου του Νικόλα ή της κόρης του Αννούλας, από το νέο σταρ σύστεμ. Παλιά πρόσωπα μιας τρας τηλεόρασης των μεταμεσονύκτιων ή μεσημεριανών ωρών. Μιας εποχής που το τρας διαχωριζόταν στο περιεχόμενό του και δεν είχε διαχυθεί ως άποψη. Εναν κόσμο που όπως σωστά έλεγε έξω απ’ τον ναό ο συνάδελφος Δημήτρης Γιαννακόπουλος, «δεν τον βλέπεις πια συχνά». Εναν κόσμο που δεν είναι ορατός αν τον προσεγγίσεις με όρους παρατήρησης του εξωτικού. Ενας μέσα κόσμος των λαϊκών συνοικιών με τους δικούς του σταρ και κανόνες.
Ο Φλωρινιώτης παράλληλα με το σόου του, συνδιαμόρφωσε έναν ήχο. Μαζί με τον Κώστα Ψυχογιό, τον Καφάση, τον Μπουλουγουρά, τον Τάκη Μουσαφίρη, τη Ρένα Βιολάντη, τον Καμπουρίδη, τον Πηνειώτη κ.ά. Εναν ήχο που αναδιατάσσεται απ’ τον Λε-Πα και φτάνει μέχρι τον Μαζωνάκη σήμερα και τα κλαμπ-κέντρα που τα όρια των ειδών είναι θολά. Η Ιστορία της νύχτας δεν έχει γραφτεί, για να γραφτεί και το πώς οι περιοχές της κάποτε είχαν σκληρά σύνορα ή πως η νύχτα καθαυτή ήταν καθρέφτης και μιας κοινωνίας – με τις μεγεθύνσεις της. Δεν έχει καν αποτιμηθεί πώς η νύχτα της νεο-Ελλάδας υπήρξε μέρος μιας (άγαρμπης) ενηλικίωσης ενός λαού που συγκεντρωνόταν στις πόλεις. Ο Φλωρινιώτης ήταν ειδική περίπτωση σε αυτή τη συζήτηση. Ηταν ένας αθώος συγκερασμός του λαϊκού με το μοντέρνο. Της παλιάς μαγκιάς του Πειραιά, των Λεμονάδικων ή της Τρούμπας με τα μιούζικαλ. Ο καθένας σήμερα μπορεί να έχει μια δική του ανάγνωση ή και αντιρρήσεις ή και κριτική πάνω στο είδος ή τον τρόπο που ο Γιάννης εξέφρασε. Λογικό και δίκαιο. Οπως και λογικό το γεγονός πως πολλοί απλοί άνθρωποι θεώρησαν χρέος τους να τον αποχαιρετήσουν για τις ώρες ψυχαγωγίας που τους χάρισε.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις