Στον μπαμπά μου

Τα ξημερώματα της 30ής Μαΐου, η Μόσχα δέχθηκε επίθεση από τουλάχιστον 20 drones. Αρκετά αναχαιτίστηκαν, κάποια προκάλεσαν ζημιές σε κτίρια. Ενα έσπασε τα τζάμια διαμερίσματος στον 16ο όροφο πολυκατοικίας στον αριθμό 98 της οδού Συνδικάτων, μισή ώρα με το μετρό από το κέντρο της Μόσχας, πριν ακινητοποιηθεί στο σαλόνι του. Λίγες ώρες αργότερα, οι δημοτικές Αρχές είχαν εξαφανίσει κάθε ίχνος της επίθεσης: εκείνο που προέχει, είναι να παραμείνουν οι κάτοικοι της ρωσικής πρωτεύουσας μέσα στη φούσκα τους. «Μακριά» από τον πόλεμο που διεξάγει στο όνομά τους ο Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία. «Είναι μακριά όλα αυτά!», δήλωσε χαρακτηριστικά η συνταξιούχος Ιρίνα Τζ. στον Μπενουά Βιτκίν, τον ανταποκριτή της γαλλικής εφημερίδας «Le Monde». Μόλις τέσσερις όροφοι χωρίζουν το διαμέρισμά της από εκείνο που έπληξε το drone. Εκείνη τη νύχτα όμως, η ηλικιωμένη κυρία κοιμόταν στη ντάτσα της, έξω από τη Μόσχα. Αρα, «μακριά».

«Η σταθερότητα πάνω από όλα»: αυτό το μάντρα επαναλάμβαναν επί χρόνια οι Ρώσοι, προκειμένου να δικαιολογήσουν μικρές και μεγάλες ταπεινώσεις. Η σταθερότητα κείται σήμερα στο βάθος ενός ουκρανικού χαρακώματος, και ο πόλεμος χτυπά στο παράθυρο των Μοσχοβιτών. Κι εντούτοις, οι κάτοικοι της ρωσικής πρωτεύουσας συνεχίζουν να ανασηκώνουν τους ώμους. Ανθεκτικότητα; Φλέγμα; Απάθεια; Υποταγή; Υπάρχουν βέβαια, εκείνοι που αντιδρούν, που διαμαρτύρονται, που καταγγέλλουν τα εγκλήματα στην Ουκρανία. Μοσχοβίτες έχουν συλληφθεί και καταδικαστεί για σχόλια σε δημοσιογράφους. Αλλους τους έχουν καταδώσει για άρθρα που διάβαζαν μέσα στο μετρό, στο κινητό τους. Υπάρχουν κι εκείνοι που περνούν τον περισσότερο χρόνο μέσα στο σπίτι τους, έχοντας πέσει σε κατάθλιψη τόσο με την κατάσταση στη χώρα τους όσο και με τις ειδήσεις που φτάνουν από την Ουκρανία. Για τη μεγάλη πλειοψηφία, όμως, η ζωή συνεχίζεται.

Τα μπαρ και τα εστιατόρια είναι γεμάτα. Τα φεστιβάλ δρόμου πολλαπλασιάζονται. Ο πόλεμος, όταν τον κοιτάζει κανείς από τη Μόσχα, μοιάζει με μία ουδέτερη ζώνη, είναι πανταχού παρών και αόρατος, τον ουρλιάζουν συνεχώς από την τηλεόραση και τον αποσιωπούν σε κάθε συζήτηση στον δρόμο ή τα καφέ της πόλης. Νέα ζευγάρια σιγοπίνουν τον λάτε τους απολαμβάνοντας τον ήλιο, παιδιά παίζουν στις παιδικές χαρές, ηλικιωμένες κυρίες βγάζουν βόλτα τον σκύλο τους σε φροντισμένα παρτέρια. Οι αφίσες στρατολόγησης, μεγάλες στους σταθμούς του μετρό ή τους δρόμους, μικρές στις τζαμαρίες των καταστημάτων (όπου τοποθετούνται υποχρεωτικά) θυμίζουν πού και πού τον πόλεμο. Ενίοτε, βλέπει επίσης κανείς άνδρες με στρατιωτικές στολές και σκοτεινό βλέμμα, που έχουν μόλις επιστρέψει από την Ουκρανία. Αλλά ο περισσότερος κόσμος δεν δίνει πια καν σημασία στις αλλαγές που προκαλούν οι διεθνείς κυρώσεις ή η αποχώρηση ξένων εταιρειών.

Ουρές

Στα πολυτελή εστιατόρια, οι πελάτες τρώνε συχνότερα στρείδια προερχόμενα από την Κριμαία ή την Απω Ανατολή. Οι νέοι κάνουν ουρές στα «Βκούσνο ι Τότσκα» («Είναι καλό και τέλος»), την αλυσίδα που αντικατέστησε τα McDonald’s. Οι λάτρεις της Coca-Cola αρκούνται στην εθνική «Ντόμπρι-Κόλα» (την «Καλή-Κόλα», αφού στη Ρωσία, όπως και στην ΕΣΣΔ παλαιότερα, όλα είναι «καλά»). Τα κινεζικά αυτοκίνητα έχουν γίνει εξίσου συνηθισμένα με τα κορεατικά καλλυντικά και τα τουρκικά ενδύματα. Στα εμπορικά κέντρα, κανείς δεν δίνει πια σημασία στα κλειστά καταστήματα δυτικών αλυσίδων που εγκατέλειψαν τη ρωσική αγορά για «τεχνικούς λόγους», όπως ενημερώνουν τους πελάτες τους. Οσο για τα σινεμά, αυτά προβάλλουν ανερυθρίαστα πειρατικές κόπιες αμερικανικών φιλμ κόβοντας επισήμως εισιτήρια μόνο για τις ταινίες μικρού μήκους με τις οποίες τα συνοδεύουν.

Διαβάζοντας κανείς το ρεπορτάζ του Μπενουά Βιτκίν από τη Μόσχα, απορεί με την ικανότητα τόσων ανθρώπων να ζουν μέσα σε μία τέτοια φούσκα, ίσως από φόβο, ίσως από αδιαφορία, αλλά πάντα από επιλογή. Και μπαίνει στον πειρασμό να νιώσει τυχερός, προνομιούχος, που ζει σε μια δυτική δημοκρατία, μ’ όλες τις ατέλειές της, και όχι σε μία φασίζουσα απολυταρχία. Και είμαστε πράγματι τυχεροί, προνομιούχοι. Καλό είναι όμως να είμαστε και ειλικρινείς. Φούσκες αποκομμένες από την πραγματικότητα, έστω και μικρότερες, υπάρχουν παντού.

Μια τέτοια φούσκα κάνει την ΕΕ, ιδίως ορισμένα κράτη-μέλη της, να αντιμετωπίζει το Μεταναστευτικό όπως το αντιμετωπίζει. Μια τέτοια φούσκα κάνει πολλούς να μη «βλέπουν» το ρεπορτάζ του BBC που θέτει υπό αμφισβήτηση τον απολογισμό της ελληνικής Ακτοφυλακής για το ναυάγιο ανοικτά της Πύλου, παρουσιάζοντας στοιχεία που δείχνουν ότι το υπερφορτωμένο αλιευτικό σκάφος ήταν ακίνητο για τουλάχιστον επτά ώρες προτού ανατραπεί. Μια τέτοια φούσκα κάνει πολλούς να μη «βλέπουν» εκείνο το άλλο ρεπορτάζ που δημοσίευσε χθες η «Monde», με τίτλο «Με το «ελληνικό Watergate», ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι υπό στενή παρακολούθηση». Μια τέτοια φούσκα κάνει, επίσης, πολλούς να κατηγορούν για ανθελληνισμό ανθρώπους που κάνουν απλά εκείνο που προστάζουν οι αρχές τους, θέτοντας ερωτήματα και εγκαλώντας την εξουσία. «Παρωπίδες», λέγονται αλλιώς. Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο για μία δημοκρατία, τίποτα πιο θλιβερό σε έναν άνθρωπο. Ενθαρρύνονται από τα σόσιαλ μίντια, ναι, ενισχύονται από την πολιτική πόλωση της εποχής, πράγματι, αλλά σε τελική ανάλυση, το αν θα κρατήσει κάποιος τα μάτια και το μυαλό του ανοιχτό, είναι μια επιλογή, και μόνο.