Έριχ Μαρία Ρεμάρκ: Λογοτεχνικός τιτάνας ή θρύλος φευγαλέος;
Μια μορφή μοναχική
- Με αλλεπάλληλες μαχαιριές η δολοφονία στο ξενοδοχείο στην Καλαμάτα - Ομολόγησε ο 35χρονος
- ΗΠΑ: Κρίσιμο 48ωρο – Ο Τραμπ οδηγεί τη χώρα σε… shutdown
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
Η 50ή επέτειος του τερματισμού του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (11 Νοεμβρίου), που πρόκειται να εορτασθή σε λίγο, βρίσκει τον Γερμανό συγγραφέα Έριχ Μαρία Ρεμάρκ εβδομηντάρη – αφού έχει γεννηθή το 1898. Δεν χρειάζεται ίσως παρουσίαση ο συγγραφεύς τού «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» (1929), που υπήρξε ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και με την μεγαλύτερη απήχηση βιβλία του Μεσοπολέμου. (Το έργο αυτό αντικρύζει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έτσι όπως τον είδαν πολλοί Γερμανοί.) […] Αξίζει να σημειωθή ότι ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, όταν οι ναζί κατέλαβαν την εξουσία, κατέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.10.1968, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Ρεμάρκ έκλεισε τα 70 τον περασμένο Ιούνιο. Και αντικρύζει σήμερα την 50ή επέτειο του τερματισμού του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που πλησιάζει, καθώς και την 40ή επέτειο τού «Ουδέν νεώτερον», με αγιάτρευτη πίκρα κι’ απαισιοδοξία. Η διπλή αυτή επέτειος βρίσκει τον Ρεμάρκ, όπως συνήθως, να εργάζεται πάνω σ’ ένα καινούργιο μυθιστόρημα. […] Ο Ρεμάρκ γράφει επειδή αυτό είναι η ζωή του και όχι επειδή έχει πια ελπίδες να συγκινήση την ανθρωπότητα μ’ ένα μήνυμα σαν κι’ εκείνο που τον ενέπνευσε να γράψη το «Ουδέν νεώτερον». Σήμερα είναι και απομονωμένος και αποκομμένος από τη σύγχρονη ζωή, και δεν επιχειρεί να ισχυρισθή το αντίθετο.
– Βρίσκομαι σε μια περίεργη θέση, επιμένει ο Ρεμάρκ. Οι περισσότεροι συγγραφείς, κάποια στιγμή ή κάποιαν άλλη, θέλουν να επιστρέψουν στις ρίζες τους, να ξαναεπισκεφθούν, είτε πραγματικά είτε με τη φαντασία τους, τις πόλεις όπου γεννήθηκαν. Αν προσπαθήσω όμως να γυρίσω πίσω, η πόλη μου απλώς δεν υπάρχει εκεί. Έχει φθαρή. Έχει βομβαρδισθή. Και εγώ είμαι ένας πρόσφυγας.
Ο Ρεμάρκ (που έχει γεννηθή στην Όσναμπρυκ) επέστρεψε στη Δυτική Γερμανία πριν από μερικά χρόνια και δοκίμασε τρόμο διαπιστώνοντας μιαν αναβίωση του χιτλερισμού. Σήμερα όμως ο συγγραφεύς δέχεται ότι πιθανόν να έσφαλε. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, από την έπαυλή του στη Λάγκο Ματζόρε, είπε:
– Ρωτάτε αν πιστεύω ότι αυτή τη φορά θα πάνε όλα καλά στη Γερμανία. Αν δεν το πίστευα, θα σήμαινε ότι δεν αισθάνομαι πως είμαι Γερμανός, αλλ’ Αμερικανός. Αλλά στην Αμερική είμαι πάντοτε γνωστός σαν Γερμανός συγγραφεύς. Βέβαια, έχω ελάχιστα κοινά πράγματα με τη σημερινή Γερμανία, αλλά είμαι Γερμανός. Η έγνοια μου για τη Γερμανία –την καινούργια ή την παλιά– είναι πάντοτε ενός Γερμανού.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.10.1968, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Κι’ όμως, ο Ρεμάρκ απορρίπτει κάθε σκέψη για να γυρίση πίσω στη Γερμανία να ζήση.
– Να επιστρέψω; ρώτησε σηκώνοντας τα μάτια του για να κυττάξη στοχαστικά τη λίμνη. Όχι, είμαι πάρα πολύ καιρό μακρυά και η υγεία μου είναι τέτοια, ώστε δεν αντέχω σε αλλαγές.
Και ίσως είναι προτιμότερο το ότι ο Ρεμάρκ είναι σήμερα απρόθυμος να επιστρέψη στην πατρίδα του. Στη Δυτική Γερμανία τον θεωρούν κατά το ήμισυ μεν σαν ζώντα λογοτεχνικό τιτάνα και κατά το ήμισυ σαν θρύλο φευγαλέο. Αλλά για τους περισσοτέρους Γερμανούς ο Ρεμάρκ είναι μια μορφή μοναχική – ιδίως για τη νεώτερη γενιά. Οι συμπατριώτες του θεωρούν ότι βρίσκεται πολύ έξω από τις σημερινές πραγματικότητες της γερμανικής ζωής, και ο Ρεμάρκ δεν το αμφισβητεί αυτό. Ο κόσμος, όπως ελεύθερα ομολογεί, έχει «παλιώσει», έχει φθαρή.
Ο Ρεμάρκ εξακολουθεί να θυμάται με απορία την επιτυχία τού «Ουδέν νεώτερον».
– Τελείωσα το βιβλίο αυτό μέσα σε τέσσερις βδομάδες. Το βιβλίο γράφτηκε μονάχο του. Το κάθε τι που έγραψα έκτοτε μού πήρε χρόνια.
Το «Ουδέν νεώτερον» γράφτηκε μόνο του, αλλά χρειάστηκε λίγος κόπος για να εκδοθή. Σύμφωνα με ένα θρύλο, ο Ρεμάρκ απευθύνθηκε σε 49 εκδότες εν όλω, αλλά ο ίδιος λέει ότι το πράγμα δεν ήταν και τόσο δύσκολο.
– Είναι αλήθεια ότι ο Σάμουελ Φίσερ, ο μεγαλύτερος Γερμανός εκδότης της εποχής εκείνης, απέρριψε το βιβλίο, θυμάται ο Ρεμάρκ. Είπε ότι το κοινό είχε βαρεθή πια τον πόλεμο και δεν ήθελε να διαβάση τίποτε πια γι’ αυτόν. Αλλά ο δεύτερος εκδότης που δοκίμασα, ο Ουλστάιν, δέχθηκε το χειρόγραφο.
Και η ζωή του στάθηκε γεμάτη τραγικές ειρωνείες από τη 10η Νοεμβρίου του 1928, όταν άρχισε η δημοσίευση σε συνέχειες του βιβλίου του, σ’ εκείνη τη βερολινέζικη εφημερίδα. Αναγκάστηκε να φύγη από τη Γερμανία εξ αιτίας του Χίτλερ, αλλά οι αντιναζί τον κατήγγειλαν για τον παθητικό του ρόλο κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (οι επικριταί του τον κατηγόρησαν ότι πέρασε τον πόλεμο μέσα στα νάιτ κλαμπ της Νέας Υόρκης).
[…]
Ο Ρεμάρκ σήμερα αισθάνεται με πολλήν ευαισθησία ότι τον απορρίπτει και η ευημερούσα αστική κοινωνία της Βόννης. Για τους Δυτικογερμανούς ο μεγαλύτερος συγγραφεύς που έβγαλε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι σύμβολο μιας ψυχοτραυματικής εποχής, που δεν ήταν παρά το πρελούντιο της χιτλερικής καταστροφής και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι το σύμβολο μιας εποχής που όσο συντομώτερα την ξεχνά κανείς τόσο το καλύτερο.
*Επιφυλλίδα του «Βήματος» αφιερωμένη στον Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. Έφερε τον τίτλο «Οι πικροί λογισμοί» και είχε δημοσιευτεί στο φύλλο της εφημερίδας που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1968.
Ο διάσημος συγγραφέας Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (Erich Maria Remarque) γεννήθηκε στη γερμανική πόλη Osnabrück στις 22 Ιουνίου 1898 και απεβίωσε στο Λοκάρνο της Ελβετίας στις 25 Σεπτεμβρίου 1970.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις