Έφυγε σήμερα από τη ζωή, πλήρης ημερών, η Βάσω Σταματίου, η τελευταία Ελληνίδα που είχε καταφέρει να επιζήσει από το κολαστήριο του Άουσβιτς, το διαβόητο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ποια ήταν η Βάσω Σταματίου

Η Βάσω Σταματίου είχε γεννηθεί στην Αριδαία της Πέλλας και είχε μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη.

Ο γολγοθάς της ξεκίνησε στις 28 Μαρτίου 1944. Την ημέρα εκείνη, πρωτοετής φοιτήτρια Νομικής του ΑΠΘ, η 19χρονη Επονίτισσα Σταματίου συνελήφθη από τα ναζιστικά κατοχικά στρατεύματα.

Την Πρωταπριλιά του 1944 μεταφέρθηκε από το στρατόπεδο Παύλου Μελά στις φυλακές Μπάνιτσα του Βελιγραδίου.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1944, μεταφέρθηκε στο κολαστήριο του Άουσβιτς (ο αριθμός που της δόθηκε εκεί, το 82224, έμελλε να σημαδέψει όλη τη ζωή της), ακολούθως δε, το φθινόπωρο του ίδιου έτους, στο Ravensbruck και στο Buchenwald.

Η Σταματίου κατάφερε να επιστρέψει ύστερα από πολλές περιπέτειες στη Θεσσαλονίκη στις 14 Σεπτεμβρίου 1945.

Μετά την Απελευθέρωση μετέβη στο Μιλάνο, όπου σπούδασε ενδυματολογία θεάτρου και κοστούμι μόδας. Επίσης, έλαβε δίπλωμα σκηνογραφίας από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.

Γύρισε στην Ελλάδα και εργάστηκε ως σκηνογράφος, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του βεστιαρίου της Λυρικής Σκηνής.

Η Σταματίου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής σε γηροκομείο της Στυλίδας («Εκκλησιαστικό Ίδρυμα Πετρή – Στέγη Γερόντων»).

Μια ζωή κυνηγημένη

Η Βάσω Σταματίου, περιγράφοντας τις φρικτές εμπειρίες μετά τη σύλληψή της από τους ναζί, είχε δηλώσει παλαιότερα τα εξής:

«Είχα φάει τόσο ξύλο μέσα στο βαγόνι της μεταφοράς που έχασα τη μνήμη μου. Η μια πάνω στην άλλη, διάδρομοι, κρεβατίνες με πολλές γυναίκες κι ένα κομμάτι ψωμί με κάτι σαν μαρμελάδα. Αυτή την εικόνα έχω μόνο. Στο στρατόπεδο του Ravensbruck νόμιζα ότι έμεινα μόνο 2-3 ημέρες. Από τις καταστάσεις του Ερυθρού Σταυρού ανακάλυψα ότι έμεινα εκεί από τις 30/9/44 ως τις 27/10/44. Η μνήμη μου επανήλθε και άρχισα να θυμάμαι λεπτομέρειες στο Buchenwald».

Και συμπλήρωνε για όσα είχε βιώσει μετά την επιστροφή της στην πατρίδα:

«Γύρισα στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1945 με ένα παλιοπαντέλονο. Δουλειά δεν έβρισκα, γιατί έλεγαν ήρθε η κομμουνίστρια. Νομίζαμε ότι θα γυρίσουμε στην Ελλάδα και θα μας κάνουν ανδριάντα. Κυνηγημένη μια ζωή… Αν έλεγες ότι σε έπιασαν οι Γερμανοί, ήσουν κομμουνίστρια. Ήταν ντροπή τότε να μιλήσεις. Άσε που δεν πίστευαν και γύριζαν το κεφάλι από την άλλη. Δεν ήθελαν να ακούσουν και γι’ αυτό τότε υπήρχε μια σιωπή. Δεν μπορούσα να ζήσω στην Ελλάδα, με παρακολουθούσαν παντού, και αποφάσισα να φύγω στο εξωτερικό. Μου ζήτησαν να κάνω δήλωση ότι αποκηρύσσω τον κομμουνισμό, αυτά τα φοβερά που γίνονταν τότε».