Η περίοδος στην οποία διαδραματίζονται τα «Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» (εκδ. Gutenberg, μτφ. Ρένα Χατχούτ, 2023) είχε ταυτίσει τη Σρι Λάνκα επί σειρά ετών με έναν τόπο καταστροφής, βίας και ολέθρου, όπως μόνο οι μηχανισμοί ενός εμφυλίου μπορούν να επιφέρουν. Το επίκεντρο είναι το 1989, όταν οι σφαγές αμάχων – Σινγκαλέζων και Ταμίλ – φτάνουν στην κορύφωσή τους, έξι χρόνια μετά την έναρξη του εμφυλίου. Είναι η περίοδος επίσης που η Ινδία εμπλέκεται στις συρράξεις υπέρ των Ταμίλ, οι οποίοι από το 1976 διεκδικούν την ίδρυση χωριστού κράτους στη βορειοανατολική Σρι Λάνκα.

Θα χρειαστούν άλλα δέκα χρόνια για να τελειώσει ο πόλεμος που θα στοιχίσει συνολικά τη ζωή σε ογδόντα έως εκατό χιλιάδες ανθρώπους, ενώ δεκάδες χιλιάδες θα χαρακτηριστούν αγνοούμενοι μέχρι και σήμερα. Σ’ αυτό το σκηνικό της βίας ο πολεμικός φωτογράφος Μάαλι «ξυπνάει» ως νεκρός για να αναζητήσει μέσα σε επτά φεγγάρια τον αυτουργό της δολοφονίας του. Σ’ αυτή την αναζήτηση θα συναντήσει ξανά συγγενικά και οικεία πρόσωπα, φαντάσματα ζώων που αποδεικνύονται σοφότερα από τους ανθρώπους, εραστές και διεφθαρμένους πολιτικούς, νεκρούς που συνεχίζουν να συμπεριφέρονται όπως ζούσαν. Πανταχού παρών ο πόλεμος, που δεν εξωραΐζεται ούτε «εξευγενίζεται» μέσα από λογοτεχνικές περιγραφές και αναμνήσεις.

Η εικόνα ενός φαντάσματος που αφηγείται αναδρομικά τα γεγονότα είναι πάντοτε δυνατή σε ένα λογοτεχνικό έργο, όπως στο «Λήθη και Λίνκολν» του Τζορτζ Σόντερς. Το σκεφτήκατε από την αρχή ή προέκυψε κατά την επεξεργασία του μυθιστορήματος;

Ξεκίνησα έχοντας κατά νου μία ιστορία φαντασμάτων, έτσι κι αλλιώς. Ηθελα να ξεφύγω από την ιστορία με κρίκετ που είχα μόλις γράψει, για την οποία με καλούσαν παντού. Η ιδέα του ομιλούντος φαντάσματος προέκυψε από μία ανάγκη. Ψάχνουμε πάντα να βρούμε το «ποιος φταίει» στο τέλος ενός εμφυλίου, όπως της Σρι Λάνκα. Πέφτουν πολλές αντίθετες απόψεις. Αναρωτήθηκα, λοιπόν, μήπως οι νεκροί μπορούν να αφηγηθούν τη δική τους περιπέτεια, επειδή οι ζωντανοί θέτουν πάντα τη δική τους ατζέντα. Ξεκίνησα, λοιπόν, να διαβάζω τα περιστατικά του 1989 με τους άλυτους γρίφους και τους αδιευκρίνιστους φόνους. Κι έτσι, κατέληξα ότι ο καλύτερος για να αφηγηθεί τα γεγονότα ήταν ο πολεμικός φωτογράφος Μάαλι Αλμέιντα.

Εξίσου ενδιαφέρον στοιχείο είναι και οι διάλογοι του ήρωα με τις ψυχές των ζώων. Ειδικά με τη νεκρή λεοπάρδαλη, που αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστική μορφή…

Εδώ άντλησα υλικό από τη βουδιστική παράδοση της Σρι Λάνκα, με την οποία είμαι εξοικειωμένος. Επισκέφτηκα πολλούς ναούς σε όλη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας και εκείνο που με ιντρίγκαρε ήταν οι αναπαραστάσεις των πνευμάτων των ζώων – ακόμη και των βακτηρίων -, δίπλα στους θεούς, τους δαίμονες και τα πεινασμένα φαντάσματα. Βρήκα συγκινητικό το μήνυμα ότι «και τα ζώα έχουν ψυχή», ειδικά στο πλαίσιο της παράδοσής μας. Ξέρετε, όταν ήμασταν παιδιά ακούγαμε τους ανιμιστές του βουδισμού που έλεγαν ότι αν κάνουμε κάτι κακό θα ξαναγεννηθούμε σαν κάποιο ζώο, αν κάνουμε κάτι καλό θα γίνουμε βούδες. Κι από τότε έχει μείνει το «μάθημα» να μην πειράζουμε τα ζώα επειδή με κάποιον τρόπο έχουν ψυχή. Φυσικά όλα αυτά είναι δάνεια σε μυθιστορηματικό επίπεδο. Αλλά έχετε δίκιο: η νεκρή λεοπάρδαλη είναι πιθανότατα μία από τις φιγούρες με τη μεγαλύτερη σοφία μέσα στο βιβλίο.

Στις ευχαριστίες αναφέρετε τον Κόρμακ ΜακΚάρθι, ο οποίος πέθανε δύο ημέρες πριν από τη συνέντευξή μας. Εχετε βάλει ένα μότο από τον «Δρόμο» του στο τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, αλλά εκεί εξαντλείται η σχέση σας μαζί του;

Μαζί με τον Τζορτζ Σόντερς, που επίσης αναφέρατε, ή τον Ντάγκλας Ανταμς είναι συγγραφείς τους οποίους διάβασα διεξοδικά στα εφτά χρόνια που διήρκεσε η συγγραφή του βιβλίου. Βρήκα εκεί – ειδικά στον Σόντερς – τον συνδυασμό χιούμορ και «σκοτεινιάς» που με ενδιαφέρει διαχρονικά. Με τόσο μεγάλους συγγραφείς πάντα ανησυχείς μήπως «κλέψεις» πράγματα χωρίς να τους το αναγνωρίσεις. Στον ΜακΚάρθι, λοιπόν, δεν υπάρχει αυτό το κωμικό στοιχείο που έχουν οι άλλοι, αλλά κάτι σκοτεινό που την ίδια στιγμή διαθέτει μια πυκνή ποιητικότητα. Θα έλεγα πάντως ότι το βιβλίο του είναι ο «Ματωμένος μεσημβρινός», παρόλο που επέλεξα το μότο από τον «Δρόμο». Δεν μπορώ καν να πω ότι κατάλαβα απολύτως τον σκοπό αυτής της απάνθρωπης εξιστόρησης, αλλά είναι δοσμένη με τέτοια «ποίηση» που δεν σε αφήνει ασυγκίνητο. Την ώρα που γράφεις όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς βρίσκονται δίπλα σου.

Σε ποιους συγγραφείς ανατρέχετε όσον αφορά το λογοτεχνικό στυλ που έχουν κατοχυρώσει για να αναλογιστείτε το δικό σας;

Στον Σάλμαν Ρούσντι σίγουρα, όπως και τον σριλανκέζο Καρλ Μούλερ (σ.σ.: 1935 – 2019). Βοήθησαν μία γενιά νεότερων συγγραφέων να βρούμε τη φωνή μας από τη δεκαετία του 1990 κι έπειτα. Ειδικά ο Μούλερ, επειδή έγραψε με τον τρόπο που μιλούν οι σριλανκέζοι: όχι με δραματικότητα ή κομψότητα. Και άλλοι συγγραφείς, πάντως, όπως οι επίσης δικοί μας Μάικλ Οντάατζε και Ρόμες Γκουνεσέκερ, οι οποίοι κατέκτησαν βέβαια ένα πιο «επεξεργασμένο» ύφος. Από εκεί και πέρα, προσωπικά έψαχνα το μείγμα κωμικού και σκοτεινού στοιχείου στον Κερτ Βόνεγκατ, τον Τζόζεφ Χέλερ, τη Μάργκαρετ Ατγουντ, τον Σόντερς, όπως είπαμε.

«Αν πιστέψουμε τη Μαχαβάμσα, η φυλή των Σινγκαλέζων ιδρύθηκε χάρη σε απαγωγές, βιασμούς, πατροκτονίες και αιμομιξίες. Αυτό δεν είναι παραμύθι, αλλά η ιστορία της γέννησής μας όπως περιγράφεται στο παλιότερο χρονικό του νησιού…» γράφετε. Διαπερνά όντως μια τέτοια αντίληψη, ότι η Σρι Λάνκα γεννήθηκε πάνω στη βία, την εθνική μνήμη της χώρας σας;

Ναι, ο Μάαλι σ’ αυτό το σημείο διακωμωδεί ως ένα σημείο αυτά τα οποία έχουμε διδαχθεί. Είναι ένας μύθος για την καταγωγή μας, όπως πολλοί αρχαιοελληνικοί ή ρωμαϊκοί. Δεν ξέρω αν τους πιστεύουν όλοι, αλλά αυτό είναι που μας διδάσκουν. Εχουμε τον μύθο της βόρειας Ινδίας όπου μια πριγκίπισσα συναντάει ένα λιοντάρι, το οποίο την απάγει και τη βιάζει. Οι Σινγκαλέζοι, λοιπόν, θεωρούνται απόγονοι του λιονταριού και αυτό σημαίνει το όνομά τους. Είναι οι πραγματικοί αυτόχθονες του νησιού και οι άλλοι είναι παρείσακτοι. Προφανώς οι νέοι της εποχής μας δεν πιστεύουν τίποτε από αυτά, αλλά ήταν ιδέες που επηρέασαν προηγούμενες γενιές. Ολοι οι ιδρυτικοί μύθοι περιέχουν βία και ο Μάαλι επιχειρεί να τους διακωμωδήσει.

Υπάρχει κοινή ταυτοτική αντίληψη στη χώρα σας, ότι είστε όλοι σριλανκέζοι, ή επιμένουν ακόμη οι διχασμοί σε βουδιστές Σινγκαλέζους και μουσουλμάνους Ταμίλ;

Είναι ένα ερώτημα που διαχειρίζομαι και στο μυθιστόρημα. Για να είμαι ειλικρινής, κανείς δεν θα έλεγε τους σριλανκέζους ρατσιστές στην καθημερινή επαφή. Ειδικά στο κρίκετ όλοι αισθάνονται ενωμένοι. Αντιθέτως, τέτοιες ιδέες διχαστικές αναβιώνουν κάθε φορά που έχουμε εκλογές. Τα κέντρα εξουσίας μπορούν τότε να εκμεταλλευτούν τις διαφορετικές ταυτότητες. Και ενώ θέλω να πιστεύω ότι όλα ανήκουν στο παρελθόν – ειδικά ύστερα από την περσινή ανατροπή ενός φριχτού καθεστώτος -, σε κάτι τέτοιες στιγμές ερχόμαστε όλοι αντιμέτωποι με τα ερωτήματα για το ποιος είναι πραγματικός σριλανκέζος ή ποιος δικαιούνταν ξεχωριστό κράτος.

Εσείς έχετε προσωπικές αναμνήσεις από την περίοδο του 1989 με πτώματα στους δρόμους, κλείσιμο σχολείων και απαγόρευση κυκλοφορίας, όπως τα περιγράφετε στο μυθιστόρημα;

Ναι. Μεγάλωσα στο Κολόμπο, την πρωτεύουσα της χώρας, και θυμάμαι τη μητέρα μου που προσπαθούσε να στρέψει αλλού το βλέμμα μου όταν πέφταμε μπροστά σε νεκρούς την ώρα που πήγαινα σχολείο. Φυσικά ποτέ το βλέμμα ενός παιδιού δεν φεύγει από εκεί. Θυμάμαι επίσης τα σχολεία που έκλειναν για μέρες ύστερα από κάποια έκρηξη σε εμπορικό κέντρο ή τράπεζα – εκεί που την προηγούμενη ημέρα μπορεί να βρισκόταν κάποιος από τους γονείς σου. Ζούσαμε βέβαια στο κεντρικό Κολόμπο και δεν έζησα την απόλυτη φρίκη του πολέμου, όπως στο βόρειο τμήμα της χώρας. Αυτή την ωμή αλήθεια την έμαθα αργότερα όταν έψαξα και διάβασα για τους πολέμους: με την Ινδία, τους σεπαρατιστές και τους αναρχικούς. Εχω μάλιστα το ίδιο αίσθημα ενοχής που έχει και ο Μάαλι: ότι δεν υπέφερα πραγματικά από τον πόλεμο που κατέστρεψε άλλες οικογένειες και παιδιά. Κάποιοι επιβιώσαμε και φτάσαμε να γράψουμε βιβλία γι’ αυτόν, ενώ άλλοι έχασαν τη ζωή τους.

Οι άνθρωποι που είχαν αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο μιλούν γι’ αυτές, τις μοιράζονται με τη νεότερη γενιά;

Οχι, καθόλου. Τείνουμε να ξεχνάμε και λίγοι θέλουν να ακούνε. Το 1989 μοιάζει κάτι μακρινό που πρέπει να ξεχαστεί. Η αλήθεια είναι ότι ακολούθησαν άλλες τραγωδίες και η οικονομική κατάρρευση, οπότε ολοένα και λιγότεροι ήθελαν να επιστρέψουν εκεί. Ακόμη κι εγώ που έγραψα για την περίοδο δέχθηκα σχόλια αναγνωστών του τύπου «γιατί σκαλίζω τα γεγονότα». Νομίζω ότι είναι πάντα η αντίληψη των προνομιούχων: από τη στιγμή που κάποιος δεν υπέφερε, δεν θέλει και κανείς να ασχολείται.

«Ακόμη δεν μπορούμε να λέμε αυτό που πιστεύουμε»

Το 2023 είναι μια στιγμή όπου απολαμβάνετε πλήρη ελευθερία της έκφρασης στη Σρι Λάνκα;

Κατ’ αρχάς να πω ότι ποτέ δεν είχα πλήρη ελευθερία ως συγγραφέας, καθώς έπρεπε να είμαι προσεκτικός για το γράφω ή τι λέω – ακόμη και σ’ αυτή τη συνέντευξη σε ελληνικό μέσο. Βρισκόμαστε στη Νότια Ασία, μην το ξεχνάμε! Καταλαβαίνω ότι η Δύση θεωρεί δεδομένη αυτή την ελευθερία, αλλά για εμάς δεν ήταν ποτέ. Το ίδιο πιστεύω και για τώρα. Δεν μπορούμε να λέμε αυτό που πιστεύουμε. Υπήρξε πάντως μια σαφής βελτίωση με την πολιτική αλλαγή το 2015 και τη διείσδυση προφανώς του Ιντερνετ και των social media. Πέρυσι ήταν μια καλή χρονιά με την έννοια ότι οι πολίτες αισθάνονταν πως μπορούσαν να διαδηλώσουν για όσα τους ενοχλούσαν.

Στην καρδιά του μυθιστορήματος κρύβεται ένα ερωτικό τρίγωνο: ο Μάαλι, ο εραστής του Ντι Ντα και η Τζάκι. Είναι μια παράλληλη εξιστόρηση που ξεφεύγει από την αφήγηση για τον πόλεμο.

Ενιωθα ότι έπρεπε να μιλήσω για τις σχέσεις του Μάαλι με τους ανθρώπους. Κι εκεί ίσως βρισκόταν ο «πυρήνας» του μυθιστορήματος. Ο ίδιος δεν είναι και ο πλέον αγαπητός χαρακτήρας και μετανιώνει για το πώς φέρεται στους δικούς του. Επρεπε να ψάξω περισσότερο τα συναισθήματα, επειδή το βιβλίο είναι γεμάτο από ιδέες, στοιχεία φιλοσοφίας και αστεία. Και σίγουρα μου άρεσε ως χαρακτήρας η Τζάκι.

Ενας άλλος χαρακτήρας είναι η νεκρή ιερέας, η οποία επιφορτίζει με ιστορικές ευθύνες τους ξένους – Πορτογάλους, Ολλανδούς, Βρετανούς. Εδώ μπορεί να εντοπίσει κανείς τη μετα-αποικιοκρατική κριτική, αλλά την ίδια στιγμή φωνάζει «Τα κάναμε μαντάρα. Ολομόναχοι». Προφανώς ως συγγραφέας δεν θα θέλατε μονοδιάστατους χαρακτήρες ή ερμηνείες…

Η ιερέας απηχεί μία διαδεδομένη αντίληψη στη Σρι Λάνκα και σε άλλες χώρες που ιστορικά βίωσαν την αποικιοκρατία και αυτό δεν αλλάζει. Συνέβη όμως εκατοντάδες χρόνια πριν και ολοκληρώθηκε μέσα στον 20ό αιώνα. Οπότε το να καταδικάζεις απλώς την Ιστορία ή τους αποικιοκράτες δεν ερμηνεύει τις συνθήκες στις οποίες ζεις. Και σίγουρα δεν βοηθάει τους συγγραφείς να δημιουργήσουν καλά μυθιστορήματα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ