Λευκάδιος Χερν ή Γιακούμο Κοϊζούμι: Ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας από την Λευκάδα
Ο πατέρας τους ήταν Ιρλανδός στρατιωτικός, η μητέρα του Λευκαδίτισσα και ο ίδιος έκανε σταδιοδρομία στην Ιαπωνία. Θεωρείται Εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας με το όνομα Κοϊζούμι Γιακούμο. Έζησε και 10 χρόνια στη Νέα Ορλεάνη. Ήταν μονόφθαλμος και το άλλο του μάτι είχε όραση μόνο 10%.
«Η γιαπωνέζικη αγάπη δεν προφέρεται με λέξεις. Καλά-καλά δεν διακρίνεται ούτε στον τόνο της φωνής. Κυρίως εκδηλώνεται με πράξεις άφατης ευγένειας και καλοσύνης».
Ο Λευκάδιος Χερν ή Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν, γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, ήταν συγγραφέας ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα το 1896, περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία, ιδιαίτερα για τις συλλογές του για τους ιαπωνικούς θρύλους και ιστορίες φαντασμάτων, όπως το Καϊντάν: Ιστορίες και μελέτες παράξενων πραγμάτων.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Χερν είναι επίσης γνωστός για τα κείμενά του για την πόλη της Νέας Ορλεάνης, βασισμένα στη δεκαετή διαμονή του στην πόλη. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας.
Η σχετικά σύντομη ζωή του Λευκάδιου Χερν μπορεί να χωριστεί σε τρεις μεγάλες περιόδους, περίπου ισόχρονες: Την «ευρωπαϊκή» (1850-1869), την «αμερικανική» (1869-1890) και την «ιαπωνική» (1890-1904).
Η γέννηση στην Ελλάδα
Ο Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα, από όπου πήρε και το όνομά του, στις 27 Ιουνίου του 1850[24]. Ήταν γιος του χειρουργού ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν (από την Κομητεία Όφαλι της Ιρλανδίας) και της Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη, Ελληνίδας ευγενούς καταγωγής από τα Κύθηρα από τον πατέρα της Αντώνιο Κασιμάτη. Ο πατέρας του υπηρετούσε στη Λευκάδα, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής των Επτανήσων, όπου ήταν ο πιο υψηλόβαθμος χειρουργός στο σύνταγμά του. Ο Λευκάδιος βαφτίστηκε Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Λευκάδα, αλλά φαίνεται ότι στα Αγγλικά ονομαζόταν Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn.
Οι γονείς του Χερν παντρεύτηκαν με ελληνικό ορθόδοξο γάμο στις 25 Νοεμβρίου 1849, μερικούς μήνες αφού η μητέρα του είχε γεννήσει το πρώτο παιδί του ζευγαριού και μεγαλύτερο αδελφό του Χερν, Τζορτζ Ρόμπερτ Χερν, στις 23 Ιουλίου 1849. Ο Τζορτζ Χερν πέθανε στις 17 Αυγούστου 1850, δύο μήνες μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στη Λευκάδα υπάρχει ακόμα.
Δείτε το βίντεο
Μετανάστευση στην Ιρλανδία και εγκατάλειψη
Μία πολύπλοκη σειρά διενέξεων και γεγονότων κατέληξαν να μετακομίσει ο Λευκάδιος Χερν, σε ηλικία δύο ετών, από την Ελλάδα στην Ιρλανδία, όπου εγκαταλείφθηκε πρώτα από τη μητέρα του (που τον άφησε στη φροντίδα της θείας του συζύγου της), στη συνέχεια από τον πατέρα του και τελικά από τη θεία του πατέρα του, η οποία είχε οριστεί κηδεμόνας του.
Το 1850 ο πατέρας του Χερν προήχθη σε Υπηρεσιακό Χειρουργό Δεύτερης Τάξης και μετατέθηκε από τη Λευκάδα στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες (στην Καραϊβική). Καθώς η οικογένειά του δεν ενέκρινε τον γάμο και ανησυχούσε ότι η σχέση του θα μπορούσε να βλάψει τις προοπτικές για τη σταδιοδρομία του, ο Τσαρλς Χερν δεν ενημέρωσε τους ανωτέρους του για το γιο του ή την έγκυο σύζυγό του και άφησε πίσω του την οικογένειά του. Το 1852 ο Τσαρλς Χερν κανόνισε να στείλει το γιο και τη σύζυγό του να ζήσουν μαζί με την οικογένειά του στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, όπου έτυχαν ψυχρής υποδοχής. Η μητέρα του Τσαρλς Χερν, Ελίζαμπεθ Χολμς Χερν, δυσκολευόταν να αποδεχθεί τον καθολικισμό της Ρόζας Χερν και την έλλειψη παιδείας της (ήταν αναλφάβητη και δε μιλούσε καθόλου Αγγλικά). Και η Ρόζα δυσκολευόταν να υιοθετήσει μια ξένη κουλτούρα και τον προτεσταντισμό της οικογένειας του συζύγου της και τελικά περιήλθε υπό την προστασία της αδερφής της Ελίζαμπεθ, Σάρας Χολμς Μπρέναν, χήρας που είχε προσηλυτισθεί στον καθολικισμό.
Παρά τις προσπάθειες της Σάρας Μπρέναν, η Ρόζα υπέφερε από νοσταλγία για την πατρίδα της. Όταν ο σύζυγός της επέστρεψε στην Ιρλανδία με αναρρωτική άδεια το 1853, κατέστη σαφές ότι το ζευγάρι είχε αποξενωθεί. Ο Τσαρλς Χερν μετατέθηκε στην Κριμαία, αφήνοντας πάλι έγκυο γυναίκα και παιδί στην Ιρλανδία. Όταν επέστρεψε το 1856, σοβαρά τραυματισμένος, η Ρόζα είχε επιστρέψει στην πατρίδα της στα Κύθηρα, στην Ελλάδα, όπου γέννησε τον τρίτο γιο τους, Ντάνιελ Τζέιμς Χερν. Ο Λευκάδιος είχε αφεθεί στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν.
Ο Τσαρλς Χερν υπέβαλε αίτηση να ακυρωθεί ο γάμος με τη Ρόζα, στηριζόμενος στην απουσία της υπογραφής της από το γαμήλιο συμβόλαιο, πράγμα που τον καθιστούσε άκυρο, σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο. Όταν πληροφορήθηκε την ακύρωση η Ρόζα παντρεύτηκε αμέσως τον Τζιοβάνι Καβαλίνι, Έλληνα πολίτη ιταλικής καταγωγής, που αργότερα διορίστηκε από τους Βρετανούς κυβερνήτης των Αντικυθήρων. Ο Καβαλίνι έθεσε ως προϋπόθεση του γάμου να παραδώσει την επιμέλεια και του Λευκάδιου και του Τζέιμς. Έτσι ο Τζέιμς στάλθηκε στον πατέρα του στο Δουβλίνο και ο Λευκάδιος παρέμεινε υπό τη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν (η Μπρέναν είχε αποκληρώσει τον Τσαρλς λόγω της ακύρωσης του γάμου). Ούτε ο Λευκάδιος ούτε ο Τζέιμς ξαναείδαν ποτέ τη μητέρα τους, που απέκτησε τέσσερα παιδιά από τον δεύτερο σύζυγό της. Η Ρόζα τελικά εισήχθη στο Δημόσιο Ψυχιατρείο-Άσυλο στην Κέρκυρα, όπου πέθανε το 1882.
Ο Τσαρλς Χερν, που είχε αφήσει τον Λευκάδιο στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν τα τελευταία τέσσερα χρόνια, την όρισε τώρα μόνιμη κηδεμόνα του. Παντρεύτηκε την παιδική του αγάπη Αλίσια Γκόσλιν, τον Ιούλιο του 1857, και έφυγε με τη νέα του σύζυγο για απόσπαση στο Σεκουντεραμπάντ της Ινδίας, όπου απέκτησαν τρεις κόρες πριν τον θάνατο της Αλίσια το 1861. Ο Λευκάδιος δεν ξαναείδε ποτέ τον πατέρα του: Ο Τσαρλς Χερν πέθανε από ελονοσία στον Κόλπο του Σουέζ το 1866.
Το 1857, σε ηλικία επτά ετών, και παρά το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ζούσαν ακόμη, ο Χερν έγινε μόνιμα κηδεμονευόμενος της γιαγιάς-θείας του Σάρας Μπρέναν που μοίραζε τη διαμονή της μεταξύ του Δουβλίνου τους χειμερινούς μήνες, του κτήματος του συζύγου της στο Τράμορ στις ακτές της Νότιας Ιρλανδίας και μιας κατοικίας στο Μπάνγκορ της Βόρειας Ουαλλίας. Η Μπρέναν απασχολούσε επίσης ένα δάσκαλο κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, για να παρέχει τη βασική εκπαίδευση και τα βασικά στοιχεία του καθολικού δόγματος.
Ο Χερν άρχισε να εξερευνά τη βιβλιοθήκη της Μπρέναν και να διαβάζει πολύ ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα μυθολογία.
Πρώτος γάμος, διαζύγιο και απόλυση από το Enquirer
Στις 14 Ιουνίου 1874 ο Χερν, 24 ετών, παντρεύτηκε την Αλίθια (Μάτι) Φόλεϊ, μια εικοσάχρονη Αφροαμερικανίδα, πράξη που παραβίαζε τον νόμο του Οχάιο κατά της επιμειξίας, την εποχή εκείνη. Τον Αύγουστο του 1875, ανταποκρινόμενο σε παράπονα του τοπικού κλήρου για τις αντιθρησκευτικές του απόψεις και σε πίεση πολιτικών του τόπου, προσβεβλημένων από μερικά σατιρικά του κείμενα στο Ye Giglampz, το Enquirer τον απέλυσε, επικαλούμενο ως αιτία τον παράνομο γάμο του. Έπιασε δουλειά στην αντίπαλη εφημερίδα The Cincinnati Commercial.
Το Enquirer προσφέρθηκε να τον ξαναπροσλάβει όταν οι ιστορίες του άρχισαν να εμφανίζονται στο Commercial και η κυκλοφορία του άρχισε να αυξάνεται, αλλά ο Χερν, εξοργισμένος από τη συμπεριφορά της εφημερίδας, αρνήθηκε. Ο Χερν και η Φόλεϊ χώρισαν, αλλά προσπάθησαν αρκετές φορές να τα ξαναβρούν πριν πάρουν διαζύγιο το 1877.
Η Φόλεϊ ξαναπαντρεύτηκε το 1880.
Ενώ εργαζόταν για το Commercial ο Χερν δέχθηκε να μεταφερθεί στην κορυφή του ψηλότερου κτιρίου του Σινσινάτι, στην πλάτη ενός επισκευαστή καμπαναριών, του Τζόζεφ Ροντρίγκεζ Γουέστον, και έγραψε μια μισοτρομακτική, μισοκωμική περιγραφή της εμπειρίας του. Την ίδια επίσης εποχή ο Χερν έγραψε μια σειρά περιγραφές των συνοικιών Μπακτάουν και Λίβι του Σινσινάτι «… μια από τις λίγες εικόνες που έχουμε της ζωής των μαύρων σε μια μεθοριακή πόλη την περίοδο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο».
Κατέγραψε επίσης αμέτρητους στίχους τραγουδιών που άκουσε να τραγουδούν μαύροι μουσικοί της εποχής.
Η ζωή στη Νέα Ορλεάνη
Το φθινόπωρο του 1877, πρόσφατα διαζευγμένος από τη Μάτι Φόλεϊ και ανήσυχος, ο Χερν είχε αρχίσει να παραμελεί τη δουλειά του στην εφημερίδα για να μεταφράζει στα Αγγλικά έργα του Γάλλου συγγραφέα Γκωτιέ. Απογοητευόταν επίσης όλο και περισσότερο από το Σινσινάτι, γράφοντας στο Χένρι Γουότκιν, «Είναι ώρα να φεύγεις από το Σινσινάτι, όταν αρχίζουν να το αποκαλούν Παρίσι της Αμερικής».
Με την υποστήριξη του Γουότκιν και του εκδότη του Cincinnati Commercial Μίρατ Χάλστεντ ο Χερν έφυγε από το Σινσινάτι για τη Νέα Ορλεάνη, όπου αρχικά έγραψε ανταποκρίσεις για το Commercial στη στήλη Gateway to the Tropics.
Τα κείμενα του Χερν για τις εφημερίδες της Νέας Ορλεάνης περιελάμβαναν ιμπρεσσιονιστικές περιγραφές τόπων και χαρακτήρων και πολλά άρθρα που κατήγγειλλαν την πολιτική διαφθορά, την εγκληματικότητα στους δρόμους, τη βία, τη μισαλλοδοξία και τις αποτυχίες των υπεύθυνων της δημόσιας παιδείας και υγείας.
Παρά το γεγονός ότι πιστώνεται με την «εφεύρεση» της Νέας Ορλεάνης ως τόπου εξωτικού και μυστηριώδους, οι νεκρολογίες του των ηγετών του βουντού Μαρί Λεβό και Δρ. Τζον Μοντενέ ήταν πραγματιστικές και απομυθοποιητικές. Συλλογές κειμένων του Χερν για τη Νέα Ορλεάνη έχουν συγκεντρωθεί και δημοσιευθεί σε πολλά έργα, αρχίζοντας με τα Κρεολικά Σκίτσα το 1924 και πιο πρόσφατα (2001) στο Εφευρίσκοντας τη Νέα Ορλεάνη: Κείμενα του Λευκάδιου Χερν.
* Λευκάδιος Χερν: Λευκάδα, 27 Ιουνίου 1850 – Τόκιο, 26 Σεπτεμβρίου 1904
*Με στοιχεία από wikipedia.org
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις