Στράτης Μυριβήλης: Ο Θεός δεν τον λυπήθηκε
Διαρκώς ξεδίψαστος για ζωή και για δόξα
Ο Ροταριανός Όμιλος της Μυτιλήνης ετίμησε τη μνήμη του Στράτη Μυριβήλη απλά και συγκινητικά: εντοίχισε μια μικρή μαρμάρινη πλάκα με χρυσά γράμματα στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο μεγάλος Λέσβιος λογοτέχνης, στο χωριό Συκαμιά: «Στο σπίτι αυτό γεννήθηκε στα 1892 και έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Στράτης Μυριβήλης».
Τα αποκαλυπτήρια αυτής της αναμνηστικής πλάκας έγιναν την προπερασμένη Κυριακή στη Συκαμιά απ’ τον πρόεδρο των Ροταριανών, περιστοιχισμένον απ’ τα μέλη του Ομίλου που είχαν πάει στο χωριό του Μυριβήλη με τις οικογένειές τους. Μπροστά στο σπίτι ο ιερέας του χωριού, ένας νέος Αιγαιοπελαγίτης λευίτης με ζωηρά μάτια και χαμογελαστό πρόσωπο, έκαμε την επιμνημόσυνο δέηση, και ο Φάνης Δελής, αντιπρόεδρος των Ροταριανών και ένας απ’ τους πιο άξιους νέους λογίους της Λέσβου, τοποτηρητής της ένδοξης «Λεσβιακής Άνοιξης», με μόρφωση γερή και με καλή καρδιά, είπε λίγα λόγια, περιεκτικά και με αίσθημα, για τη ζωή και για το έργο του Μυριβήλη, στεκόμενος στο ξύλινο μπαλκόνι του σπιτιού του. […] Και ύστερα, όλοι μαζί, κατέβηκαν στη Σκάλα της Συκαμιάς, στο ψαράδικο λιμανάκι όπου είναι το εκκλησάκι της Παναγιάς της Γοργόνας. Εκεί, στα παράλια καφενεδάκια, εστήθηκε το τραπέζι. Και σαν πέρασε λίγη ώρα και οι νέοι ήπιαν ρακί μυτιληνιό, πλωμαρίτικο, και άναψαν απ’ τον ήλιο που έκαιγε, σηκώθηκαν κι άρχισαν να χορεύουν λεβέντικους χορούς του Αρχιπελάγου – οι άντρες μόνο, και οι κοπέλλες, γύρω τους, κοίταζαν και καμάρωναν, όπως τον καιρό του συντοπίτη τους του Βασίλη του Αρβανίτη (σ.σ. τίτλος νουβέλας του Στράτη Μυριβήλη).
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.9.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ω, σίγουρα, ήταν μια γιορτή που θ’ άρεζε στον Μυριβήλη – τίποτα δεν ήταν του θανάτου, όλα είναι για τη ζωή. Και ο θάνατος έχει νόημα μόνο όσο βοηθά να γίνης πιο άπληστος για τη ζωή. Όλο το έργο του Μυριβήλη –το αντιπολεμικό και το ηθογραφικό– είναι ένας παιάνας δοξαστικός: για τον έρωτα, και για τη λεβεντιά, και για τη δύναμη, και για την ομορφιά. Ό,τι πολέμησε και σάρκασε ήταν ακριβώς ό,τι αντιστρατευόταν τη ζωή και τη χαρά και τη νειότη. Σιχαινόταν τα γερατειά, τους σακάτηδες, τα παραμορφωμένα κορμιά, τα ρυτιδωμένα πρόσωπα, τα χαλασμένα στόματα. Κάποτε, στην πρώτη νειότη μας, όταν εκείνος άντρας πια, με όνομα λογοτεχνικό ήδη σχηματισμένο στο νησί και με τη δυνατή του προσωπικότητα, κυβερνούσε τη «Λεσβιακή Άνοιξη» –την ομάδα των νέων Αιγαιοπελαγιτών συγγραφέων και καλλιτεχνών του 1920-1930– μας είπε:
– Στο Ακλειδιού ήρθε ένα αηδόνι σπουδαίο. Θα πάμε να ξαγρυπνήσουμε να τ’ ακούσουμε την αυγή.
Ακλειδιού είναι ένα μαγευτικό μέρος, παράλιο, έξω απ’ τη Μυτιλήνη. Αντίκρυ είναι τα βουνά της Ανατολής, το Ντικελή, η Πέργαμος, του Δαιμόνου το Τραπέζι, τα Κιμιντένια. Στο Ακλειδιού ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επαναστάτης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ξεμοναχιαζόταν και κοίταζε ονειροπόλος την απέναντι Μικρασία, σχεδιάζοντας τη Μεγάλη Ελλάδα των πατέρων μας. Εκεί, στο Ακλειδιού, ακούγοντας τον Μυριβήλη, επήγαμε και ξενυχτήσαμε, εκείνην την άνοιξη της νειότης μας, περιμένοντας ως την αυγή το ξακουστό αηδόνι. Δεν θυμάμαι πια, ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν, αν ήρθε το αηδόνι και αν το ακούσαμε. Εκείνο που θυμάμαι είναι πως, ενώ τη χαραυγή περπατούσαμε στην ακρογιαλιά, γυρίζοντας απ΄το Ακλειδιού στη Μυτιλήνη, και ρόδιζαν τα βουνά της Ανατολής και μύριζε η γη και τα λουλούδια, ο Μυριβήλης στάθηκε και, καθώς ανάσαινε την ομορφιά και τη δύναμη, μας είπε:
– Εγώ θα πεθάνω ολόρθος και νέος. Θα σκοτωθώ σαν πατήσω τα σαράντα μου χρόνια. Για να πεθάνω όρθιος και νέος.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.9.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Θεός τού έγραφε άλλα: βαθιά γεράματα και άρρωστα. Ποιος εξουσιάζει τη μοίρα; Σαν πήγαμε, λίγο πριν απ’ το θάνατό του, με την αγαπητή μου Μαρία Ράλλη να τον δούμε στον «Ευαγγελισμό», δεν μας αναγνώρισε καν. Έπαιζαν τα μάτια του στυλωμένα απάνω μας, σαν κάτι να αποζητούσαν να ξεχωρίσουν μες στη θολούρα τους, αλλά τίποτα, καμμιά αντίδραση δεν έδειχνε πως σχημάτιζε μιαν εικόνα, πως άκουγε τα λόγια μας – πως μας αναγνώριζε. Η κυρία Ράλλη, με την ευαισθησία της γυναίκας, βουρκωμένη, δεν ήθελε να το πιστέψη:
– Εμένα μου φαίνεται πως μας αναγνωρίζει… Δεν το βλέπεις; Δες πώς στέκει η ματιά του απάνω μας…
Και μόνο το ότι έπρεπε να το συζητούμε αν μας γνώρισε ή όχι, αν έπαιξε η ματιά του ή όχι, αυτό και μόνο, προκειμένου για έναν άντρα σαν τον Μυριβήλη, που είχε σε κάθε στιγμή ξυπνές όλες τις αισθήσεις και τα ένστικτα, έφτανε να δώση τον δραματικό χαρακτήρα. Όχι, ο Θεός δεν λυπήθηκε τον Μυριβήλη. Όπως δεν λυπήθηκε τον άλλον διαρκώς ξεδίψαστο για ζωή και για δόξα, τον Καζαντζάκη. Και οι δυο ύμνησαν τη λεβεντιά: την κρητική ο ένας με τον Ζορμπά, την αιγαιοπελαγίτικη ο άλλος με τον Βασίλη Αρβανίτη. Και οι δυο τελείωσαν γέροι και άρρωστοι πολύ. Ήταν άδικο.
Στο ψαράδικο λιμανάκι της Συκαμιάς που αγάπησε και που δόξασε ο Μυριβήλης, καθώς καθόμουν μετά την τελετή, όπου παρευρέθηκα καλεσμένος του φίλου μου του προέδρου των Ροταριανών, κοίταζα τους ανθρώπους. Τους ψαράδες που χόρευαν, τα παιδιά των ηρώων του Μυριβήλη, κοίταζα την Παναγιά τη Γοργόνα, τον κάβο. Υπήρχαν και πράματα που δε θα άρεζαν στον Μυριβήλη: εκεί που ήταν βράχοι, στο μπράτσο του λιμανιού για τις ψαρόβαρκες, έγινε ένας τσιμεντένιος λιμενοβραχίονας. Στη μέση της μικρής πλατείας, όπου παλαιότερα οι ψαράδες απλώνανε τα χταπόδια να ξεραθούν, τώρα υψώνεται ένας πελώριος στύλος – μετασχηματιστής του ηλεκτρικού ρεύματος. Και στο εικονοστάσι, στη θέση της Παναγιάς της Γοργόνας τής πάλαι ποτέ, βάλανε ένα καινούργιο εικόνισμα στιλπνό, έργον συγχρόνου, και ένα μετάλλινο καμπαναριό.
Τα είπαμε με τον ιερέα. Ο νέος Αιγαιοπελαγίτης λευίτης είμαι βέβαιος πως καταλάβαινε τι δεν ήταν σωστό. Πάντα υπάρχει ελπίδα, όταν οι άνθρωποι που είναι αρμόδιοι βλέπουν σωστά.
*Επιφυλλίδα του διαπρεπούς συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη για τον Στράτη Μυριβήλη. Η «ενθύμηση πλάι στην Παναγιά τη Γοργόνα», το συγκινητικό αυτό κείμενο του Βενέζη, είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 1969, περίπου δύο μήνες μετά το θάνατο του Μυριβήλη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το απόγευμα του Σαββάτου 19ης Ιουλίου 1969.
Ο Στράτης Μυριβήλης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου) υπήρξε ένας από τους πλέον αξιόλογους έλληνες πεζογράφους του Μεσοπολέμου.
Ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Μυριβήλης, ο συγγραφέας μυθιστορημάτων όπως «Η ζωή εν τάφω», «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και «Η Παναγιά η γοργόνα», είχε γεννηθεί στη Συκαμινιά (Συκαμιά) της Λέσβου στις 30 Ιουνίου (13 Ιουλίου με το νέο ημερολόγιο) 1892 (στις σχετικές πηγές απαντά πάντως και το έτος 1890).
- Φωτεινή Βελεσιώτου: «Δεν εκτιμώ τους τράπερ γιατί ο στίχος τους υποτιμά τις γυναίκες»
- Αξιαγάπητη: Οι δυσκολίες και η πολυπλοκότητα των σχέσεων στο μικροσκόπιο
- Χριστούγεννα: Κορυφώνεται η κίνηση στην αγορά – Τι πρέπει να προσέχουμε
- Εντυπωσιακός Πόρτις στη νίκη των Μπακς επί των Γουίζαρντς
- Καιρός: Κρύο και καταιγίδες από το απόγευμα – Σε ποιες περιοχές θα χιονίσει
- Αυτοέλεγχος: Πώς να τον βρείτε αν τον έχετε χάσει στην πορεία