Δύο ζευγάρια αθλητικά παπούτσια
Η εξέγερση του 2005 και το 2023
- Η Ρωσία βομβάρδισε το Κίεβο με οκτώ βαλλιστικούς πυραύλους μια μέρα μετά την ομιλία του Πούτιν
- Αστυνομικός της Βουλής: «Πρώτη μου σχέση, δέσμιά του για μια ζωή» – Τι απαντάει η 35χρονη για τις κλήσεις
- Φοβάται μη συλληφθεί λόγω του εντάλματος του ΔΠΔ ο Νετανιάχου - Δεν θα παραστεί στις εκδηλώσεις στο Άουσβιτς
- Δύο από τις πιο μολυσμένες πόλεις του κόσμου βρίσκονται στα Βαλκάνια
Οέ νας, ο 15χρονος Μπουνά Τραορέ, φορούσε ένα ζευγάρι παπούτσια Nike, μπλε και άσπρα. Ο άλλος, ο 17χρονος Ζιέντ Μπενά, φορούσε ένα ζευγάρι Converse, μαύρα και γκρι. Ηταν 27 Οκτωβρίου του 2005, ημέρα Πέμπτη, σχολείο δεν είχαν όμως, ήταν η εβδομάδα των φθινοπωρινών διακοπών. Ηταν και ραμαζάνι, η μόνη τους υποχρέωση ήταν να γυρίσουν σπίτι μέχρι τις 18.00, για το σπάσιμο της νηστείας. Είχαν ξυπνήσει αργά και μετά, για να περάσει η ώρα, είχαν πάει με επτά ακόμη φίλους τους να παίξουν ποδόσφαιρο στο Λιβρί-Γκαργκάν, κοινότητα γειτονική στη δική τους, το Κλισί-σου-Μπουά, αλλά σαφώς πιο πλούσια και με ξεκάθαρα καλύτερο γήπεδο. Λίγο μετά τις 17.00, η παρέα πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Μικρή παράκαμψη μέσα από ένα εργοτάξιο όπου η περιφέρεια του Ιλ-ντε-Φρανς κατασκεύαζε εργατικές κατοικίες. Λίγο παραπέρα, υπήρχε ένα νεκροφυλακείο. Κοιτάζοντας από το παράθυρο, ένας εργαζόμενος σχημάτισε την εντύπωση πως ένα από τα παιδιά κρατούσε τσίλιες. Μήπως ήθελαν να σουφρώσουν κάτι από την αποθήκη του εργοταξίου; Δέκα λεπτά αργότερα, έφτασε ένα πρώτο περιπολικό. «Τρέξτε!», φώναξε ένα από τα παιδιά βλέποντας πίσω του έναν αστυνομικό με εκτοξευτή φλας-μπολ στο χέρι. «Δεν χρειάζεται να τρέξουμε, δεν κάναμε τίποτα», προσπάθησε να πει ένα άλλο. Μάταια. Για αυτά τα παιδιά των μπανλιέ, η φυγή ήταν ήδη κάτι το αντανακλαστικό. Η αστυνομία τα τρομοκρατούσε: έβλεπαν πώς φερόταν στα μεγαλύτερα αδέλφια τους. Επιπλέον, δεν είχαν μαζί τους ταυτότητες. Οι γονείς τους είχαν δυσκολευτεί τόσο να αποκτήσουν αυτά τα έγγραφα που τα φυλούσαν σαν κόρη οφθαλμού, και «τα μικρά χάνουν συνέχεια πράγματα». Αλλά ούτως ή άλλως, το να τα πιάσουν μέρα ραμαζανιού δεν ήταν καλή ιδέα. Θα περνούσαν ώρες στο τμήμα, θα αργούσαν για το «ιφτάρ», το δείπνο, ήταν νηστικά και πεινούσαν, και επιπλέον, κατά τη διάρκεια του ραμαζανιού, δεν έπρεπε να κάνουν ανοησίες, «ακόμα και όταν είμαστε αθώοι, οι γονείς μας μάς λένε: «Γιατί σε πιάσανε αν δεν έκανες τίποτα;»».
Στο σκοτάδι
Ηταν 18.12 όταν ολόκληρη η περιοχή βυθίστηκε στο σκοτάδι. Το μπλακάουτ διήρκεσε πέντε λεπτά. Τα Nike και τα Converse του Μπουνά και του Τραορέ είχαν απανθρακωθεί. Προκειμένου να ξεφύγουν από τους αστυνομικούς, τα δυο παιδιά είχαν κρυφτεί μέσα σε έναν μετασχηματιστή της γαλλικής ΔΕΗ, και πέθαναν από ηλεκτροπληξία. Ετσι ξεκίνησε η επονομαζόμενη «εξέγερση των μπανλιέ», των υποβαθμισμένων προαστίων αρχικά του Παρισιού και κατόπιν ολόκληρης της Γαλλίας. Διήρκεσε τρεις εβδομάδες, ανάγκασε την κυβέρνηση να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στοίχισε στο κράτος 250 εκατομμύρια ευρώ. Πρόεδρος ήταν τότε ο Ζακ Σιράκ, πρωθυπουργός ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν και υπουργός Εσωτερικών ο «σκληρός», και ιδιαίτερα φιλόδοξος, Νικολά Σαρκοζί: πολλοί θεωρούν πως οι εμπρηστικές του δηλώσεις ήταν, μαζί με τη φτώχεια, το αίσθημα αποκλεισμού των κατοίκων και τους εξευτελιστικούς ελέγχους της αστυνομίας, ένα από τα συστατικά στοιχεία της εξέγερσης.
Πριν ακόμα χάσουν τη ζωή τους οι δύο έφηβοι, ο Σαρκοζί υποσχόταν, με διάφορες αφορμές, να καθαρίσει τα μπανλιέ με «Kärcher», ισχυρά πλυστικά μηχανήματα, κάνοντας λόγο για «racaille» – αποβράσματα, συρφετό, αληταριό. Την ίδια φρασεολογία διατήρησε και κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Τα λάθη του είναι που προσπαθεί να αποφύγει τώρα τόσο ο (επίσης «σκληρός»…) υπουργός Εσωτερικών του Εμανουέλ Μακρόν, Ζεράλντ Νταρμανάν, όσο και ο ίδιος ο γάλλος πρόεδρος, καθώς και η πρωθυπουργός του. Πόσω μάλλον αφού τότε, η ευθύνη της αστυνομίας ήταν έμμεση. Ενώ τώρα, στην περίπτωση του θανάτου του 17χρονου αυτοκινητιστή Νοέλ Μ. από σφαίρα αστυνομικού στη Ναντέρ, είναι άμεση, ξεκάθαρη. Ή καλύτερα έγινε ξεκάθαρη, αφού πρώτα κυκλοφόρησε στα σόσιαλ μίντια βίντεο που τράβηξε περαστικός με το κινητό του – γιατί αρχικά, πηγές προσκείμενες στην αστυνομία είχαν ισχυριστεί πως το αυτοκίνητο έπεσε πάνω σε δύο μοτοσικλετιστές της. Δεν συνέκρινε τυχαία η «Monde» τον φόνο του Νοέλ Μ. με τον φόνο του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ στη Μινεάπολη, το 2020.
Δεν είναι 2023
Κάποιοι επιμένουν πως τα μπανλιέ του 2005 δεν έχουν καμία σχέση με αυτά του 2023. Λένε πως έκτοτε, έχουν επενδυθεί δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ στις λαϊκές συνοικίες της Γαλλίας. Και πως εκείνες οι ταραχές, επέφεραν ένα πραγματικό άνοιγμα στη διαφορετικότητα, ιδίως στους τομείς της πολιτικής και του πολιτισμού, λιγότερο στον τομέα της απασχόλησης, όπου επιμένουν οι διακρίσεις και εξακολουθούν να «φωνάζουν» οι εκπαιδευτικές ανισότητες. Αλλοι, πάλι, λένε πως υπάρχουν πάντα δύο Γαλλίες που ζουν χωριστά, πως υπάρχει πάντα αυτή η καχυποψία ανάμεσα στην αστυνομία και τους νέους των μπανλιέ, και πως το πρόβλημα της αστυνομικής βίας, αντί να περιοριστεί, έχει γίνει ακόμα μεγαλύτερο – ιδίως έπειτα από εκείνο τον νόμο περί δημόσιας ασφάλειας που πέρασε το 2017, υπό την πίεση των συνδικάτων της αστυνομίας, παραχωρώντας μεγαλύτερες ελευθερίες στους αστυνομικούς να ανοίγουν πυρ σε περίπτωση «μη συμμόρφωσης». Για «racaille», σε κάθε περίπτωση, έχει κάνει προς το παρόν λόγο μόνο η Ακροδεξιά. Ομως λίγο να αναλογιστεί κανείς πόσο έχει αυξηθεί η δύναμή της όλα αυτά τα χρόνια, και πόσο έχουν διαχυθεί οι ιδέες της, δύσκολα μπορεί να αισιοδοξεί για τη συνέχεια.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις