Στον δρόμο που δεν έχει γυρισμό
Ο νέος ΥΠΕΞ και τα ελληνοτουρκικά
Δεν υπάρχει πιο λάθος τρόπος να ερμηνευθεί η μετακίνηση Γεραπετρίτη στο υπουργείο Εξωτερικών απ’ ότι ως «αποχώρηση» από το Μέγαρο Μαξίμου. Ο εξ απορρήτων του Πρωθυπουργού καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου με κομβικό ρόλο στην προηγούμενη κυβέρνηση, κάνει το ακριβώς αντίστροφο: «ρυμουλκεί» πλέον το υπουργείο Εξωτερικών στο πρωθυπουργικό γραφείο. Και στο έργο αυτό επικουρείται από μία βετεράνο διπλωμάτη, πάλι από το κέντρο της εξουσίας της πρώτης κυβέρνησης Μητσοτάκη ως επικεφαλής του διπλωματικού του γραφείου, η οποία είχε και την ευθύνη των σχετικών απόρρητων συζητήσεων με την τουρκική πλευρά υπό τη γερμανική ομπρέλα. Και η οποία έπειτα ανέλαβε την ελληνική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον και επιστρέφει τώρα ως «εκ τεχνοκρατών» υφυπουργός Εξωτερικών στη νέα κυβέρνηση. Τι «λένε» αυτά; Πιστοποιούν το αναμενόμενο: η Ελλάδα προετοιμάζεται για διάλογο με την Τουρκία. Και ο Μητσοτάκης παρατάσσει την ομάδα του: Γιώργος Γεραπετρίτης, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και, βέβαια, το διπλωματικό γραφείο του ίδιου του Πρωθυπουργού μαζί, πλέον, με την ίδια τη διπλωματική υπηρεσία. Ολα αυτά, πριν δεν ήταν έτσι.
Με αυτό το δυναμικό θα προσέλθει η ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις που, ενώ, καλώς ή κακώς, αναμένονται πια σχεδόν με βεβαιότητα, το ακριβές αντικείμενό τους, ακόμα τουλάχιστον, παραμένει ασαφές. Στην πραγματικότητα ουδείς γνωρίζει τι είναι αυτό που μπορούν να διαπραγματευτούν οι δύο πλευρές αν δεν αλλάξει ριζικά κάτι στη στάση της μίας ή της άλλης πριν καν καθίσουν στο τραπέζι. Γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση το αδιέξοδο πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου δεδομένο. Δεν υπάρχει πεδίο στο οποίο με τα μέχρι τώρα γνωστά πάγια στοιχεία, να είναι δυνατή ουδεμία ουσιαστική προσέγγιση των δύο χωρών σε οτιδήποτε που να έχει κάποια σημασία που θα άλλαζε τις μεταξύ τους επικρατούσες συνθήκες. Το casus belli παραμένει εν ισχύ, η άρνηση της Αγκυρας να δεχθεί το Δίκαιο της Θάλασσας επίσης (κάτι που καθιστά αδύνατη ακόμα και την κοινή προσφυγή στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα), ενώ η σχετικά πιο πρόσφατη απαίτηση / απειλή για την αποστρατιωτικοποίηση επίσης παραμένει μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Και, φυσικά η αξίωση για την ακύρωση και αντικατάσταση της Συνθήκης της Λωζάννης.
Γίνονται όλα αυτά; Ασφαλώς όχι. Γίνεται κάτι από αυτά; Επίσης όχι. Κατά συνέπεια, ή η Τουρκία θα πρέπει να τα εγκαταλείψει, ή το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης θα πρέπει να είναι κάτι που δεν θα αγγίζει καν αυτά τα ζητήματα. Ομως αυτό, δεν είναι τόσο απλό.
Ακόμα και αν ισχύει η (λίαν αισιόδοξη) πεποίθηση κάποιων ότι ο Ερντογάν θα αναγκαστεί πλέον να εγκαταλείψει τον αναθεωρητισμό και να περιοριστεί, θέλοντας και μη, σε ένα κομμάτι της πάγιας ατζέντας του που έχει να κάνει μόνον με τα ζητήματα της ενέργειας σε αμιγώς οικονομικό επίπεδο, αυτό δεν μπορεί τόσο εύκολα να διαχωριστεί από τα ζητήματα κυριαρχίας όσο ίσως φαίνεται σε πρώτη ματιά. Το ίδιο δύσκολο άλλωστε θα είναι να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι ο Ερντογάν πράγματι θα πιεστεί τόσο αποτελεσματικά ώστε να αναγκαστεί να κάνει στροφή 180 μοιρών στην 20χρονη πορεία του. Παρά το γεγονός ότι η νίκη του δεν τον έχει βγάλει από την εξαιρετικά δύσκολη θέση στην οποία πλέον βρίσκεται.
Το έδαφος μπροστά παραμένει ερεβώδες και ολισθηρό. Και αν η κυβέρνηση ξεκινήσει με τη βεβαιότητα, ή, έστω, με τη σχετική πεποίθηση, ότι μπορεί να νιώθει ασφαλής πως η διεθνής πίεση θα αφορά ως επί το πλείστον στην Τουρκία, είναι πιθανό να εγκλωβιστεί σε μία κατάσταση γεμάτη δυσάρεστες εκπλήξεις. Και επειδή η αντίστροφη μέτρηση ίσως ξεκινήσει ήδη στα μέσα Ιουλίου, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, με τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, πρέπει να έχει μετρήσει πολύ καλά και γρήγορα το πού βαδίζει. Γιατί μπαίνει σ’ έναν δρόμο που μάλλον δεν έχει γυρισμό.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις