Φραντς Κάφκα: Δύο άτομα εις το ίδιο σώμα
«Αγαπημένοι μου γονείς, κι' όμως πάντοτε σας αγαπούσα»
«Αχ και να μπορούσα να ήμουν πεθαμένη χωρίς να χρειασθή να πεθάνω!» Λίγο διάστημα ύστερα από τα λόγια αυτά έκλεινε για πάντα τα μάτια της στο στρατόπεδον του Ράβενσμπρυκ, εις τας 17 Μαΐου 1944, μια γυναίκα που δεν ήτο γνωστή παρά ως Μιλένα ή μόνον Μ., διότι αγάπησε έναν άνθρωπο που δεν θα παύση να ονομάζεται Κ. και ο οποίος επίσης την αγάπησε. Και όμως, η Μιλένα δεν πρόκειται ποτέ να πεθάνη εις την μνήμην των ανθρώπων, όπως δεν πρόκειται να πεθάνη ούτε και ο Κάφκα.
Η Μιλένα πέθανε είκοσι χρόνια αργότερα από τον Κάφκα, εκείνη εις ένα στρατόπεδον θανάτου, εκείνος εις ένα σανατόριον. Και είναι αλήθεια παράδοξον ότι η τελευταία κουβέντα της Μιλένας ανταποκρίνεται τόσον βαθειά εις την κουβέντα εκείνη που ο Κάφκα, μολονότι δεν την επρόφερε ποτέ, εν τούτοις δεν έπαυσε να την εκφράζη εις όλην την ζωήν του: «Αχ και να μπορούσα να είμαι ζωντανός χωρίς να υποχρεούμαι να ζω!» Τα «Γράμματα προς την Μιλένα», που εδημοσιεύθησαν τελευταίως από τον Αλεξάντρ Βιαλάτ, αποδεικνύουν ότι ο καϋμός αυτός του θανάτου και ο καϋμός αυτός της ζωής συνεδυάσθησαν εις έναν καϋμό αγάπης, που κανένα πλάσμα εις τον κόσμον δεν εξέφρασε καλύτερα από τον Κάφκα. Και αποδεικνύουν ακόμη ότι η επικαιρότης του Κάφκα δεν θα έχη ποτέ τέλος. Διότι ο Κάφκα είναι ο άνθρωπος.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.6.1956, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Προς τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1909 η εφημερίς της Πράγας «Βοημία» εδημοσίευσεν ένα άρθρο με τον τίτλο «Αεροπορική εορτή εις την Μπρέσκια». Πράγματι, η ιταλική πόλις είχε φιλοξενήσει πλήθη κόσμου, που είχαν έλθει να δουν για πρώτην φοράν εις την ζωήν των μίαν αεροπορικήν επίδειξιν. Ο συντάκτης όμως του άρθρου της «Βοημίας» δεν ήτο δημοσιογράφος. Είχε γράψει το άρθρον αυτό διότι ένας φίλος του εγνώριζε τον αρχισυντάκτην της εφημερίδος. Μία φράσις του κειμένου απεκάλυπτε εξ άλλου το επάγγελμά του: «Το βαρύ μηχάνημα διασχίζει τον ουρανό. Ο Ρουζιύ είναι καθισμένος ανάμεσα εις τους μοχλούς του, όπως ένας διευθυντής εις το γραφείον του». Ο αρθρογράφος ήταν υπάλληλος εις μίαν ασφαλιστικήν εταιρείαν της Πράγας και το όνομά του ήτο Φραντς Κάφκα.
Ο Κάφκα, που ήτο τότε 26 ετών, έμοιαζε με τας χιλιάδας των υπαλλήλων όλου του κόσμου. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής από τις 18 Ιουνίου 1906, είχε δώσει αληθινή μάχη για να προσληφθή εις αυτήν την ασφαλιστικήν εταιρείαν. Τον ενδιέφερε αυτή η θέσις; Τον αηδίαζε. Την είχε διαλέξει όμως γιατί είχε «περιωρισμένες ώρες υπηρεσίας». Πράγματι, εργαζόταν από το πρωί ως τις δύο ή τρεις το απόγευμα. Από κει και πέρα ήταν ελεύθερος.
Ο Κάφκα έστρεφε προς την εργασίαν του την πλευρά εκείνη της ψυχής του που τον απεκάλυπτε το ολιγώτερο. Γελαστός προς τους συναδέλφους του, συνεπής απέναντι των προϊσταμένων του, ήταν το «χαϊδεμένο παιδί» του γραφείου. Η άλλη πλευρά της ψυχής του ήταν στραμμένη προς το εσωτερικό του. Απεδείκνυε και αυτός, όπως αρκετοί άλλοι, ότι μπορούν να ζουν δύο άτομα εις το ίδιο σώμα.
Ο δεύτερος Κάφκα ήτο άγνωστος. Οι συνάδελφοί του δεν επρόκειτο να ξεύρουν, ούτε δέκα χρόνια ύστερα από τον θάνατόν του, ποιος ήτο αυτός ο νέος που εργαζόταν εις το γραφείο, δίπλα από το δικό τους. Εχρειάσθησαν δε πολλά χρόνια και στον πιο στενό φίλο του, για να μάθη ότι ο Φραντς, εκτός από δικηγόρος και υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, ήταν και κάτι άλλο.
Γιατί ο Φραντς Κάφκα έγραφε. Ο υπάλληλος γραφείου έγραφε βιβλία. Και κανείς δεν το ήξευρε. Το έμαθαν σιγά-σιγά. Όταν το πρώτο έργο του «Μπετράχτουνγκ» εκυκλοφόρησε από τον εκδοτικόν οίκον Βολφ, είπε στον Ρούντολφ Φουξ:
– Επωλήθησαν ένδεκα βιβλία. Τα δέκα τα αγόρασα εγώ. Θα ήθελα πολύ να μάθω ποιος αγόρασε το ενδέκατο.
Ήτο συγγραφεύς, όχι όμως και άνθρωπος των Γραμμάτων. Ο φίλος του Μαξ Μπροντ, που τον επίεζε καμμιά φορά να γράψη, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τον πείση να εκδώση τα έργα του. Υπάρχουν άραγε πολλοί συγγραφείς εις τον κόσμον που έτυχε να λάβουν μιαν επιστολή όπως αυτή που έλαβε ο Κάφκα εις τις 3 Νοεμβρίου 1921; «Κανένας από τους συγγραφείς με τους οποίους ευρισκόμεθα εις επαφήν δεν έρχεται τόσο σπανίως να μας ζητήση κάτι όσον εσείς. Κανένας τους δεν μας δίδει τόσον έντονα όσον εσείς την εντύπωσιν ότι αδιαφορεί τελείως για την εμπορική τύχη των έργων του. Όποιο χειρόγραφό σας αποφασίσετε να μας στείλετε, θα το υποδεχθούμε με εξαιρετικήν χαράν…»
Έλεγε: «Η αποστολή μου», «το χρέος μου», «τίποτα δεν μ’ ενδιαφέρει έξω από την φιλολογία». Και τα λόγια αυτά τα έλεγε όπως ο ορφανός που ζητεί να βρη το μέρος αυτό του κόσμου ή του πνεύματος όπου θα είναι μόνος του και ο πατέρας και η μάνα κάποιου πράγματος που ανήκει μόνον εις αυτόν. Και όμως, ο Φραντς δεν ήτο ορφανός –ο πατέρας του και η μητέρα του απέθαναν ύστερα απ’ αυτόν– ούτε άνθρωπος που ζούσε μόνος του. Αλλά υπήρχε κάτι μέσα του που δεν ηνείχετο ούτε γονείς ούτε φίλους.
«Κανείς δεν υπέφερε ποτέ όσα υποφέρω εγώ. Ένα παιδί δεν μπορεί να καταλάβη». Αυτά τα λόγια τα επρόφερε με καϋμό ο πατέρας του Φραντς. Δυστυχισμένος πατέρας! Ο γυιος του υπέφερε περισσότερο από εκείνον, αλλά κατά έναν άλλον τρόπον, που αυτός δεν επρόκειτο ποτέ να τον καταλάβη. Δυστυχισμένε Χέρμαν Κάφκα, αλήθεια, που ήσουν φτιασμένος για να έχης γυιο επιχειρηματία και που δεν είχες παρά ένα «αλλόκοτο παιδί»! Και όμως, ο Φραντς δεν ήταν «αλλόκοτος». Εσκέπτετο, αυτό ήταν όλο. Ενώ ο πατέρας του δεν εσκέπτετο. Και από εκεί επήγαζε το δράμα. Από την έλλειψιν κάθε συνεννοήσεως. Και όμως, μια φορά –την μόνη– ο Φραντς θέλησε να ξεκαθαρίση την κατάστασιν και έγραψε μια «Επιστολή προς τον πατέρα μου» από εκατό σελίδες, που άρχιζε έτσι: «Αγαπητέ μου πατέρα, μ’ ερώτησες μια μέρα γιατί λέω ότι σε φοβούμαι…» Την επιστολή αυτή την έδωσε στην μητέρα του, για να την παραδώση στον πατέρα του. Ποτέ όμως δεν έφθασε στα χέρια του Χέρμαν Κάφκα. Στο μυαλό του Φραντς ο πατέρας του άρχισε να παίρνη τότε την μορφή μιας υψηλής, σκοτεινής μάντρας, κάτω από τον ίσκιο της οποίας ήταν υποχρεωμένος να ζη, αν φυσικά μπορούσε. Προσεπάθησε να ξεφύγη, το επεχείρησε τουλάχιστον. Δεν έφθασε τάχα μέχρι του σημείου να υποστηρίζη ότι τα παιδιά πρέπει να ανατρέφωνται μακρυά από τους γονείς των; Και όμως, ο Κάφκα έζησε όλη τη ζωή του κοντά εις τους γονείς του. Επεχείρησε να ζήση στο Βερολίνο, αλλά μια ακατανίκητη δύναμις τον έφερε πίσω στην Πράγα. Δεν επρόκειτο να εγκαταλείψη την πατρική στέγη παρά για να πεθάνη. Η μορφή του πατέρα του τον απησχόλησε και τον εβασάνισε σ’ όλη τη ζωή του. Ο πατέρας του τού έδωσε το θέμα της νουβέλας του «Ετυμηγορία», την οποίαν έγραψε μέσα σε μια νύχτα, από τις 22 ως τις 23 Σεπτεμβρίου 1912, ως δεύτερος Πασκάλ. Μια από τις τελευταίες φράσεις της «Ετυμηγορίας» είναι μια συγκλονιστική πραγματικά έκκλησις: «Αγαπημένοι μου γονείς, κι’ όμως πάντοτε σας αγαπούσα».
Υπάρχουν όμως και γυναίκες στο έργο του. Δεν τις εφεύρε, αν και είναι λιγάκι αόριστες. Στη ζωή του πράγματι είχε αρκετές περιπέτειες. Το 1912 συνήντησε μία κοπέλλα. Την αγάπησε και αρραβωνιάσθηκε μαζί της. Ο γάμος όμως, που γι’ αυτόν ήτο «το σπουδαιότερο έργο που ημπορεί να επιτύχη ένας άνθρωπος», τον εφόβιζε. Διέλυσε τους αρραβώνες του. Το 1920 εζούσε στη Βιέννη μια γυναίκα ψυχρή και σκληρή, με μια πνευματική διαύγεια που προκαλούσε δέος και που την κατέτρωγε το πάθος. Ήτο ικανή για την μεγαλύτερη καλωσύνη στον κόσμο και δυο λεπτά αργότερα την κατελάμβανε η πιο τρομερή μανία. Εμείς θα λέγαμε σήμερα ότι είχε «ταμπεραμέντο», ο Σταντάλ θα έλεγε ότι ήτο μία «μεγαλοφυΐα». Ο Κάφκα τής έγραψε. Επαγγελματική αλληλογραφία όλο ευγένεια. Πολύ σύντομα ο Φραντς και η άγνωστη Μιλένα συναντήθηκαν εις το Μεράνο. Εκείνος είχε πάει εκεί για να θεραπεύση τους άρρωστους πνεύμονές του, εκείνη για να του ξεσκίζη την καρδιά. Αν και η λέξις καρδιά δεν σημαίνει τίποτα. Ο Κάφκα ολόκληρος καιγόταν σαν αναμμένη λαμπάδα. Όχι, δεν επρόκειτο για μια νέα περιπέτεια. Δεν υπήρξαν ποτέ περιπέτειες στη ζωή του Κάφκα, παρά μόνον μεγαλόπνοες απόπειρες που κατέληγαν πάντοτε σ’ αποτυχία. Μα η Μιλένα ήτο παντρεμένη και ο Κάφκα δεμένος στα δικά του πεπρωμένα. Και γι’ αυτό από τον έρωτά τους δεν επρόκειτο ν’ απομείνη παρά ένας σωρός από αναμμένες στάχτες. Και ακόμη κάτι άλλο: ότι η Μιλένα υπήρξε η μόνη γυναίκα στην οποίαν έδειξε τις σημειώσεις του, η μόνη γυναίκα την οποίαν απεκάλεσε «μάνα», η μόνη που τον έκανε να γράψη: «Ή ο κόσμος είναι πολύ μικρός ή εμείς είμαστε τεράστιοι, πάντως τον πληρούμε όλον».
Το καλοκαίρι του 1923 ο Φραντς αναπαυόταν σε μιαν ακτή της Βαλτικής. Μιαν ημέρα παρετήρησε μια κοπέλλα που καθάριζε ψάρια. «Χέρια τόσο αβρά για μιαν εργασία τόσο αιματηρή» είπε. Ερωτικές κοινοτοπίες. Το γεγονός όμως είναι ότι τον Ιούλιο εγκατεστάθηκε στο Βερολίνο μαζί με την κοπέλλα που καθάριζε τα ψάρια, την Ντόρα Ντύμαντ. Ήτο ευτυχής.
Οι γιατροί τον έκριναν πολύ άρρωστο: φυματίωσις του λάρυγγος. «Το κεφάλι μου», παρετήρησεν ο Κάφκα, «συνωμότησε με τους πνεύμονές μου πίσω από την πλάτη μου». Μετεφέρθη σ’ ένα σανατόριο. Η Ντόρα δεν έφευγε από κοντά του. Και οι δύο μαζί εζούσαν στο κατώφλι του θανάτου ωσάν να βρίσκονταν στο κατώφλι μιας νέας ζωής. Στο σανατόριο του Κλοστερνόυμπουργκ όλα είχαν σωθή. Ο Κάφκα είχε σκοτώσει μέσα του τον υπάλληλο της ασφαλιστικής εταιρείας και ο γυιος Φραντς είχε γίνει λιγάκι πατέρας, αφού είχε μεταμορφωθή σχεδόν σε σύζυγο. Δεν υπήρχαν πια αγωνίες, ούτε θλίψεις, η ζωή ήτο ωραία. Όλα ήσαν ωραία, εκτός απ’ αυτό το εξαντλημένο κορμί, που δεν το ήξερε ακόμη. Κάθε βράδυ ένας γκιώνης παρουσιαζόταν στο παράθυρο. Η Ντόρα αισθανόταν τον θάνατο να πλησιάζη. Ο Φραντς, που με κόπο κατώρθωνε να μιλά, ήτο πολύ απησχολημένος για να τον αντιληφθή: μαθήτευε στην ευτυχία. Τη Δευτέρα 2 Ιουνίου 1924 γελούσε, έτρωγε φράουλες και είχε τόση διάθεσιν να πιη μπύρα, που έβαλε τους άλλους να την πιουν μπροστά του. Από στιγμή σε στιγμή όμως τον έπιανε ο τρομερός εκείνος πόνος. «Γιατρέ, σκοτώστε με» έλεγε τότε ο Κάφκα. «Αν όχι, είστε ένας κοινός δολοφόνος». Στις 3 Ιουνίου όλα είχαν τελειώσει. Ο πρώην υπάλληλος, ο πρώην δυστυχισμένος γυιος, λυτρωμένοι και οι δύο από τον έρωτα, πέθαναν ενωμένοι στο ίδιο εκείνο κορμί ενός ανθρώπου που υπέφερε και ήταν ευτυχής.
Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η ζωή ενός Φραντς Κάφκα που δεν είναι παρά μόνον συγγραφεύς – μια ζωή, μια σταδιοδρομία, μια απόγνωσις, μια δόξα.
*Άρθρο για έναν από τους μεγάλους του πνεύματος, που έφερε τον τίτλο «Ο Φραντς Κάφκα πάντα επίκαιρος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 24 Ιουνίου 1956.
Ο διάσημος λογοτέχνης Φραντς Κάφκα (Franz Kafka), γιος ενός εύπορου εμπόρου εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στην Πράγα στις 3 Ιουλίου 1883.
Σπούδασε νομικά παρακολουθώντας εκ παραλλήλου παραδόσεις γερμανικής λογοτεχνίας.
Μετά τις σπουδές του εργάστηκε ως ασκούμενος δικηγόρος στην Πράγα και στη συνέχεια σταδιοδρόμησε στο χώρο των ασφαλίσεων, αφιερώνοντας τον ελεύθερο χρόνο του στη συγγραφή.
Κατά τη διάρκεια του σύντομου βίου του ο Κάφκα έγραφε διαρκώς στα γερμανικά, αλλά ελάχιστα ήταν τα έργα του που είδαν το φως της δημοσιότητας ενόσω εκείνος βρισκόταν εν ζωή, κάποια διηγήματα τυπωμένα κυρίως σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Το μεγαλύτερο από αυτά είναι «Η μεταμόρφωση», που γράφτηκε γύρω στα τέλη του 1912 και πρωτοδημοσιεύτηκε τρία χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1915, σε περιοδικό της Βιέννης (αμέσως μετά, το Δεκέμβριο του 1915, ακολούθησε η πρώτη έντυπη έκδοση).
Μετά το θάνατο του Κάφκα, σε επιμέλεια του Μαξ Μπροντ, ενός στενού του φίλου, εκδόθηκαν τα σημαντικότερα έργα του, τα μυθιστορήματα «Η δίκη» (1925), «Ο πύργος» (1926) και «Αμερική» (1927), καθώς και μια συλλογή διηγημάτων το 1931.
Οι ερωτικές απογοητεύσεις, η δύσκολη σχέση με τον πατέρα του και οι οικονομικές δυσχέρειες, σε συνδυασμό με την άκαμπτη διανοητική τιμιότητά του και τη σχεδόν ψυχοπαθητική ευαισθησία του, επέφεραν σταδιακά τον κλονισμό της υγείας του Κάφκα.
Ο Φραντς Κάφκα πέθανε σε σανατόριο της Αυστρίας, πλησίον της Βιέννης, στις 3 Ιουνίου 1924, σε ηλικία 41 μόλις ετών.
- Ισραήλ: «Κόκκινος συναγερμός» για επίθεση με βαλλιστικό πύραυλο στο Τελ Αβίβ
- ΗΠΑ: Ο Τραμπ εναντιώνεται στη συμφωνία για τα δημοσιονομικά και ο κίνδυνος shutdown βρίσκεται προ των πυλών
- Κίεβο: O Ζελένσκι συζήτησε με Μακρόν, Σολτς και ΝΑΤΟ για την ενίσχυση της Ουκρανίας
- Wall Street: Ξεπούλημα μετά τις ανακοινώσεις της Fed – Δέκατη συνεχόμενη πτωτική συνεδρίαση
- Μπέζος για τη βία κατά των γυναικών: Έχουν ευθύνη όλοι οι θεσμοί
- Οπαδοί της ΑΕΚ έκαναν επίθεση στους παίκτες του ΠΑΟΚ – Παρέμβαση των ΜΑΤ (vid)