Τον Ιούλιο συμπληρώνονται δύο χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Μιχαηλίδη (1940-2021). Η γενέτειρά του Σκιάθος τιμά τον καλλιτέχνη με ένα εικαστικό αφιέρωμα στο Πολιτιστικό Κέντρο Μπούρτζι. Εκεί, στεγαζόταν το ιστορικό σχολείο του νησιού στο οποίο ο Μιχαηλίδης φοίτησε κατά τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ως μια εισαγωγή στο ιδίωμα του δημιουργού στήθηκε η πρώτη μετά τον θάνατό του έκθεση, φέρνοντας τα έργα του – τις «θάλασσες» και τις «σκουριές» – σε διάλογο με το Ναυτικό Μουσείο. Εδώ, μπορεί ο επισκέπτης να εντοπίσει το αλφαβητάρι του ζωγράφου.

Αυτοδίδακτος και ανεξάρτητος από μαθητείες σε καθιερωμένα εργαστήρια, ο Γιάννης Μιχαηλίδης ανέδειξε με τρόπο μοναδικό τη θάλασσα και τον χώρο του ταρσανά ως άμεση ή έμμεση αναφορά στη Σκιάθο. Γεννήθηκε το 1940 και πολύ νέος ορφάνεψε από πατέρα, γεγονός που οδήγησε την οικογένεια αρχικά στο Βόλο (1958) και κατόπιν στην Αθήνα. Πολύ πριν την ενηλικίωση είχε ήδη ξεκινήσει να ζωγραφίζει, αναζητώντας την προσωπική του έκφραση με κύριο ερέθισμα τις παιδικές μνήμες από το νησί. Τα θαλασσινά τοπία όσο και οι σκηνές από τα ναυπηγεία κυριαρχούν σε μια γόνιμη πορεία πενήντα χρόνων κι αποδίδονται συνήθως υπαινικτικά ή αφαιρετικά, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό αναγνωρίσιμα.

Σε συζήτηση με την εμβληματική οικοδέσποινα της ελληνικής Τέχνης, Τζούλια Δημακοπούλου, ο Μιχαηλίδης δείχνει με αστραφτερή σαφήνεια τις τεχνοτροπικές του συγγένειες με τους παλιούς ναυπηγούς: «Ας πούμε ότι βρίσκεσαι σ’ έναν ταρσανά. Από τη μια μεριά βλέπεις ότι η φύση διαμορφώνει το περιβάλλον, τη φθορά, κι από την άλλη ό άνθρωπος με τυχαίες χειρονομίες έχει φτιάξει πράγματα τα όποια εσύ έρχεσαι μετά να αποδεχτείς μέσα στο έργο σου. Δηλαδή μια τυχαία πινελιά που ‘χει κάνει ένας μάστορας για να δοκιμάσει ένα χρώμα ή να στεγνώσει το πινέλο του, είναι μια φόρμα καταξιωμένη και αποδεκτή από εμάς. Λοιπόν εγώ όταν δουλεύω, δεν έχω τη δουλειά άλλων ζωγράφων σαν πρότυπο. Μπορεί να θαυμάζω τη δουλειά άλλων καλλιτεχνών, αλλά σαν πρότυπο έχω μια χειρονομία που έκανε κάποιος τεχνίτης την ώρα της δουλειάς».

Την έννοια της ανακύκλωσης στα απόβλητα της βιομηχανικής παραγωγής ο Μιχαηλίδης δεν χρησιμοποίησε ως έννοια του συρμού, αλλά τη μετέφερε στο έργο του οργανικά σε άμεση σχέση με το εργαστήριο, καθώς φανερώνει η τελευταία ενότητα των έργων του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Scrap». Μαζί με αυτά, εκτίθενται, για πρώτη φορά, άγνωστα έργα του Μιχαηλίδη, συνθέσεις που απηχούν τα εφόδια που κέρδισε ο ζωγράφος στην καλλιτεχνική του οικοσκευή από τα μακρινά ταξίδια στον τόπο του.

Ο ομότεχνος Νίκος Χουλιαράς είχε επισημάνει σωστά την αξία του εργαστηρίου στη ζωγραφική πράξη του φίλου του, ονομάζοντάς το «βαθυσκάφος, που με αυτό ταξιδεύει τις νύχτες». Από το βαθυσκάφος στη γειτονιά του Μακρυγιάννη, ο Μιχαηλίδης επέστρεφε στη Σκιάθο του, στον γενέθλιο τόπο. Ο τόπος της φαντασίας του είναι ο τόπος της τέχνης του, που δεν είναι ου-τοπικός, αλλά εν-τόπιος. Ένας τόπος που είναι φανταστικός και υπαρκτός ακριβώς επειδή κάθε στιγμή μπορεί να μεταμορφώνεται – με τα μάτια του και την τέχνη του – σε μια εκθαμβωτική μαγική εικόνα.

Την έκθεση συνοδεύει εικονογραφημένο λεύκωμα, το οποίο λειτουργεί και ως κατάλογος του αφιερώματος.

Επιμέλεια: Γιώργος Μυλωνάς

Διοργάνωση ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΜΚΕ

και Δήμος Σκιάθου / ΔΟΑΠΝ

Μουσείο Ναυτικής και Πολιτιστικής Παράδοσης Σκιάθου: καθημερινά 11.00 π.μ. – 2.00 μ.μ., 4.30 μ.μ. – 10.00 μ.μ. Διάρκεια έκθεσης: Σάββατο 8 Ιουλίου έως το Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

“Πιστεύω ότι ζωγραφίζω γιατί είναι ο μόνος τρόπος να σταθώ όρθιος στη ζωή, γιατί αλλιώς θα πέθαινα. Δηλαδή, δεν θέλω να πω ότι έχω απογοητευτεί απ’ ότι συμβαίνει γύρω μου, ούτε κι από τη δουλειά μου αισθάνομαι κάτι ανάλογο. Αλλά, γυρνώντας μέσα μου και κάνοντας επιλογές – τις επιλογές που έκανα και παλιότερα και που αφορούσαν πέντε-δέκα ανθρώπους, ανθρώπους που μ’ ενδιέφεραν -, τώρα που τις ξανακάνω μου αρκούν ένα-δυο πρόσωπα που με γεμίζουν όσο εκατό. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η ζωγραφική για μένα, είναι δυο-τρεις άνθρωποι που συναντώ. Μέσα στη ζωγραφική, βρίσκω πως να στο πω, το καταφύγιο μέσα σ’ αυτήν την αγριότητα που υπάρχει γύρω μας. Δηλαδή έχω ένα φίλο.”

Από συζήτηση του Γιάννη Μιχαηλίδη με τον Νίκο Χουλιαρά, Εικαστικά – Περιοδική έκδοση τέχνης, «Γιατί ζωγραφίζεις», τ. 26, Φεβρουάριος 1984.

Άρχισες στον Βόλο να παιδεύεις τα δάχτυλά σου και τα χρώματα. Δειλά δειλά άρχισες να αποτυπώνεις τον κόσμο σου. Στην αρχή, ό,τι έβλεπες γύρω. Και, έπειτα από λίγα χρόνια, απόκτησες μνήμη. Βασικό και βασανιστικό ένστικτο (θα το έλεγα) για την Τέχνη γενικότερα. Και μπήκε η θάλασσα, και ό,τι άγγιξες στο άγιο νησί, στο παθιάρικο νησί του φτωχούλη και του πιο πλούσιου Έλληνα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Και να θάλασσες, με κόκκινες γραμμές, με μαύρο και μπλε. Και να βροχές, από μέσα προς τα έξω. Καταιγίδες συναισθημάτων σε μια Ελλάδα (εννοώ την επίσημη) που δεν αγαπά την Τέχνη, που δεν προσέχει τις Τέχνες, αλλά αυτές είναι το πρόσωπό της και η βαθύτερη αιτία της ύπαρξής της. Μετά, προχωράς σε άλλες επεξεργασίες. Σε αφαιρέσεις, σε κολλάζ, σε εσωτερικές μηχανές καύσεως. Και πάει λέγοντας. Εφευρίσκεις τεχνικές. Οι χρόνοι με τα κολλάζ και την επεξεργασία μπερδεύονται, τέμνονται και ανατέμνονται. Ύστερα, για να συνεχίσεις, χρειάζεται να πιστεύεις, και πιστεύεις, ότι η αφαίρεση μεταφέρει την απλή καθημερινότητα και τον άνθρωπο περισσότερο από την παραστατική ζωγραφική. Επανέρχονται πάντα τα παιδικά χρόνια, τρέχουν, κυλούν μαζί με τα τοπία, τις θάλασσες, και χτυπάνε με δύναμη τους τοίχους του ατελιέ. Αν η ζωγραφική και η σέπια, το γκρίζο, το μαύρο, το μπλε, το κοπίδι, οι εφημερίδες, οι αφίσες του δρόμου (αυτά τα ταπεινά και φιλικά υλικά) σε περιτριγυρίζουν και μιλάνε με λέξεις, και οι λέξεις και τα χρώματα γίνονται ποιήματα, τότε πέτυχες το στοίχημα με τη λεγόμενη αιωνιότητα της μιας μέρας ή τις πέτρες που σπάει ο χρόνος. Αλήθεια, μαζί σου έμαθα την εικόνα και έκανα ποιήματα και έζησα είκοσι πέντε χρόνια, κομίζοντας στην Τέχνη λίγα, αλλά μια πίστη για ζωή – κι ας είμαστε απαισιόδοξοι, και ας πιστεύουμε ότι είμαστε ηττημένοι – γιατί η Τέχνη σώζει.

Γιάννης Κοντός, Μάρτιος 1996. Από Τα ευγενή Μέταλλα, τόμος ΙΙ πεζά κείμενα, Κέδρος, Αθήνα 2005

Ο Γιάννης Μιχαηλίδης (1940-2021) ήταν ζωγράφος. Γεννήθηκε στη Σκιάθο, όπου έζησε τα πρώτα του παιδικά χρόνια. Πρωτοεμφανίστηκε με ατομική έκθεση το 1968 στις «Νέες Μορφές» και έκτοτε παρουσίασε σαράντα ατομικές, ενώ συμμετείχε σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις. Παράλληλα με την εικαστική του δράση, ασχολήθηκε επαγγελματικά με τις γραφικές τέχνες και δίδαξε σε ιδιωτική σχολή στην Αθήνα και στο εργαστήριο γραφιστικής τέχνης του Δήμου Βόλου. Είχε ζωγραφίσει τα εξώφυλλα των βιβλίων των ποιητών της γενιάς του και είχε εικονογραφήσει πολλά από τα ποιήματά τους, ερμηνεύοντάς τα με τον δικό του τρόπο. Έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα και στο Πήλιο. Έργα του βρίσκονται σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.