Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμέτωπος με τα πραγματικά όριά του
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποιεί ότι απέχει πολύ από το να είναι το κόμμα πάνω στο οποίο στηρίζονται οι διάφορες διακηρύξεις των στελεχών του
- Δημήτρης Κόκοτας: Είμαστε αισιόδοξοι λέει η σύζυγός του
- Τεχνητή νοημοσύνη και ωδή στο γυμνό: Αυτές ήταν οι πιο τολμηρές φωτογραφίες την χρονιά του 2024
- Η Μπλέικ Λάιβλι μηνύει για σεξουαλική παρενόχληση τον συμπρωταγωνιστή της,Τζάστιν Μπαλντόνι
- Οι Λουίτζι Μαντζιόνε και Sean «Diddy» Combs μοιράζονται την ίδια φυλακή και την ίδια δικηγορική εταιρεία εκπροσώπησης
Η διάχυτη αμηχανία που δείχνει να διακατέχει τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένων αυτών με ηγετικές φιλοδοξίες, δεν έχει να κάνει μόνο με το σοκ της παραίτησης του Αλέξη Τσίπρα – οι ψυχαναλυτές άλλωστε παλαιόθεν έχουν δείξει ότι τίποτα δεν είναι πιο τραυματικό από την εκπλήρωση μιας επιθυμίας.
Έχει να κάνει και με την επίγνωση της «ερήμου του πραγματικού» ως προς τι είναι όντως ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει, δηλαδή να αποτελέσει την αξιωματική αντιπολίτευση, να ηγεμονεύσει στον χώρο αριστερότερα του Κέντρου και να διεκδικήσει ξανά την εξουσία.
Από την κάλυψη του «συμβολικού κενού», στα πραγματικά προβλήματα
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε να αγκαλιάζει την προοπτική της εξουσίας το 2012, κυρίως γιατί φάνηκε σε επίπεδο πολιτικής ρητορικής να δίνει μια διέξοδο σε ένα πραγματικό αδιέξοδο, όταν τόσο το ΠΑΣΟΚ αλλά σε μεγάλο βαθμό και η ΝΔ ήταν σε μια φάση ρευστοποίησης με ταχύτατους ρυθμούς, όπου διαρρηγνύονταν σχέσεις εκπροσώπησης δεκαετιών, όπου η κοινωνία συνειδητοποιούσε ότι εν μέσω Μνημονίων και κυβερνήσεων με συμπεριφορά ‘Walking Dead’ και αφού είχαν υπάρξει κινητοποιήσεις χωρίς προηγούμενο χωρίς αποτέλεσμα, το μόνο που απέμενε ήταν η πολιτική αλλαγή.
Αυτό το «συμβολικό κενό» ήρθε να καλύψει η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση της Αριστεράς, στην πορεία προς τις εκλογές του 2012. Αυτό του επέτρεψε να εκτιναχθεί πάνω και από το ΚΚΕ και από το καταρρέον ΠΑΣΟΚ.
Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να καλύψει αυτό το «κενό», κατοχύρωσε και μια θέση. Για ένα κομμάτι ψηφοφόρων ήταν η εναλλακτική, όπως επικυρώθηκε το 2015 και στις δύο εκλογές.
Ένα κόμμα που ήταν πάντα αναντίστοιχο
Μόνο που ο «κομματικός» ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν τόσο διαφορετικός από αυτόν π.χ. του 2011. Οι συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν ξεπέρασαν ακόμη και στις παραμονές της ανόδου στην εξουσία, αυτές ενός κόμματος με μονοψήφιο ποσοστό στις βουλευτικές εκλογές, πλην κλάδων με ιστορική παρουσία της αριστεράς όπως π.χ. οι εκπαιδευτικοί. Δεν μπόρεσε ποτέ να ανοιχτεί στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και με λίγες εξαιρέσεις δεν κατάφερε να διαμορφώσει και πετυχημένα ισχυρά αυτοδιοικητικά εγχειρήματα. Οι κομματικές οργανώσεις μεγάλωσαν αλλά δεν έφτασαν ποτέ τα μεγέθη ενός κόμματος που μπορούσε να πάρει 35%.
Αυτό σήμαινε ότι η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με μεγάλο μέρος του δικού του εκλογικού σώματος ήταν – και παραμένει μέχρι σήμερα – εξωτερική. Μια σχέση που διαμεσολαβείται από τα ΜΜΕ ή από τα μέσα κοινωνική δικτύωσης. Όχι, όμως, μέσα από μια πιο «εσωτερική» και συστηματική σχέση.
Οι περισσότεροι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν, ούτε και μετά την εμπειρία να έχουν δήμαρχο από τον ΣΥΡΙΖΑ ή συνδικαλιστικό εκπρόσωπο προερχόμενο από αυτό το κόμμα. Ακόμη και εάν συμμετείχαν σε ένα μαζικό κίνημα, το πιο πιθανό είναι αυτό να είχε μια ηγεσία βγαλμένη από κάποιον άλλο χώρο. Η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ, κύρια με κόσμο από το ΠΑΣΟΚ, μπορεί να διεύρυνε την αναγνωρισιμότητα αλλά δεν απάντησε σε αυτό το πρόβλημα.
Ακόμη χειρότερα, το καλοκαίρι του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε ένα σημαντικό μέρος του δυναμικού που μπορούσε να οικοδομήσει έναν κομματικό μηχανισμό, είτε αυτό αφορούσε τις πιο παλιές – αλλά σημαντικές – γενιές της Αριστεράς – είτε τη νεολαία. Και τα πράγματα δεν έκανε πιο εύκολα το γεγονός ότι η διακυβέρνηση σήμαινε ότι το μεγαλύτερο μέρος του κομματικού μηχανισμού ενεπλάκη στην κομματική διαχείριση.
Αυτό μπορεί εν μέρει να δημιουργούσε μια ικανότητα απεύθυνσης ή ακόμη και απήχησης, όμως την ίδια στιγμή δεν επέτρεπε να διαμορφωθεί πραγματικά ένας κομματικός μηχανισμός ή να οικοδομούνται πιο στενοί δεσμοί με κρίσιμα κομμάτια της κοινωνίας.
Ο «ρεαλισμός» ως υποκατάστατο κομματικής ιδεολογίας
Την ίδια στιγμή η συμμετοχή στην κρατική διαχείριση δεν αποτέλεσε για τον ΣΥΡΙΖΑ ένα σχολείο στην άσκηση πολιτικής. Μπορεί να έδειξαν ικανότητα να διαχειριστούν μια δύσκολη κατάσταση, συχνά παίρνοντας επιλογές ενάντια στις πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες τους, μπορεί να κατάφεραν με επιτυχία την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου και τη διαμόρφωση του διαβόητου μαξιλαριού των 37 δισεκατομμυρίων, όμως την ίδια στιγμή δεν επεξεργάστηκαν πιο συστηματικά εναλλακτικές πολιτικές, έστω και μέσα σε ένα περιοριστικό πλαίσιο.
Αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι η συλλογική συγγραφική παραγωγή μετά την εμπειρία της διακυβέρνησης ήταν μάλλον ισχνή. Ουσιαστικά, ο «ρεαλισμός» έμοιαζε να μετατρέπεται σε κομματική ιδεολογία. Αυτό επιτάθηκε μετά το 2019 όταν παρότι το πέρασμα στην αντιπολίτευση φάνηκε να διευκολύνει την ανασυγκρότηση, αυτό σε πολύ μικρό βαθμό έγινε. Μια ματιά π.χ. στο κείμενο του τρίτου Συνεδρίου το 2022 καταδεικνύει ότι πέραν μιας παράθεσης κάποιων γενικών πολιτικών στόχων και κάποιων αιτημάτων, επί της ουσίας επεξεργασία πάνω στη φυσιογνωμία, πάνω στην στρατηγική και στο πρόγραμμα δεν έγινε.
Ούτε έγινε κάποια προσπάθεια να μελετηθεί σοβαρά η ελληνική κοινωνία, οι στάσεις, οι δυναμικές, οι συγκρούσεις, οι αντιφάσεις, οι μετατοπίσεις. Ακόμη και οι επεξεργασίες που μπορεί να γίνονταν σε ερευνητικό επίπεδο από think tank στον ευρύτερο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενσωματώνονταν στην πολιτική επεξεργασία.
Ακόμη και πάνω από 150.000 άνθρωποι που συμμετείχαν στη διαδικασία εκλογής του Αλέξη Τσίπρα, δεν αντιμετωπίστηκαν ως μια δεξαμενή ανθρώπων που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν έναν σύγχρονο κομματικό μηχανισμό με γείωση στην κοινωνία και αλληλεπίδραση με αυτά.
Η σταδιακή απώλεια επαφής με την κοινωνία
Αυτό σήμαινε ότι σταδιακά ο ΣΥΡΙΖΑ έχανε τρία κρίσιμα στοιχεία για έναν κομματικό μηχανισμό: (α) Την ικανότητα να παρακολουθεί και να κατανοεί το τι συνέβαινε στην ίδια στην κοινωνία, (β) την ικανότητα να εμπνέει και να καθοδηγεί ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, και (γ) την ικανότητα να έχει να προτείνει ένα εναλλακτικό αφήγημα στην κοινωνία.
Ως αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τις αλλαγές στην κοινωνία, ως προς το κλίμα, στην περίοδο μετά το 2019, την επίδραση της πανδημίας, τον αντίκτυπο των μέτρων για την πανδημία, είτε αρνητικό, είτε θετικό, το πώς αντιμετωπίζονταν διάφορα κυβερνητικά μέτρα, τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών συμμαχιών.
Δεν εντόπισε την τομή ανάμεσα σε μια κοινωνία που αισθανόταν ότι πλέον «δεν έχει τίποτα να χάσει», όπως ήταν τα πράγματα το 2012 και μια κοινωνία που επιθυμεί μια «σταθερότητα». Ακόμη και όταν καταλάβαινε ότι υπήρχε οργή για ζητήματα, από τα κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας ή την Πανεπιστημιακή Αστυνομία, ή τα Τέμπη, αυτό το καταλάβαινε ανακλαστικά, δεν εντόπιζε τους μηχανισμούς πίσω από την οργή, ή ακόμη και τα όρια αυτής της οργής. Ούτε βρισκόταν στην ηγεσία της οργής, κυρίως την ακολουθούσε. Ως αποτέλεσμα είχε αρνητικά αποτελέσματα ακόμη και σε ηλικιακές και κοινωνικές κατηγορίες που δεν έλκονταν από το κυβερνητικό αφήγημα, αλλά κατέληξαν να ενισχύσουν άλλα πολιτικά ρεύματα.
Συζήτηση που έχανε το ουσιαστικό περιεχόμενο
Το αποτέλεσμα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ να συζητάει μόνο για τον τόνο της πολιτικής αντιπαράθεσης – ενδεικτικός π.χ. ο εγκλωβισμός σε εσωτερικές αντιπαραθέσεις για ζητήματα «αισθητικής» γύρω από την περίπτωση Πολάκη – και όχι για το περιεχόμενο αυτής, παραβλέποντας πως αυτό που επιτρέπει τους «υψηλούς τόνους» και τους δικαιολογεί στα αυτιά της κοινωνίας, είναι η ικανότητα να παρουσιάζονται δυο σαφώς και ευδιάκριτα ανταγωνιστικοί πολιτικοί προσανατολισμοί.
Η συζήτηση για την «προσέλκυση» κεντρώων ψηφοφόρων ήταν ένα άλλο παράδειγμα υπεκφυγής απέναντι στην ουσιαστική πολιτική συζήτηση, γιατί παράβλεπε ότι το τι είναι και τι δεν είναι «Κέντρο» στην πολιτική και προς τα πού αυτό μετατοπίζεται έχει να κάνει με κοινωνικές και ιδεολογικές δυναμικές και όχι ταυτότητες. Και παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε ουκ ολίγες φορές υψηλούς τόνους, αυτό δεν σήμαινε ότι μπορούσε να κάνει μια σαφή «πολωτική» αντιπαράθεση δύο δρόμων, κυρίως γιατί δεν μπορούσε να ορίσει το περιεχόμενο του δικού του εναλλακτικού πόλου.
Και όλα αυτά έκαναν τον ΣΥΡΙΖΑ να μην μπορεί να επικοινωνήσει με τις κοινωνικές δυναμικές που θα του έδιναν όντως ώθηση.
Δεν ήταν το «κόμμα της εργασίας» παρότι ο κόσμος της εργασίας παρά τη σχετική βελτίωση της θέσης του οικονομικά, βλέπει με τρομερή ανησυχία την αύξηση του κόστους ζωής (στην πραγματικότητα μια εκκολαπτόμενη «κρίση κόστους ζωής») και αγχώνεται από την αυξανόμενη επισφάλεια που υπάρχει, ακόμη και εάν μπορεί πιο εύκολα να πει «θα βρω δουλειά και κάπου άλλου».
Το κυριότερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την ευκαιρία να είναι το κόμμα που θα έσπαγε την ολοένα και αυξανόμενη νοοτροπία σε τμήματα των εργαζομένων που είναι «κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά για εμάς, θα ψηφίσουμε το λιγότερο κακό ή γενικά κάποιο “κόμμα διαμαρτυρίας”».
Δεν ήταν το «κόμμα της νεολαίας», παρότι είχε τη δυνατότητα και τις αφετηρίες να συναντηθεί με ένα φάσμα ανησυχιών και αναγνωρίσεων σε αυτές τις ηλικίες, που αντικειμενικά συγκρούονται με την πολιτική της ΝΔ.
Και δεν ήταν το «κόμμα της δημιουργίας», το κόμμα δηλαδή που θα εκπροσωπούσε τις δυνάμεις της έρευνας, της γνώσης και του πολιτισμού.
Η αμηχανία και ο κίνδυνος
Η αμηχανία της τρέχουσας ηγεσίας (ή δυνάμει ηγεσίας) του ΣΥΡΙΖΑ επιτείνεται και από το ότι τα στελέχη του δεν έχουν – ή τουλάχιστον δεν δείχνουν να έχουν…- το είδος της διανοητικότητας που θα περίμενε κανείς από στελέχη της αριστεράς. Η αρθρογραφία τους είναι ισχνή και συνήθως γενικόλογη, με την εξαίρεση του Ευκλείδη Τσακαλώτου δεν θεώρησαν σκόπιμο π.χ. να γράψουν αποτιμητικά βιβλία για την εμπειρία της διακυβέρνησης και ακόμη και τα κείμενα των διάφορων πλατφορμών που κυκλοφορούν φαντάζουν αρκετά απλουστευτικά και σχηματικά.
Υπήρξαν βέβαια αρκετά κείμενα από τον ευρύτερο χώρο των διανοουμένων του ΣΥΡΙΖΑ αλλά όχι από ηγετικά στελέχη. Και αυτό παρότι η εμπειρία της διακυβέρνησης έδωσε σίγουρα αρκετή τροφή για σκέψη και στοχασμό. Ακόμη και στις «διαρροές» που κάνουν αυτές τις μέρες τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με ηγετικές φιλοδοξίες κατά βάση κατατείνουν στην «μαγική γλώσσα» των πολιτικών συμβολισμών, χωρίς ανάλογο περιεχόμενο. Ακούμε για αριστερές στροφές π.χ. αλλά ως προς το σε τι μεταφράζεται αυτό δεν γινόμαστε σοφότεροι.
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα πραγματικό όριο στην πολιτική ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να επιτελέσει τον ρόλο που υποτίθεται ότι του αναλογεί. Όριο που φαίνεται στην αμηχανία που αποτυπώνεται στην πορεία προς τις εσωκομματικές διαδικασίες, αλλά και στην απουσία μέχρι τώρα πραγματικών πολιτικών προτάσεων. Μόνο που όλα αυτά ενέχουν τον κίνδυνο ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να υποχωρεί, αδυνατώντας να επικοινωνήσει με την κοινωνία και να καταλήξει σε ένα καθοδικό πολιτικό και τελικά εκλογικό σπιράλ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις