Φαντασθήτε ένα πομπώδες παιδί, μία φιλολογική μεγαλοφυΐα, ένα διπλωμάτην, έναν ηδυπαθή, έναν ιεροκήρυκα. Ενώσετε όλους αυτούς σε μία προσωπικότητα, προσθέσετε ενεργητικότητα, ματαιοδοξία και δυνατό χαρακτήρα – και έχετε την εικόνα του Φραγκίσκου Ρενέ Σατωβριάνδου.

Περιέφερε τους μεγάλους του τρόπους και την αριστοκρατική του αθυμία επί ογδοήκοντα χρόνια της ζωής του, ανάμεσα από τας χιλίας απαιτήσεις ενός λαμπρού πολιτικού και καλλιτεχνικού σταδίου και ανάμεσα από μία δωδεκάδα ή και περισσοτέρων ερωτικών περιπετειών. Ήτο πρεσβευτής, υπουργός των Εξωτερικών, έκτακτος απεσταλμένος, συγγραφεύς πλουσίας και ακτινοβόλου πρόζας – και πάντοτε ένας άνθρωπος ο οποίος, όπως έλεγε ο ίδιος, ήτο μοιραίο ν’ αγαπά και ν’ αγαπάται και να κάμνη να υποφέρουν αυτές που τον αγαπούσαν.

«Μία μεγάλη πένθιμη πομπή» – έτσι εχαρακτήρισε ο ίδιος τας ερωμένας του και είνε αλήθεια, μολονότι, εκτός μιας, ποτέ δεν ανέμεινε να παρευρεθή εις την κηδείαν των, αλλ’ έσπευδε πάντοτε να ετοιμάση κάποιο νέο… νεκροκρέββατο.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 13.2.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εις την πομπήν όμως αυτήν υπάρχουν τρεις γυναίκες διά τας οποίας έδειξε ένα αίσθημα κάπως πλέον σταθερό και αι οποίαι τον εσυγκίνησαν βαθύτερα από τας άλλας· τρεις γυναίκες των οποίων το πέρασμα από την ζωήν του ήτο σημαντικόν εις αποτελέσματα, και των οποίων η επίδρασις υπήρξε πολύ αισθητή εις την σταδιοδρομίαν του, γιατί χωρίς αυτές δεν θα είχε γίνη ό,τι έγινε – αδιάφορο αν εγίνετο τίποτε καλλίτερο ή χειρότερο.

Αι τρεις αυταί γυναίκες ήσαν η Παυλίνα ντε Μπωμόν, η δούκισσα ντε Ντυρά και η περίφημη κυρία Ρεκαμιέ. Κάθε μία τον αγάπησε και σχεδόν τον ελάτρευσε, κάθε μία τον εξυπηρέτησε με αφοσίωσι, και κάθε μία, κατά τον τρόπο της, έπαιξε τη μικρή της τραγωδία εις την ζωή του.

Ο Σατωβριάνδος ήτο μία από τας μεγαλειτέρας φυσιογνωμίας της Ευρώπης. Έζησε την γαλλικήν επανάστασιν, την εποχήν του Μεγάλου Ναπολέοντος, εποχήν πολέμων και δημιουργίας ή εκθρονισμού βασιλέων, ανεμίχθη είς όλα αυτά και όμως ήτο πάντοτε εις απόστασιν, απασχολούμενος κυρίως με μόνη την προσωπικότητά του.

Εγεννήθη την 4 Σεπτεμβρίου 1768 εις το Σαιν Μαλό, ήτο δε ευγενής την καταγωγήν. Η παιδική του ηλικία εις τον πύργον του Κομπούρ ήτο μοναχική και μελαγχολική, γιατί ο πατέρας του ήτο γέρων και η πηγή της τρυφερότητος είχε στειρεύση εις την ψυχή του.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 13.2.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο νέος Ρενέ, προοριζόμενος διά το ναυτικό, εσπούδασε δι’ αυτό το επάγγελμα, αλλά την τελευταίαν στιγμήν το εγκατέλειψε και επέστρεψε εις τον πατρικόν πύργον, όπου και έμεινε επί μακρόν καιρόν. Ο ίδιος κατόπιν επρότεινε να εισέλθη εις τον κλήρον, αλλά και αυτήν την σκέψιν την εγκατέλειψε, έως ότου ο πατέρας του, βαρυνθείς, τον έστειλε εις τον στρατόν.

Εν τω μεταξύ ησθάνθη την πρώτην ερωτικήν συγκίνησιν της ζωής του: ο νους του είχε γεμίση από όνειρα μιας ιδεώδους και φανταστικής γυναίκας, η οποία είχε την μορφήν, τα μαλλιά και το χαμόγελο μιας ξένης η οποία τον είχε σφίξη στο στήθος της. «Η αόρατη αυτή ερωμένη με συνώδευε εις όλους τους περιπάτους μου. Μιλούσα μαζί της ως να ήτο ζωντανή» έγραψε ο ίδιος δι’ αυτήν.

Αυτό ήτο όλο, αν και ένας συγγενής του προσεπάθησε να του δημιουργήση μία πραγματική περιπέτεια, κανονίζων τα πράγματα έτσι ώστε να συνταξειδεύση εις το ίδιο αμάξι με μία μοδίστρα όταν επήγαινε για να καταταχθή εις τον στρατόν. Έδειξε όμως τόση δειλία, ώστε η μοδίστρα απεγοητεύθη και τον εγκατέλειψε με την πρώτη ευκαιρία.

Εις τον στρατόν επέρασε ήσυχα και χάρις εις μίαν φιλικήν προστασίαν κατώρθωσε να τον κάμουν ιππότην της Μάλτας – αξίωμα το οποίο συνώδευε μία σεβαστή ετησία χρηματική επιχορήγησις.

Έπειτα ήλθαν αι πρώται ταραχαί της επαναστάσεως, η οποία είχε ως αποτέλεσμα διά τον Σατωβριάνδον να κάμη ένα ταξείδι έως την Αμερικήν και να χάση την επιχορήγησιν την οποίαν του έδιδαν ως ιππότην της Μάλτας. Άλλο βραδύτερον αποτέλεσμα ήτο να επιστρέψη εις την Γαλλίαν και, ακόμα σπουδαιότερον, να υπανδρευθή.

Διατί υπανδρεύθηκε μάς το είπε ο ίδιος:

«Οι συγγενείς μου μ’ επάνδρευσαν για να μου δώσουν τα μέσα να σκοτωθώ για μία υπόθεσι που μου ήτο αδιάφορη».


Η υπόθεσις ήτο η επιστροφή της βασιλείας εις την Γαλλίαν και ο γάμος εγένετο για να εξευρεθούν χρήματα όπως τονωθή αυτός ο αγών των βασιλοφρόνων. Η γυναίκα την οποίαν επήρε ήτο η δεσποινίς ντε Λαβίν, την οποίαν μόλις εγνώριζε και την οποίαν άφησε αμέσως μετά τον γάμον για να πάη να πολεμήση.

Δεν έκαμε κανένα διάβημα διά να καταστή δυνατόν εις αυτήν να μεταβή προς συνάντησίν του, ούτε και επήγε ο ίδιος προς αυτήν όταν του παρουσιάσθησαν ευκαιρίαι. Έδειξε την μεγαλειτέραν αδιαφορίαν γι’ αυτήν, και όταν κατέφυγεν ως πολιτικός εξόριστος εις το Λονδίνον το 1793, έζησε μόνος, πεινών σχεδόν και κάμνων οποιανδήποτε εργασίαν εύρισκε για να ζήση, μέχρις ότου επέτυχε μίαν θέσιν διδασκάλου εις μίαν μικράν πόλιν της Αγγλίας ονόματι Μπεκλ.

Ήτο εις την πόλιν αυτήν που είχε την πρώτην πραγματικήν, αν και μάλλον θλιβεράν, ερωτικήν του περιπέτειαν με την Καρλότταν Ιβς.

Η νέα αυτή ήτο κόρη του διαμαρτυρομένου ιερέως της Μπόνγκαϋ, άλλης μικράς πόλεως, η οποία απείχε μερικά μίλια από την Μπεκλ. Ο Σατωβριάνδος είχε έλθη εις φιλικές σχέσεις με την οικογένειαν αυτήν, την επεσκέπτετο συχνότατα και η Καρλόττα δεν άργησε να αισθανθή βαθύτατον έρωτα γι’ αυτόν.

Ο Σατωβριάνδος είχε μία ρωμαντική φυσιογνωμία. Ήτο ψηλός, καλοκαμωμένος, με ωραία μαλλιά και ωραία μάτια. Έπαιρνε πάντοτε μία πόζα κατά το ήμισυ αξιοπρεπή και κατά το ήμισυ μελαγχολική, η οποία με τον καιρό τού έγινε φυσική και η οποία εξετρέλλαινε τας γυναίκας. Η Καρλόττα, όπως είπομεν, ήτο το πρώτο θύμα της πόζας αυτής…


Το ειδύλλιο επροχωρούσε, ρωμαντικώτατο, όχι όμως και χωρίς να γίνη αντιληπτό από την μίσες Ιβς, η οποία και εσκέφθη να του δώση την φυσικωτέραν και ποθητήν, όπως επίστευε, και εις τους δύο ερωτευμένους λύσιν. Επήρε λοιπόν μίαν ημέραν κατά μέρος τον νέον «κύριον ντε Κομπούρ» –αυτό το όνομα είχε πάρη ο Σατωβριάνδος– και κατόπιν από διάφορες περιστροφές τού είπε ότι είχε εννοήσει τον πόθον του και δεν είχε καμμίαν αντίρρησιν να του δώση την κόρη της εις γάμον εφ’ όσον, βέβαια, έμελλε να επανεύρη την περιουσίαν του μόλις η πατρίδα του επέστρεφε εις την γαλήνην, από την οποίαν την είχε βγάλη η επανάστασις.

Εις τα λόγια αυτά ο «κύριος ντε Κομπούρ» ανεπήδησε, αναφωνήσας αποτόμως ότι αυτός ήτο υπανδρευμένος – πράγμα που έκαμε την μίσες Ιβς να λιποθυμήση.

Ντροπιασμένος, ο Σατωβριάνδος ώρμησε έξω από το σπίτι χωρίς καν να περιμένη να συνέλθη η σύζυγος του ιερέως και, ετοιμάσας εις μίαν στιγμήν τας αποσκευάς του, επήρε το λεωφορείον διά το Λονδίνον.

Επί τινα καιρόν ήτο πολύ δυστυχής, ερρίφθη όμως εις την εργασίαν και εδημοσίευσε το έργον του «Δοκίμιον επί των Επαναστάσεων», ένα έργον καταφανώς ετερόδοξον, το οποίον του έδωσε κάποιαν φήμην.

Εν τω μεταξύ επληροφορείτο πρώτον τον θάνατον της μητέρας του και έπειτα της αδελφής του. Το δε 1800 επέστρεφε εις την Γαλλίαν.

Επιστρέφων επανήλθε δημοσίως εις τους κόλπους της Εκκλησίας και συνέγραψε το περίφημο έργο του Génie du christianisme, το οποίον τον έκαμε αποτόμως διάσημον.

Η «πένθιμη πομπή», η οποία ήτο αρκετά μεγάλη, είχε αρχίση. Πρώτη παρουσιάζεται η πτωχή Παυλίνα ντε Μπωμόν, η οποία τόσο είχε υποφέρη κατά την επανάστασιν, η οποία δεν είχε γνωρίση πριν τον έρωτα και ήξευρεν ότι δεν θα αργούσε ν’ αποθάνη. Ο Σατωβριάνδος ήτο τότε τριάντα δύο χρόνων και η Παυλίνα είδε εις αυτόν όχι μόνον την μεγαλοφυΐαν αλλά και τον άνθρωπον ο οποίος εμάγευε. Επήγαν μαζί σε μία εξοχή και εκεί ο Σατωβριάνδος αφιέρωνε τας μεν ημέρας εις το θρησκευτικό του έργον, τας δε νύκτας του εις τον έρωτα.

Η δημοσίευσις του έργου αυτού τον έκαμε, όπως είπομεν, διάσημον, και ένα από τα αποτελέσματα της διασημότητός του αυτής ήτο να γνωρίση την κυρίαν ντε Γκιουστίν – την ωραίαν Δελφίναν, η οποία υπήρξε μία ρωμαντική φυσιογνωμία κατά την τρομοκρατίαν. Η Παυλίνα έμαθε τας σχέσεις αυτάς και επεσκέφθη κρυφίως και επανειλημμένως την αντίπαλόν της, διά να την ικετεύση να της αφήση τον άνδρα τον οποίον τόσο πολύ αγαπούσε. Επειδή όμως αι σχέσεις εξηκολούθησαν, η Παυλίνα, με την ψυχή ραγισμένη, διέκοψε τας σχέσεις της με τον Σατωβριάνδον, ο οποίος εν τω μεταξύ ανεχώρει διά την Ρώμην, διορισθείς παρά του Ναπολέοντος εις την εκεί γαλλικήν πρεσβείαν.

Ο Σατωβριάνδος, τον οποίον η ρήξις τον είχε αφήση αδιάφορον, όταν επληροφορήθη ότι η Παυλίνα ήτο σοβαρώς ασθενής, αισθάνθηκε να αναλάμπη δι’ ολίγον η παλαιά του αγάπη και, κινούμενος ταυτοχρόνως και από οίκτον, την εφώναξε να υπάγη κοντά του. Η Παυλίνα έσπευσε εις την πρόσκλησίν του – αλλά μόνον διά να αποθάνη…

Η «πένθιμη πομπή» εσυνεχίζετο με την παράδοξη ποικιλία των εκστάσεων, των απιστιών, των εγκαταλείψεων και των ρωμαντισμών. Την φοράν αυτήν είχε έλθη η σειρά της Δελφίνας, η οποία τον είχε αγαπήση επί χρόνια, να εγκαταλειφθή.


Η κυρία Σατωβριάνδου είχε επί τέλους μεταβή κοντά εις τον σύζυγόν της, αλλά μόνο διά να πληροφορηθή τας απιστίας του. Δεν ήσαν ευτυχείς, δεν ήτο δυνατόν να είνε, και τα πράγματα εχειροτέρευσαν όταν η Δελφίνα, η οποία δεν εννοούσε με κανένα τρόπον να εξαφανισθή από την ζωήν του εραστού της, είχε την τόλμην να πιάση σπίτι απέναντι ακριβώς της κατοικίας του ζεύγους Σατωβριάνδου. Ο Σατωβριάνδος όμως, εγκαταλείπων στη μέση και σύζυγον και ερωμένην, ανεχώρει διά την Ισπανίαν όπως συναντήση εκεί την Ναταλίαν ντε Νουάιγ, εις την οποίαν είχε δώση συνέντευξιν. Έφθασε δύο μήνες αργότερα αφ’ ό,τι είχαν συμφωνήση και είχε την κωμική ατυχία να εύρη την αγαπημένη του «κλαίουσαν και φέρουσαν το πένθος διά τον θάνατον ενός άλλου εραστού», τον οποίον είχε γνωρίση εν τη ματαία αναμονή του Σατωβριάνδου.

Περιηγήθη επί τρεις μήνες την Ισπανίαν μαζί με την Ναταλίαν, «εκτελών καθήκοντα παρηγορητού». Αι σχέσεις των έγιναν οικείαι μόνον μετά την επιστροφήν των εις την Γαλλίαν – αλλά δεν διήρκεσαν πολύ, διότι επρόβαλλε ήδη η μορφή της δουκίσσης ντε Ντυρά. Η γυναίκα αυτή, η οποία του αφωσιώθη βαθύτατα, και της οποίας η ανδρική φυσιογνωμία εμπόδισε πάντοτε τον Σατωβριάνδον να την ποθήση, έκαμε δι’ αυτόν περισσότερα από κάθε άλλην γυναίκα και έλαβε, εις ανταμοιβήν, τα ολιγώτερα. Την έκανε να πονέση συχνά και δυνατά κατά διαφόρους τρόπους, κυρίως όμως διά τας σχέσεις του με την κυρίαν Ρεκαμιέ. Εν τούτοις του επλήρωνε πάντοτε τα χρέη του και τον εβοήθησε σημαντικά εις το λαμπρό πολιτικό του στάδιο – ένα στάδιο το οποίον καμμία από τας διαδοχικάς και εξαφνικάς δυσμενείας δεν ηδυνήθη να το ανακόψη.

Διαφορετικές ήσαν αι σχέσεις του με την «κυρίαν ντε Σ», την Ορτάνς και την κυρίαν Αμελέν. Έσβυσαν όλες τους εμπρός στον έρωτά του διά την Ρεκαμιέ και, όπως συνήθως, εγέμισαν πικρίαν την ψυχήν των γυναικών αυτών. Όλες τους όμως άρχισαν με μίαν σφοδρότητα πάθους τόσο πλέον εκπληκτική καθόσον ο Σατωβριάνδος ήτο πλέον γέρων. Όταν π.χ. ερωτεύθη την Ορτάνς, μίαν νέαν είκοσι δύο ετών, η οποία επρέσβευε τον ελεύθερον έρωτα, ήτο ήδη εξήντα χρόνων. Φαίνεται όμως ότι το γήρας είχε δι’ αυτόν αντίστροφα αποτελέσματα αφ’ ό,τι εις τους άλλους ανθρώπους, διότι, εκτός των ερώτων αυτών, είχε κατά την ιδίαν εποχήν σχέσεις και με την δούκισσαν του Γκύμπερλαντ, κατόπιν βασίλισσαν του Ανοβέρου, καθώς και με την περίφημον «Άγνωστον».

Η «Άγνωστος» αυτή απεδείχθη ότι ήτο η μαρκησία ντε Βισί, μία γυναίκα ασυνήθους ωμορφιάς κατά την νεότητά της. Επί τινα έτη ο έρως μεταξύ των δύο περιωρίζετο εις αλληλογραφίαν, μόνον δε μετά την πάροδον αυτών συνηντήθησαν και εγνωρίσθησαν. Η συνάντησις όμως αυτή εσήμανε και το τέλος του ρωμαντικού αυτού ειδυλλίου. Ο Σατωβριάνδος είχε την δυσάρεστη έκπληξι να ευρεθή προ μιας πεντηκονταετούς γυναικός, ενώ ανέμενε να ιδή μίαν εικοσαέτιδα…


Ο τάφος του Σατωβριάνδου

Θα ήθελε κανείς τόμους ολοκλήρους διά να ομιλήση λεπτομερώς περί όλων αυτών των ερώτων. Σημειώνομεν μόνον ότι ο τελευταίος έρως του Σατωβριάνδου, όχι κατά χρονολογικήν σειράν, αλλά υπό έποψιν σπουδαιότητος, ήτο ο μακρός του έρως προς την κ. Ρεκαμιέ.

Εις αυτήν επέστρεψε περί τα τέλη της ζωής του και αυτή τον επεριποιήθη εις όλας του τας γεροντικάς ασθενείας, περιβάλλουσα αυτόν με στοργήν και με όλας τας δυνατάς ανέσεις, μέχρις ότου απέθανεν ησύχως το 1848.

Ο θάνατός του έλαβε χώραν υπό την συζυγικήν του στέγην. Γνωρίζομεν δε ότι κατά τας τελευταίας ημέρας του, ότε ήτο πάρα πολύ αδύνατος διά να ημπορή να εξέρχεται και η κ. Ρεκαμιέ, σχεδόν τυφλή και αυτή, επήγαινε καθημερινώς να τον επισκεφθή, η σύζυγος του Σατωβριάνδου δεν τους άφηνε ποτέ μόνους, αλλά εκάθητο αντίκρυ τους, γρηά, ερειπωμένη και αδυσώπητος – φρικαλέα μορφή εκδικήσεως διά πενήντα χρόνων παραμέλησιν.


*Άρθρο αφιερωμένο στις ουκ ολίγες ερωτικές περιπέτειες του Φραγκίσκου Ρενέ Σατωβριάνδου. Το πολύ ενδιαφέρον κείμενο έφερε τον τίτλο «Σατωβριάνδος, ο μοιραίος εραστής» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 13 Φεβρουαρίου 1928. Συντάκτης του εν λόγω ιστορικού σημειώματος ήταν ο Άντονυ Πράγκα (Anthony Praga).

O Φραγκίσκος Ρενέ Σατωβριάνδος (αυτή είναι η ευρέως γνωστή, εξελληνισμένη μορφή του ονόματος του Φρανσουά Ρενέ ντε Σατωμπριάν), διακεκριμένος γάλλος ρομαντικός συγγραφέας, πολιτικός και διπλωμάτης, υπήρξε εξέχουσα μορφή του γαλλικού φιλελληνισμού κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 (το 1825, με το Υπόμνημα περί της Ελλάδος, απηύθυνε διεθνές κάλεσμα για την αναγνώριση του ελληνικού κράτους).


Ο Σατωβριάνδος γεννήθηκε στο Σαιν Μαλό στις 4 Σεπτεμβρίου 1768 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 4 Ιουλίου 1848.