Δολοφονία 17χρονου στη Γαλλία: Οι «Ναέλ» εξεγείρονται γιατί δεν βλέπουν ελπίδα – «Μας θεωρούν λιγότερο ανθρώπους»
Η εν ψυχρώ δολοφονία του 17χρονου Ναέλ από αστυνομικό φέρνει για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο το πώς αντιμετωπίζει η Γαλλία τους πολίτες που είναι παιδιά μεταναστών δεύτερης ή τρίτης γενιάς.
- «Ειρωνικός, σαρκαστικός, λες και έχει κάνει κατόρθωμα» - Σοκάρουν οι περιγραφές για τον αστυνομικό της Βουλής
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- «Πρέπει να κάνουν δήλωση ότι σέβονται το πολίτευμα» - Οι όροι για να πάρουν την ιθαγένεια οι Γλύξμπουργκ
Η Γαλλία «καίγεται» (με τα εισαγωγικά να φαντάζουν περιττά) μετά τη δολοφονία του 17χρονου Ναέλ στη Ναντέρ, αν και ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν εκτίμησε σήμερα ότι η κορύφωση των οργισμένων κινητοποιήσεων έχει παρέλθει. Ωστόσο, συνέστησε στους δημάρχους που συγκέντρωσε να επαγρυπνούν.
Αυτοί που σίγουρα δεν έχουν παρέλθει είναι οι λόγοι για τους οποίους οι «Ναέλ» της Γαλλίας ξεσηκώνονται ξανά και ξανά. Συστημικός ρατσισμός, κοινωνικός αποκλεισμός, αστυνομική βία που φτάνει σε δολοφονίες είναι ορισμένοι από αυτούς, με τα παιδιά των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς να αντιμετωπίζονται σαν πολίτες «δεύτερης κατηγορίας».
Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις που έχουν δώσει όλες τις τελευταίες ημέρες στα διεθνή Μέσα άνθρωποι από τις γειτονιές που συγκλονίστηκαν από τις συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας.
Ο Guardian φιλοξένησε την Ανιφά Γκιουερμιτί, η οποία ήταν απογοητευμένη από την πυρπόληση της τοπικής βιβλιοθήκης στο Μπορνί στην πόλη Μετς. Η ίδια ζει εδώ και 31 χρόνια στο Μπορνί, μεγάλωσε τα παιδιά της εκεί, ενώ υπηρέτησε ως δημοτικός σύμβουλος των Σοσιαλιστών και τώρα νοιάζεται για τους πρόσφυγες.
«Από το 2005 (σ.σ. τη χρονιά της προηγούμενης μεγάλης εξέγερσης) τα πράγματα έχουν χειροτερέψει σημαντικά», λέει η Ανιφά.
Η ίδια είχε πάρει μέρος στην περίφημη πορεία του 1983 στη Γαλλία ενάντια στον ρατσισμό και για ίσα δικαιώματα. «Ωστόσο, στα 40 χρόνια από τότε, τίποτα δεν έχει αλλάξει», σημειώνει η Γκιουερμιτί.
«Οι έγχρωμοι έφηβοι εξακολουθούν να πεθαίνουν. Ο ρατσισμός έχει χειροτερέψει και βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής. Κάποτε περιοριζόταν στην ακροδεξιά, τώρα έχει εισχωρήσει στην παραδοσιακή δεξιά, ακόμη και στην κυβέρνηση. Η φτώχεια έχει επιδεινωθεί από τον κοροναϊό, τον πληθωρισμό και την αύξηση του ενεργειακού κόστους. Οι διακρίσεις είναι διάχυτες, οι ίσες ευκαιρίες δεν υπάρχουν. Τα ίδια κλισέ εξακολουθούν να εφαρμόζονται στους ανθρώπους από εδώ. Δεν υπάρχει ελπίδα, αυτό είναι το πρόβλημα. Οι άνθρωποι δεν έχουν καμία ελπίδα να ξεφύγουν ποτέ από τον στιγματισμό για τον τόπο που ζουν και το χρώμα του δέρματός τους», λέει χαρακτηριστικά.
Στον Guardian μίλησε και η Νούρα, 21 ετών, που έβλεπε από το παράθυρό της τις φλόγες να ζώνουν την τοπική βιβλιοθήκη.
«Πρόσφατα έκανα προετοιμασία για τις εξετάσεις μου εκεί, επειδή ήταν ένα τόσο ήρεμο μέρος για να δουλέψω», είπε η 21χρονη. «Τα μικρά μου αδέρφια τώρα δεν θα μπορούν να δανειστούν βιβλία και είναι πολύ ακριβό να τα αγοράσουν. Πάντα υπήρχε πολύς θυμός εδώ γύρω για τις καθημερινές αδικίες και τις διακρίσεις. Το καταλαβαίνω αυτό, αλλά η καταστροφή της γειτονιάς δεν είναι ο τρόπος για να αποδοθεί δικαιοσύνη», δήλωσε η ίδια.
Η γαλλική κυβέρνηση έχει επικεντρωθεί στην ηλικία εκείνων που βγαίνουν έξω και εκτοξεύουν κροτίδες και βεγγαλικά κατά της Αστυνομίας. Ο Μακρόν υποστήριξε ότι ορισμένοι έφηβοι «ξαναζούν στους δρόμους τα βιντεοπαιχνίδια που τους έχουν δηλητηριάσει» και δήλωσε ότι οι γονείς πρέπει να κρατούν τα παιδιά τους στο σπίτι. Όμως, συνοικίες όπως αυτές στο Μπορνί έχουν τόσο υψηλό ποσοστό νέων κάτω των 18 ετών, ώστε όσοι συμμετέχουν σε νυχτερινές ταραχές αποτελούν μικρή μειοψηφία.
«Αν υπάρχουν 200 παιδιά έξω τη νύχτα, αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον 8.000 άλλα είναι στο σπίτι», δήλωσε η Σαρλότ Πικάρ, καθηγήτρια Λυκείου στο Μετς.
«Ταπείνωση»
Η Πικάρ διδάσκει σε τεχνικό λύκειο με πλειοψηφία μαύρων και βορειοαφρικανικής καταγωγής παιδιών. «Η λέξη-κλειδί είναι η ταπείνωση», είπε. «Σε μια πρόσφατη συζήτηση στην τάξη, τα αγόρια είπαν ότι ένιωθαν συνεχώς ταπεινωμένα από την Αστυνομία, η οποία ζητούσε τα χαρτιά τους αρκετές φορές την ημέρα μόνο και μόνο επειδή στέκονταν έξω».
Η Μαρί-Κλερ, 57 ετών, η οποία ζει σε πολυκατοικία στο Μπορνί με την κόρη της και την επτάχρονη εγγονή της, ανησυχούσε ότι αν το αυτοκίνητό της πυρπολούνταν, δεν θα μπορούσε να πάει στις νυχτερινές βάρδιες της ως καθαρίστρια σε ιατρική κλινική.
Η ίδια είπε ότι η περιοχή έχει αλλάξει λίγο μετά από προσπάθειες για την αναβάθμισή της, «αλλά εξακολουθούμε να παλεύουμε να τα βγάλουμε πέρα. Ο θυμός είναι ακόμα εδώ. Η δυστυχία επίσης. Ανησυχώ, τα πράγματα μπορεί να ξαναφουντώσουν ανά πάσα στιγμή».
Η ίδια εικόνα υπάρχει και από τη Μασσαλία, η οποία επίσης γνώρισε άγρια επεισόδια όλες τις προηγούμενες ημέρες.
Όπως επισημαίνουν στον Guardian κάτοικοι, ο Μακρόν είχε υποσχεθεί από το 2021 ότι θα φροντίσει τα πιο υποβαθμισμένα τμήματα της πόλης που μαστίζεται από το εμπόριο ναρκωτικών, κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η απογοήτευση για την εγκατάλειψη.
Μάλιστα, ο Μακρόν επισκέφθηκε το Μπουσερίν στη Μασσαλία την περασμένη Παρασκευή με τους πολίτες να σχολιάζουν την πολυάριθμη αστυνομική κουστωδία του.
«Μου φέρονται διαφορετικά»
«Εδώ λοιπόν κρύβονται όλοι οι αστυνομικοί. Πόσους χρειάζεται ένας άνθρωπος;», φώναξε ο 18χρονος Χαμίντ, όπως σημειώνει ο Guardian.
Ο Βρετανός Τζόζεφ Ντάουνινγκ, λέκτορας πολιτικής και διεθνών σχέσεων, που ζει στη Μασσαλία και έχει μελετήσει τη σχέση των συνοικιών και της Αστυνομίας, δήλωσε ότι είναι αδύνατο για τους Βρετανούς να κατανοήσουν την απουσία του κράτους σε κάθε επίπεδο.
«Η Αστυνομία φοβάται ακόμη και να πάει εκεί – για εμάς αυτό είναι αδιανόητο. Αυτά τα μέρη βρίσκονται κυριολεκτικά εκτός κράτους. Αν καλέσεις την Αστυνομία ως κάτοικος, δεν θα έρθει», είπε.
Η Ραχίμ Φάνα, η οποία είδε το παιδί της να δολοφονείται από κάποιον (που ήταν γνωστός στην Αστυνομία) επειδή ζήλευε για την κοπέλα με την οποία έβγαινε το παιδί της από τα 14, είπε ότι ο ίδιος σκοτώθηκε ένα 24ωρο αργότερα. Η ίδια είχε απευθυνθεί για τη δολοφονία του γιου της στην Αστυνομία, όμως, αυτή δεν έκανε τίποτα.
«Με έκαναν να αισθάνομαι ανάξια. Επειδή είμαι μουσουλμάνα, αισθάνομαι ότι με κρίνουν, ότι μου φέρονται διαφορετικά, ότι αξίζω λιγότερο». Άλλος γονιός πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «Μας βλέπουν σαν λιγότερο ανθρώπους»…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις