Λούις Άρμστρονγκ: Δημιουργός αυθεντικής τέχνης
Αυτοσχεδιασμός με συναρπαστική ευστροφία και ποιότητα ήχου και αισθήματος
Σε ηλικία 71 ετών (τα έκλεισε την Κυριακή), ο Λούις Άρμστρονγκ, ο «σακουλοστόμης» («Σάτσμο») με τα ευκίνητα γουρλωτά μάτια, ο πάλαι ποτέ αλητάκος που έμαθε να παίζη τρομπέττα σ’ ένα σχολειό της Λουιζιάνας για να κατακτήση τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο, δεν υπάρχει πια. Πέθανε σήμερα (σ.σ. 6 Ιουλίου η ημερομηνία της ανταπόκρισης από τη Νέα Υόρκη) ύστερα από παραμονή 10 εβδομάδων στο νοσοκομείο «Μπετ Ισραήλ».
Η σταδιοδρομία του άρχισε σε ηλικία 13 ετών, στο άσυλο αλητοπαίδων της Νέας Ορλεάνης, όπου τον έστειλαν επειδή κάποια παραμονή Πρωτοχρονιάς έρριξε στον αέρα μερικές βολές μ’ ένα περίστροφο. Και από τα μικρά νυκτερινά «στέκια» διαφόρων μικρών πόλεων ολόκληρης της Αμερικής έφθασε να δίνη συναυλίες τζαζ στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες του κόσμου. Ηχογράφησε αναρίθμητους δίσκους, εμφανίσθηκε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες και, αργότερα, έγινε δημοφιλέστατος χάρη στις από τηλεοράσεως εμφανίσεις του. Τον επευφήμησαν βασιλείς και άγριοι, διανοούμενοι «εστέτ» της τζαζ και χαμίνια του δρόμου. Σφούγγιζε το κατάστικτο από κόμπους ιδρώτος μέτωπό του, γούρλωνε τα μάτια του, τραγουδούσε με την χαρακτηριστική βραχνή του φωνή κι’ έπαιζε την μοναδική του τρομπέττα. Το 1970, σαν έκλεισε τα 70, έπαιξε και πάλι ένα σόλο απο τις πρώτες του ηχογραφήσεις και έκαμε το εξής σχόλιο: «Από τότε κανείς δεν ξανάπαιξε τέτοιο πράμα και κανείς δεν πρόκειται να το ξαναπαίξη». Αυτό θα μπορούσε να είναι και το επιτύμβιό του.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.7.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Ντάνιελ Λούις Άρμστρονγκ γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1900 (σ.σ. ως επικρατέστερη ημερομηνία γεννήσεως του Άρμστρονγκ αναφέρεται πάντως στις σχετικές πηγές η 4η Αυγούστου του έτους 1901). Στα 5 του χρόνια οι γονείς του είχαν χωρίσει και εκείνος αλήτευε στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης. Ύστερα από το άτυχο εκείνο επεισόδιο της παραμονής της Πρωτοχρονιάς (μερικές φορές έλεγε πως το πιστόλι ήταν γεμάτο με άσφαιρα φυσίγγια) τον έστειλαν στο άσυλο αλητοπαίδων της πόλεως. Είχε ήδη μάθει να παίζη λίγη κορνέττα χάρη στον μεγάλο Μπανκ Τζόνσον. Στο σχολειό έγινε σαλπιγκτής και αργότερα του έδωσαν μια κορνέττα και τον έβαλαν να παίζη στην μπάντα του ιδρύματος.
Σαν έφυγε από το άσυλο, ο Λούις εξακολούθησε να παίζη κορνέττα στα περίφημα κακόφημα σπίτια της Νέας Ορλεάνης, που έδωσαν στην τζαζ το όνομά της, καθώς και σ’ εκείνες τις αποτελούμενες από σταχυολογημένους μουσικούς ορχήστρες που έπαιζαν στις κηδείες. Αργότερα έλεγε πως διδάχθηκε πάρα πολλά πράγματα απ’ αυτού του είδους την εμπειρία. Ήταν 22 ετών όταν ο Κινγκ Όλιβερ τον κάλεσε στο Σικάγο για να λάβη μέρος στην «Κρεολική Τζαζ Μπαντ» του. Και η πιανίστα Λιλ Χάρρις, η οποία θα γινόταν η πρώτη από τις τέσσερις συζύγους του Λούις, θυμόταν, εδώ και λίγα χρόνια, την πρώτη της συνάντηση με τον άνθρωπο που αποκαλούσαν «μικρό Λούις».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.7.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
– Ο μικρός Λούις! Ζύγιζε κάπου 100 κιλά. Φορούσε ένα μεταχειρισμένο κοστούμι που δεν του πήγαινε καλά, κι’ ένα καπέλλο πολύ μικρό, που ίσα-ίσα στεκόταν πάνω στην κορφή του κεφαλιού του. Είχε και αφέλειες, που ήταν τότε πολύ της μόδας στην Νέα Ορλεάνη.
Και θυμόταν πως ο Όλιβερ τής είπε ότι θα κρατούσε τον Λούις για να παίζη δεύτερη κορνέττα πλάι του, επειδή διαφορετικά εκείνος δεν θα έμενε για πολύ «κινγκ» (βασιλιάς). Αργότερα ο Λούις άφησε την ορχήστρα του Όλιβερ για την ορχήστρα του Φλέτσερ Χέντερσον, στη Νέα Υόρκη, κι’ έπειτα πήγε στο Σικάγο, για να ηγηθή μιας μικρής ορχήστρας στο καφενείο «Ντρήμλαντ».
Η αμοιβή του ήταν αστρονομική για την εποχή: 75 δολλάρια την εβδομάδα! Οι ηχογραφήσεις του των ημερών του Σικάγου θεωρούνται σήμερα ανεκτίμητες για τους συλλέκτες. Ο Άρμστρονγκ όμως κατέκτησε ένα καινούργιο κοινό με τις μεγάλες ορχήστρες του της δεκαετίας του ’30. Τότε κατέκτησε εκείνο τον «αέρα» της σκηνής και τελειοποίησε το στυλ του τραγουδιού που τον έκαμε περιζήτητο για χορούς, δίσκους και κινηματογραφικές ταινίες, όπως «Πηγαίνοντας από δω κι’ απ’ εκεί», «Καμπίνα στον ουρανό» και «Δόκτωρ Ρυθμός».
Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι αμφισβητούν τον ισχυρισμό του Λούις για το ότι εκείνος εφεύρε το στυλ τραγουδιού «σκατ» – αυτόν τον φωνητικό αυτοσχεδιασμό με συλλαβές δίχως νόημα, που παρέμεινε αναπόσπαστα συνδεδεμένος με την εικόνα του. Ο ίδιος όμως έλεγε ότι το πρωτοχρησιμοποίησε κατά τη διάρκεια μιας ηχογραφήσεως, όταν εγκατέλειψε την «πάρτα» του και άρχισε να αυτοσχεδιάζη αντί να τραγουδά τα λόγια.
Κατά την δεκαετία του ’50, μοναδικά ακμαίος, γνώρισε νέους θριάμβους με μια μικρή ορχήστρα που είχε μεταξύ των μελών της τον Τζακ Τήγκαρντεν και την τραγουδίστρια Βέλμα Μίντλτον. Το συγκρότημα αυτό έκανε περιοδείες σ’ όλο τον κόσμο, όπως έλεγε δε τελευταία ο Λούις μόνο σε μια περιοδεία του ανά την Αφρική κάλυψε 35.000 μίλια και έπαιξε μπροστά σε πλήθη 100.000 ανθρώπων, που γέμιζαν ασφυκτικά διάφορες αίθουσες και ξετρελαίνονταν στο άκουσμα του περίφημου «Μπλουζ του Σαιντ Λούις».
Ο «Σάτσμο» δεν ξαφνιαζόταν ποτέ από την φήμη που δημιουργούσε σε ξένες χώρες, καθώς και από τον ειδωλολατρικό θαυμασμό που του είχαν οι νεαροί φίλοι του στυλ «Ντίξιλαντ» στην Γαλλία, την Σουηδία, την Ανατολική Γερμανία, την Γιουγκοσλαβία και την Ρωσία. «Τα παιδιά είναι σ’ όλο τον κόσμο τα ίδια. Μιλούν την ίδια γλώσσα και καταλαβαίνουν κι΄εμένα και το όργανό μου».
Στη συνέντευξη που έδωσε με την ευκαιρία της 70ής επετείου του, συνώψισε ως εξής την εμπειρία της «όμορφης ζωής» του:
– Δεν επεθύμησα ποτέ τίποτε που δεν μπορούσα να αποκτήσω, αλλά πλησίασα πάρα πολύ ό,τι ήθελα, επειδή δούλεψα σκληρά γι’ αυτό. Τώρα ζω μόνον για τον Λούις και για την γυναίκα του. Δεν έχω να πληρώσω μεγάλα χρέη, ζούμε μιαν ήσυχη, φυσιολογική ζωή, κι’ αυτό είναι αρκετό.
Τα τελευταία χρόνια η υγεία του τον υποχρέωνε σε τακτικές εισόδους σε νοσοκομεία. Το 1967, όταν στο Ρένο (Νεβάδα) άρπαξε πνευμονία, αναγκάστηκε να ματαιώση εμφανίσεις μιας εβδομάδας. Στις 27 Φεβρουαρίου 1969 μπήκε σ’ ένα νοσοκομείο του Μανχάτταν με νόσημα των νεφρών και τότε αναγκάσθηκε να ακυρώση εμφανίσεις ενός εξαμήνου.
Υπήρξε ο τελευταίος – και ο μεγαλύτερος, σύμφωνα με τους ειδικούς– από τους τζάζμεν της Νέας Ορλεάνης που δημιούργησαν μια αυθεντική μορφή τέχνης. Οι ηχογραφήσεις του – ιδίως οι παλαιότερες– χαρακτηρίζονται από υπέροχες στιγμές καθαρής εμπνεύσεως. Μπορούσε να πάρη την ευτελέστερη μελωδία και να την μεταμορφώση σ’ ένα κλασσικό έργο τέχνης χάρη σ’ ένα καταρράκτη από νότες που ξεχύνονταν με τρομακτική ταχύτητα από το όργανό του. Ήταν ένας «μαιτρ» του «συσπάνς»: έμενε πάντα λίγο πίσω από το μέτρο, πράγμα που κορύφωνε την αδημονία. Ύστερα ξεσπούσε σ’ έναν αυτοσχεδιασμό με συναρπαστική ευστροφία και ποιότητα ήχου και αισθήματος. Το στυλ του αποτελούσε την τελευταία εκλέπτυνση μιας τραχύτερης μουσικής, πολλοί δε μεγάλοι μουσικοί της τζαζ δεν ντρέπονταν να ομολογούν ότι είχαν επηρεασθή απ’ εκείνον.
Την Κυριακή, επ’ ευκαιρία της 71ης επετείου του, ο Άρμστρονγκ δέχθηκε φίλους του και, προφανώς, αισθανόταν καλά. Αυτή τη φορά είχε μπει στο νοσοκομείο για διάφορες παθήσεις του ήπατος και των νεφρών που είχαν εξασθενίσει την καρδιά του. Στις 23 Ιουνίου, στο σπίτι του, σε συνέντευξή του ευχαρίστησε όλους εκείνους που του είχαν στείλει ευχές για μια γρήγορη ανάρρωση. Φαινόταν πολύ καλά και έπαιξε τέσσερα κομμάτια στην τρομπέττα του, μεταξύ των οποίων και το «Ώρα ύπνου κάτω στο Νότο», μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του.
Έλεγε ότι τα πόδια του ήταν λίγο αδύνατα, απο τις μακροχρόνιες παραμονές του στα νοσοκομεία, αλλά προσέθετε ότι τα χείλη του βρίσκονταν σε αρίστη φόρμα. Εκπρόσωπος της οικογενείας είπε ότι πέθανε σπίτι του (όπου είχε επιστρέψει από το νοσοκομείο) ενώ κοιμόταν, και απέδωσε το θάνατό του σε καρδιακή αδυναμία.
*Άρθρο για τον Λούις Άρμστρονγκ (Louis Armstrong), εξέχουσα προσωπικότητα της διεθνούς μουσικής σκηνής στον 20ό αιώνα, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την επαύριον του θανάτου του, την Τετάρτη 7 Ιουλίου 1971.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις