Μαρσέλ Προυστ: Το δίκοπο νόημα της ανθρώπινης ζωής
Ο Προυστ είναι από τους συγγραφείς που δεν γνοιάστηκαν πώς να γίνονται αρεστοί
- Τον απόλυτο εφιάλτη έζησε μαθητής από την Πάτρα σε πενθήμερη - Του έδωσαν ποτό με ούρα και τον χτύπησαν
- Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια γάλλος υπήκοος στο Βανουάτου μετά τον σεισμό των 7,3 Ρίχτερ
- Η Νικόλ Κίντμαν απαντά με «αγένεια» στο κόκκινο χαλί της πρεμιέρας του Babygirl και διχάζει
- Τα ζώδια σήμερα: Το μάτι μου με κοίταγε
Για μερικούς από μας, που είδαμε το φως στην πρώτη δεκαετία του αιώνα τούτου, έχει κάτι το μεθυστικό, αν όχι το μυθικό, η σκέψη πως ζήσαμε, έφηβοι, το θρύλο του Μαρσέλ Προυστ. Ας είταν ξένος, όχι δικός μας, ας εξέφραζε έναν κόσμο και μια σκέψη άσχετα με τα δικά μας τοπικά προβλήματα. Εκείνον ακριβώς τον καιρό τα ρεύματα του νου και της ψυχής γίνονταν παγκόσμια, νιώθαμε να μπαίνουμε σε πλατειά χρόνια. Άνεμος αισιοδοξίας δρόσιζε τα μέτωπα, γιατί βγαίναμε από το καμίνι του πρώτου μεγάλου πολέμου βέβαιοι πως είναι αδευτέρωτος, καθαρτήριος. Και το ξεκίνημα για τους νέους καιρούς γινόταν κατά πλάτος, όλο το γένος των ανθρώπων μαζί. Όσο για το Παρίσι, του Μαρσέλ Προυστ τώρα το Παρίσι, είταν ξανά, όπως και πριν από το ’14, ο ομφαλός της Γης. Η παρέλαση της νιότης είχε γίνει εκεί για όλους μας, με συμμετοχή δική μας, των συμμάχων, κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου. Πιστεύαμε στη νίκη, που εφοδιαζόταν τώρα με νέο, δροσερό κι’ αγνό νόημα.
Όλα αυτά πάνε, πέρασαν, σκόρπισαν στους τέσσερους ανέμους. Αναδυόμαστε σ’ έναν κόσμο και πάλι νέον, σοφώτερον, αλλά λιγότερο δροσερό. Αν κάτι έχει ηττηθεί, είναι η φρεναπάτη. Όχι όμως κι’ ο Προυστ, που πρώτος ίσως την αντίκρυσε στυλά στα μάτια, με δίψα διαβρωτικά ερευνητική. Έτσι είναι που γεφυρώνεται το φαινομενικό χάσμα ανάμεσα σ’ ένα συγγραφέα νοσταλγό του τέλους του 19ου αιώνα, κοσμικό, παρελθοντολόγο, φημισμένο για ντιλεττάντε, υμνητή μαζί και σατιρικό του σνομπισμού, όπως δίκοπος επικός της ιπποτικής τρέλλας είχε σταθεί έναν καιρό ο Θερβάντες του «Δον Κιχώτη». Ζήσαμε την εποχή όπου απολεπιζόταν σιγά-σιγά η όραση όλων εκείνων που είχανε θεωρήσει αρχικά τον Προυστ μικρολόγο αναδιφητή του κλειστού κύκλου και του αδιάφορου «καλού» κόσμου. Με την αποκάλυψή του συντελέστηκε μια αποκάλυψη και για μας: μάθαμε να ξεκρίνουμε την αλήθεια πιο δίκαια, χωρίς άξεστες προκαταλήψεις. Αυτό του το χρωστάμε. Είναι λοιπόν μια τακτοποίηση οφειλής κι’ όχι μια τυπική ανταπόκριση η συμμετοχή μας στην επέτειό του. Στις 10 Ιουλίου κλείνει ένας αιώνας από τότε που γεννήθηκε.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.7.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Είχε γράψει ο ίδιος: «Οι μωροί φαντάζονται πως οι μεγάλες διαστάσεις των κοινωνικών φαινομένων είναι λαμπρή ευκαιρία να μπαίνεις βαθύτερα στην ανθρώπινη ψυχή. Θα έπρεπε, απεναντίας, να καταλάβουν ότι μόνο σαν κατεβαίνεις στο βάθος ενός ατόμου έχεις την ευκαιρία να καταλάβεις αυτά τα φαινόμενα». Κι’ αλλού: «Ένιωθα πως δεν έπρεπε να σκοτίζομαι για τις διάφορες φιλολογικές θεωρίες, που με είχαν για μια στιγμή ζαλίσει – ιδιαίτερα εκείνες που η κριτική ανέπτυξε τον καιρό της υπόθεσης Ντρέυφους και τις ξανάπιασε στο διάστημα του πολέμου (…) Η αληθινή τέχνη δεν τις χρειάζεται αυτές τις διακηρύξεις και συντελείται στη σιωπή». Υπεράσπισε, εικονογράφησε με ολάκερη τη ζωή του, δραματικά, αυτές τις αρχές. Δεν θα είταν υπερβολή να πει κανένας ότι πέθανε για να τις τιμήσει. Ο θρύλος της κρεββατοκάμαράς του, της μονωμένης με φελλό, που μας ξίππαζε τόσο εμάς τα παιδιά και τους νέους του 1922-1930, και που περνούσε για ιδιορρυθμία ναρκισσική, είταν το καλλωπισμένο από την απόσταση αντικαθρέφτισμα ενός τάφου στην έρημο, που τον ανοίγεις μόνος σου για τον εαυτό σου, σκάβοντας με τα νύχια. Ο αβροδίαιτος κι’ αργόσχολος θαμώνας του «Ριτς» πέθανε σαν αναχωρητής, αφού πριν είχε λειώσει μπροστά στο έργο του σα λαμπάδα.
Μήπως τα βιβλία της νοσταλγίας είναι εκείνα που περισσότερο αντέχουν στο χρόνο; Αν αυτό υποτεθεί πώς αληθεύει, τότε δεν είναι ανεξήγητη η επιβίωση του Προυστ. Βιβλίο νοσταλγίας η «Αναζήτηση του χαμένου καιρού» (σ.σ. το πολύτομο συγγραφικό έργο του Προυστ είναι ευρύτατα γνωστό με τον τίτλο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»), το μοναδικό του δεκαεξάτομο μυθιστόρημα, είναι μαζί κι’ ανατομία, εξερεύνηση, έλεγχος εξαντλητικός της νοσταλγίας, όχι ανέγνοιαστο τραγούδι του ρεμβασμού. Μπάζει λοιπόν μια νέα διάσταση στην αναδίπλωση και στην ενδοσκόπηση. Αντικείμενό του φαινομενικά μόνο θα είναι το εγώ το τοποθετημένο προνομιακά στο κέντρο. Το πραγματικό αντικείμενο δηλώνεται από την αρχή, απερίφραστα, στον ίδιο τον τίτλο του έργου, κι’ όμως θάλεγε κανένας πως ο ανειδοποίητος αναγνώστης δεν το προσέχει. Είναι ο Χρόνος. Το εγώ ως πεδίο του Χρόνου, το εγώ παρανάλωμα της φυγής, μοναδική μαρτυρία της διάρκειας, που είναι το ανθρωπόμορφο προσωπείο του Χρόνου. Έτσι, η φαινομενική περιαυτολογία της νοσταλγίας, η άνεργη αναπόληση, ξεφανερώνεται πως έκρυβε κάτι άλλο, το αντίθετό της: Την αγωνία. Ο Προυστ πέτυχε να υποτάξει την αγωνία στον πλατύ, αργό ρυθμό του ταξιδιού.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.7.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Χρόνος είναι το αθώρητο τέρας. Γίνεται αισθητό με τα έργα του μόνο. Μέσα στο ρεύμα του Χρόνου ο Προυστ βλέπει την ατομικότητα να διαλύεται· κι’ όμως η διάρκεια πάλι δίνει περιεχόμενο στη ζωή, υπάρχουμε χάρη στη διάρκεια: «Ο Χρόνος που διαθέτουμε κάθε μέρα είναι ελαστικός· τα πάθη που δοκιμάζουμε τον διαστέλλουν, εκείνα που εμπνέουμε στους άλλους τον συστέλλουν, και τον γεμίζει η συνήθεια». Να είναι τάχα συμπτωματικό που σ’ αυτήν ειδικά την εποχή, αρχές-αρχές του 20ού αιώνα, συλλαμβάνεται από τον Προυστ η ζωντανή αίσθηση της φυγής, της ροής και του ανεπανόρθωτου, έξω από τα αφηρημένα σχήματα της φιλοσοφίας κι’ άσχετα με την κατηγορία του Ωραίου, που οδηγεί στην παθητική ενατένιση; Μήπως τη στιγμή αυτή την ορίζουν κάποιες ιστορικές συντεταγμένες; Δεν είναι εδώ ο χώρος να το αναρωτηθούμε έμπρακτα. Είναι όμως η θέση που πρέπει για να πούμε ότι στο διφορούμενο πρόσωπο του Χρόνου ο Προυστ αντιτάσσει μιαν άλλου τύπου αισθητική απόκριση, όχι τραγική, νιτσεϊκή, αλλά δική του, επική: Τη στιγμή όπου πραγματοποιείται η σύμπτωση ανάμεσα σε μιαν αίσθηση και σε μια θύμηση, τη στιγμή όπου μια ορισμένη γεύση ανακαλεί μέσα μας το άρωμα μιας περασμένης εποχής, ο Χρόνος ανακυκλώνεται. «Ξανακερδίζεται». Είναι η έκσταση που δίνει στο έργο του Προυστ το ξεκίνημά του, η γεύση του βουτηγμένου στο τσάι μπισκότου, της «μικρής μαντλέν», και η αίσθηση από το ανώμαλο πλακόστρωτο της αυλής των Γκερμάντ, που του ξεφανερώνει στο τέλος μονομιάς, μέσα σε μιαν εσωτερική έκλαμψη, την αποστολή του. «Κομμάτια ζωής που τα υπεξαιρείς από το Χρόνο», να ποιο θα είναι το «άρρητο όραμα», ο σκοπός και η δικαίωση μιας ανθρώπινης μοίρας. Πέρα από το χρονικό ν’ αγγιχτεί το άχρονο, εκείνο που λυτρώνει από τη γενική απιστία κι’ από το Χάρο. Το έργο Τέχνης υψώνεται σε υποκατάστατο της αιωνιότητας.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.7.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο «χαμένος» Χρόνος δεν είναι ο σπαταλημένος άσκοπα. Είναι εκείνος ο Χρόνος που δημιουργήθηκε για να χάνεται, να φεύγει. Η απιστία είναι το νόημά του. Γίνεται Χρόνος χωρίς ροή; Μόνο που κάτι ειδοποιεί τον Μαρσέλ Προυστ ότι το ανεπίστροφο δεν είναι όσο μοιάζει ανεπανόρθωτο. Κάπου καταγράφεται η ουσία του. «Μια ώρα δεν είναι μόνο μια ώρα, είναι ένα δοχείο γεμάτο αρώματα, ήχους, σχέδια και κλίματα». […] Η μνήμη γίνεται το κλειδί του Παραδείσου. Αλλά ποια μνήμη; Όχι η εκούσια, η «διανοητική μνήμη». Οι πληροφορίες που δίνει για τα περασμένα αυτή η μνήμη «δεν διατηρούν τίποτα από εκείνα». Μια άλλη μνήμη σώζει, ακούσια, που αναδίνεται σε ώρες χαρισματικές, σπάνιες και πολύτιμες, ανειδοποίητα, από μια μυστική σχέση. Τότε καθηλώνεται μια σταλιά Χρόνος «σε καθαρή κατάσταση». Τότε ο Αφηγητής, που είναι κι’ ο συγγραφέας του έργου, νιώθει μέσα σε μια δόνηση εκστατικής ευφορίας πως παύει να είναι «μέτριος, σχετικός θνητός». Η θύμηση έφερε πίσω κάτι ανώτερο από τα περασμένα: Το άχρονο. Για τούτο, χρέος του καλλιτέχνη είναι να οικοδομεί απάνω στην «ευαίσθητη εντύπωση, την όχι διορθωμένη από την κρίση».
[…]
Ο Προυστ είναι από τους συγγραφείς που δεν γνοιάστηκαν πώς να γίνονται αρεστοί. Κυνήγησε με πάθος αν όχι την πάντοτε διφορούμενη αλήθεια, πάντως το δίκοπο νόημα της ανθρώπινης ζωής. Αναζήτησε «νόμους» πίσω από τα συναισθήματα, από τις σχέσεις, και ήξερε πως ο νόμος δεν ενδιαφέρεται για το ευάρεστο.
[…]
Δούλεψε κατάκοιτος, ως την τελευταία στιγμή, ετοιμοθάνατος, δίχως πνοή από το ισόβιο άσθμα του, κι’ αυτή η αφοσίωση του παθιασμένου τεχνίτη στο έργο του δίνει ένα μεγαλείο στην ύπαρξή του, τη φωτίζει αναδρομικά, τη μεγεθύνει και τη δικαιώνει. […]
*Αποσπάσματα από ένα εξαιρετικό άρθρο του Άγγελου Τερζάκη για την προσωπικότητα και το έργο του Μαρσέλ Προυστ. Το κείμενο του Τερζάκη, που έφερε τον τίτλο «Ο Μαρσέλ Προυστ εκατό χρονών», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 4 Ιουλίου 1971.
Ο διάσημος γάλλος συγγραφέας Μαρσέλ Προυστ (Marcel Proust) γεννήθηκε στην Οτέιγ, εξοχή κοντά στο Παρίσι, στις 10 Ιουλίου 1871 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 18 Νοεμβρίου 1922.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις